• emo.gr
  • Τέχνες
  • Φελίσια part 3: Oροφοδιαμερίσματα
Φελίσια part 3: Oροφοδιαμερίσματα

Η νουβέλα της Ήρας Ραΐση συνεχίζεται (αποκλειστικά στο emo.gr)

(Όσοι έχασαν τα προηγούμενα ας πατήσουν εδώ για τον πρόλογο και έπειτα εδώ για τις μεζονέτες)

Β1

Το φως της αυγής δεν τη συνέφερε καθόλου, ιδιαίτερα τώρα που το γουργουρητό του άδειου στομαχιού της γινόταν έντονο και δυσάρεστο. Το ολονύχτιο κυνήγι τροφής απέτυχε παταγωδώς και η Φελίσια είχε αρχίσει να αγριεύει. Περιεργάστηκε τον χώρο του συγκροτήματος και ανακάλυψε πως δεν υπήρχαν άλλες μεζονέτες.

Γύρισε προς τα πίσω και αντίκρισε πάλι την τριώροφη  πολυκατοικία με το δώμα τους. Που ήταν επιτέλους το  αφεντικό της; Πιθανότατα δεν είχε επιστρέψει ακόμη, θα το είχε διαισθανθεί…

Έπρεπε να γυρίσει πάλι εκεί, αλλά όχι στην έρημη σοφίτα: σε ολόκληρη την πολυκατοικία. Καιρός να ανακαλύψει τους υπόλοιπους ορόφους της ιδιαίτερης στέγης της. Σίγουρα υπήρχε ασανσέρ, όμως οι γάτες είναι αδύνατον να το χρησιμοποιήσουν χωρίς παρουσία ανθρώπου. Και τους ανθρώπους έπρεπε να τους αποφύγει διότι, αν κάποιος την περιμάζευε, μετά η τύχη της θα ήταν μάλλον αμφίβολη και χωρίς τη δυνατότητα της επιλογής. Επομένως έπρεπε μόνη της ν’ ανέβει ένα-ένα τα σκαλιά μέχρι να καταφέρει να βρει το σπιτικό που θα της πρόσφερε τροφή και παρηγοριά.

Καθώς ήταν ακόμη πολύ νωρίς, όλες οι πόρτες των σπιτιών ήταν κλειδωμένες, κανένας δεν είχε ξυπνήσει  ακόμη για να πάει στη δουλειά του. Τα πράγματα γίνο- νταν όλο και πιο δύσκολα για τη Φελίσια, αφού οι πιθανότητες να βρει κατάλληλη τροφή την ώρα του πρωινού ήταν μάλλον λιγοστές. Βούτυρο, μαρμελάδα και δημη- τριακά δεν ήταν ποτέ της προτιμήσεώς της. Έστω όμως να ’βρισκε λίγο γαλατάκι.

Ενώ ανέβαινε βαριεστημένα τα σκαλοπάτια του πρώτου ορόφου, λίγο πριν το τελευταίο πλατύσκαλο η  τύχη φάνηκε να της χαμογελάει. Μια νεαρή γυναίκα με στενό τζιν που αναδείκνυε το όμορφο κορμί της χτυπούσε το κουδούνι του πρώτου διαμερίσματος. Ο ένοικος δεν άνοιξε αμέσως αλλά την υποδέχτηκε εγκάρδια, έδειχνε μάλιστα τόσο γοητευμένος από αυτήν που αμέλησε να κλείσει εντελώς την εξώπορτα. Η Φελίσια δεν έχασε λεπτό, άρπαξε την ευκαιρία και μπήκε αθόρυβα μέσα, προτού εκείνος προλάβει ν’ αντιληφθεί την παράλειψή του. Το πάτωμα, που ήταν στρωμένο με κατάλευκη μοκέτα και ομοιόμορφες μεγάλες μαξιλάρες, αποτέλεσε μια ακόμη ευλογημένη συγκυρία για καταφύγιο και κρυψώνα, αφού και η ίδια ήταν κατάλευκη. Έτσι η Φελίσια κατάφερε να εισχωρήσει στο διαμέρισμα του νεαρού χρηματιστή, διακοσμημένο με το γούστο ενός γοητευτικού εργένη, κατάλληλο για τη σαγήνευση των «θυμάτων» του. Η νεαρή συντροφιά κάθισε αμέσως στη μοντέρνα κουζίνα, που ήταν ενιαίος χώρος με το καθιστικό, και ο άντρας πρόσφερε εσπρέσο και κουλουράκια στην κοπέλα. Ο ίδιος φρόντιζε την εμφάνισή του και προτίμησε να φάει τα δημητριακά του, προσέχοντας να μη μασουλάει με θόρυβο, αλλά να την κοιτάει με νόημα, συνεχίζοντας να δείχνει γοητευμένος από την παρουσία της. Η Φελίσια  μπορούσε ν’ αντιληφθεί το φλερτ ενός άντρα, το αφεντικό της έφερνε κάποιες φορές γυναίκες στο δώμα… Ετούτος εδώ πρέπει να ήταν μαέστρος στο φλερτ. Οι ματιές του, οι κινήσεις του προς την κοπέλα ήταν σχεδόν επαγγελματικές. Ήταν βέβαιο: προσπαθούσε να την κατακτήσει. Τα πράγματα εξελίσσονταν ομαλά, η κοπέλα χαμογελούσε συχνά και έδειχνε ν’ ανταποκρίνεται ευχάριστα στο φλερτ. Δύσκολο ν’ αντισταθεί  γυναίκα σ’ έναν από τους ομορφότερους εργένηδες της πόλης… Ένα παραπονεμένο νιαούρισμα κόντεψε να της ξεφύγει αφού ήθελε με κάθε τρόπο να τους μιλήσει, να τους προτρέψει να καταλήξουν στην κρεβατοκάμαρα ώστε να μπορέσει ανενόχλητη να δοκιμάσει λίγο πρωινό. Η ευχή της δεν πραγματοποιήθηκε όμως: προς μεγάλη της απογοήτευση, η γυναίκα σηκώθηκε να φύγει, νωχελικά και απρόθυμα. Χάλασε η κατάσταση;

Αμέσως μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω της, ο χρηματιστής έπιασε το ασύρματο τηλέφωνο και άρχισε να μιλάει με ενθουσιασμό στον φίλο του.

«Φίλε, τα κατάφερα νομίζω! Την έψησα την ηλίθια! Τσίμπησε: νομίζει πως την ερωτεύτηκα, άρχισε να ελπίζει πως μπορεί να υπάρξει μέλλον μεταξύ μας».

«…………»

«Τι “και”; Βλάκας είσαι; Πέτυχα τον στόχο μου: θα την καλέσω κάνα-δυο βράδια, θα προσποιηθώ τον βαριά  ερωτευμένο και… έτοιμη! Μου το ’ριξε το ενοίκιο! Θα γλιτώσω τουλάχιστον μια διακοσάρα! Πώς αλλιώς θα τα βγάλω πέρα; Μ’ έχει τσακίσει η εφορία, άσε τις βενζίνες  πηγαινέλα στην εταιρία στα Οινόφυτα. Σε λίγο, όχι γκόμενες δεν θα ’χω, ούτε να κυκλοφορήσω δεν θα μπορώ…»

«………….»

«Τι “πώς το σκέφτηκα”; Καμία δεν μπορεί να μου αντισταθεί. Τόσες έρχονται εδώ μέσα, αυτή τουλάχιστον θα μου φανεί πολύ χρήσιμη. Αν δεν είχα και καθόλου ενοίκιο… χμμμ…»

«…………»

«Τι λες τώρα, ρε φίλε; Από πότε κάνεις εσύ συστηματικά γυμναστική; Το ξέρεις ότι το αγόρασα ακριβά, το πήρα για να γλιτώσω χρήματα από το γυμναστήριο, δεν έχω προλάβει να το χαρώ… και θες να σ’ το πουλήσω; Πόσα;»

«…………»

«Ε, όχι και κοψοχρονιά, ρε φίλε… Αφού σου λέω το πήρα έξι κατοστάρικα… Ούτε μισή τιμή δεν το παίρνεις… Είναι ολοκαίνουριο! Άσε με να το σκεφτώ φίλε…»

Ο εργένης έκλεισε το τηλέφωνο με σκοτισμένο πρόσωπο και συννεφιασμένο ύφος. Ο κολλητός του φίλος γνώριζε πως ζοριζόταν πολύ οικονομικά τον τελευταίο καιρό και τούτη η πρόταση τον ξάφνιασε. Προσφέρθηκε ν’ αγοράσει το καινούριο πολυμηχάνημα γυμναστικής, αφού γνώριζε πως υπήρχε μεγάλη ανάγκη για ρευστό. Όμως σε πολύ χαμηλή τιμή. Ήταν αυτή κίνηση από φίλο, από αληθινό φίλο σε μια δύσκολη στιγμή; Η Φελίσια κατάφερε να δει το πρόσωπό του λίγο πριν φύγει για τη δουλειά. Ο νεαρός εργένης ήταν ακόμη σκυθρωπός και φαινόταν  προβληματισμένος, όμως αυτό δεν την απασχόλησε καθόλου αφού νωρίτερα είχε κι εκείνος αντιμετωπίσει εξίσου σκληρά την ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος που νοίκιαζε. Δανεικά είναι αυτά…

Ανέβηκε ανενόχλητη στις μοντέρνες ντιζάιν καρέκλες της γυάλινης τραπεζαρίας και έσκυψε μέσα στο μπολ με τα δημητριακά. Το γάλα ήταν λιγοστό, τα δημητριακά είχαν μουσκέψει, ωστόσο κατάφερε με τη μικρή της γλώσσα να γευτεί ελάχιστο φρέσκο γάλα, όσο είχε από- μείνει πια. Αδιαφορώντας για τις πατημασιές της στο  κρύσταλλο του τραπεζιού, βγήκε από το παράθυρο του  νεροχύτη στην πίσω βεράντα του διαμερίσματος έχοντας αφήσει «εγκληματικά ίχνη».

Ο ήλιος που αντίκρισε απότομα ήταν λαμπρός και τα μάτια της έκλεισαν ηδονικά στο φως του. Ένα τζάμι χώριζε τις πίσω βεράντες των γειτονικών διαμερισμάτων. Το διπλανό διαμέρισμα είχε πολλές γλάστρες με λουλούδια, ετούτο εδώ ήταν σκέτο και γυμνό, μια απλώστρα με κάλτσες και μοντέρνα αντρικά εσώρουχα είχε αντί για πρασινάδα.

Η Φελίσια τέντωσε την ουρά της, κύρτωσε το σώμα της, ελίχθηκε κάτω από το διαχωριστικό τζάμι και πέρασε δίπλα, στην περιποιημένη βεράντα με τα ριγέ μαξιλάρια και τις σκαλιστές σιδερένιες καρέκλες. Εκεί θα μπορούσε να πάρει έναν υπνάκο κάτω από τον ζεστό ήλιο. Ξεκούραση.

Θόρυβος από κατσαρόλες. Τι διαβολεμένος θόρυβος ήταν αυτός πρωί-πρωί;

felicia_exofillo1_ΟΛΟ

 Β2

 H Φελίσια τίναξε νευρικά το αριστερό αυτί της και δυσανασχέτησε ρουθουνίζοντας πάνω στα μουστάκια της. Η ζεστασιά της λιακάδας ήταν τόσο απολαυστική που δεν ήθελε να κουνηθεί με τίποτα από το μαλακό μαξιλάρι της καρέκλας, αλλά η παρουσία ανθρώπου, και μάλιστα τόσο θορυβώδη, την αναστάτωσε. Οι άνθρωποι μπορούν να γίνονται πολύ ενοχλητικοί καμιά φορά στις μικρές καθημερινές τους συνήθειες, χωρίς καν να το καταλαβαίνουν, ενώ μια μικρή γάτα είναι τόσο αθόρυβη και διακριτική που σπάνια ενοχλεί με τις κινήσεις της. Βαριεστημένη πήρε την απόφαση και έσκασε σαν σακί στα γήινα πλακάκια της παστρικιάς βεράντας. Προσπάθησε να δει πίσω από το αχνισμένο τζάμι της μπαλκονόπορτας. Μια ψιλόλιγνη κοπέλα, με τα μαύρα μακριά μαλλιά της πιασμένα σε μια νεανική αλογοουρά, ανακάτευε εναλλάξ δυο κατσαρόλες. Φαινόταν βιαστική αλλά όχι νευρική, με το πρόσωπο απόλυτα προσηλωμένο στην ξύλινη κουτάλα. Μμμμ… επιτέλους μια καλή νοικοκυρά! Η Φελίσια στάθηκε αγέρωχη και με θαυμασμό πίσω από το τζάμι, αδιαφορώντας για το αν θα γινόταν αντιληπτή από το κορίτσι. Ένιωθε ξαφνικά ασφάλεια και θαλπωρή. Μακάρι να την έπαιρνε χαμπάρι και να άνοιγε την πόρτα για το καλωσόρισμα. Σίγουρα το φαγητό της θα ήταν νόστιμο, αν και δεν μπορούσε να μυρίσει κάποια γνώριμη λιχουδιά. Ανακατεμένα πράγματα…

Η κοπέλα βάδισε ευκίνητα και χαριτωμένα πάνω στις κλασικές χαμηλοτάκουνες γόβες της και μετέφερε έναν δίσκο με πιάτο, μπολ και φλιτζάνι σε άλλο δωμάτιο. Έφυγε. Εκεί έξω θα την άφηνε, λοιπόν, να γουργουρίζει στον ήλιο νηστική. Η ζεστασιά δεν τρώγεται, το ζεστό φρέσκο φαγητό όμως…

Τα πράγματα, μολονότι φαίνονταν εύκολα, δεν ήταν καθόλου. Δεν υπήρχε τρόπος να μπει μέσα στο σπίτι, αφού η κοπέλα μάλλον έφευγε για την πρωινή δουλειά της. Ωστόσο, σε κάποιον μετέφερε πρωινό ένας τυχερός άντρας ίσως στο σπίτι; Μήπως φορούσε και παντόφλες;

Παντόφλες… Όταν ο Γιώργος θύμωνε μαζί της, πετούσε την παντόφλα του στον απέναντι τοίχο για να τη συνετίσει. Αν κι αυτός ο τυχερός άντρας πετούσε παντόφλες;

Έπρεπε να είναι προσεκτική, λοιπόν, και αρκετά επινοητική για να καταφέρει να μπει σε τούτο το καινούριο σπίτι. Άρχισε να κοιτάζει ψηλά στον τοίχο αναζητώντας μια ελπίδα διόδου, μια τρύπα ικανή να τη χωρέσει. Το παράθυρο του μπάνιου ήταν ανοιχτό! Μπορούσε να το φτάσει σκαρφαλώνοντας στην πήλινη μεγάλη γλάστρα με τη μοβ μπουκαμβίλια. Το σώμα της είχε αρχίσει να βρίσκει μια φόρμα που της ήταν άχρηστη μέσα στο δώμα, αφού δεν υπήρχαν και πολλά για να σκαρφαλώσει πάνω τους και, όταν το προσπαθούσε, έτρωγε παντοφλιά. Αυτή η ευκινησία άρχιζε να της γίνεται συνήθειο και την ξάφνιαζε ευχάριστα. Μπορούσε, λοιπόν, πολλά να κάνει αφού ανήκε στην οικογένεια των αιλουροειδών. Η κουρτίνα του μπάνιου, διπλωμένη γύρω από τα κάγκελα του παραθύρου, ήταν ό,τι έπρεπε για να γλιστρήσει εντελώς μέσα στο σπίτι που φαινόταν σιωπηλό και έρημο. Με πικάντικη διάθεση, ευχήθηκε να δοκιμάσει επιτέλους κάτι πικάντικο για πρωινό. Μόλις πρόλαβε να ξεμυτίσει στον διάδρομο, ακούστηκε το κουδούνισμα του τηλεφώνου και η κοπέλα πέρασε σχεδόν από μπροστά της χωρίς όμως να την προσέξει. Πίσω πάλι στην υγρασία!

«Καλημέρα, καλή μου. Έχουμε κανένα νέο από χτες; Ακουγόταν απελπισμένος…»

«…………»

«Καλά, είναι δυνατόν να μην πήρε ούτε ένα τηλέφωνο; Προσπάθησα τόσες φορές να βρω τον γιατρό και να κανονίσω με τα Επείγοντα για την εισαγωγή. Του είπα ότι η τιμή θα ήταν πολύ καλύτερη και θα γλίτωνε τα χρήματα που ζητούσε δανεικά…»

«…………»

«Είσαι βέβαιη; Καμία κυρία με αυτό το όνομα δεν πέρασε για εξέταση;»

«…………»

«Περίεργο… Λες να με κορόιδεψε; Είναι δυνατόν να έφτασε σ’ αυτό το σημείο, να πει τέτοιο ψέμα για την υγεία της μάνας του;»

«…………»

«Καλά… Σε κλείνω τώρα… Έρχομαι από κει, θα τα πούμε από κοντά… Ευχαριστώ… Τι να πω…»

«Ποιος ήταν, κόρη μου;»

Μια αποφασιστική και αυστηρή φωνή ακούστηκε από το δωμάτιο που βρισκόταν στην άκρη του διαδρόμου.

«Τίποτα, μητέρα, μια συνάδερφος από το νοσοκομείο, της είχα ζητήσει να με ενημερώσει για κάτι».

«Πάλι χάρες και εξυπηρετήσεις έκανες… Αχ, παιδί μου, μυαλό δεν βάζεις. Θα βρεις καμιά μέρα τον μπελά σου εκεί μέσα. Ιδιωτική κλινική είναι, όχι ο Ερυθρός Σταυρός!»

«Έλα, μητέρα, ησύχασε. Αν μπορώ να βοηθήσω κάπου, γιατί να μην το κάνω; Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη, αρρωσταίνουν…»

«Πες μου τι έκανες πάλι».

«Εδώ που τα λέμε, τίποτα. Εχτές το βράδυ, μου τηλεφώνησε ένας παλιός συνάδερφος και προσφέρθηκα να βοηθήσω αφού δουλεύω στην κλινική. Αλλά κάτι περίεργο συνέβη τελικά. Τι λες να έπαθε; Δεν εμφανίστηκε ποτέ στο νοσοκομείο, ενώ ήταν τόσο σοβαρό και επείγον…»

«Τι χαζομάρες με ρωτάς, αφού δεν μου λες όλη την ιστορία;»

«Τι να σου πω… Τηλεφώνησε κλαίγοντας σχεδόν, ζητώντας μου βοήθεια, χρειαζόταν επειγόντως πεντακόσια ευρώ, η μητέρα του είχε εμφανίσει όγκο στο κεφάλι και έπρεπε να κάνει άμεσα μια πολύ ακριβή εξέταση στην κλινική του Φαλήρου, με ικέτευε σχεδόν να του δώσω τα χρήματα και θα μου τα επέστρεφε μόλις μπορούσε…»

«Δεν πιστεύω να έκανες τέτοιο πράγμα! Ξέρεις καλά πως δεν μας περισσεύουν, έχουμε το δάνειο του σπιτιού!»

«Το ξέρω, γι’ αυτό του πρότεινα να κάνει εισαγωγή η μητέρα του στην κλινική που δουλεύω. Είναι πολύ φτηνότερη αυτή η εξέταση εκεί, και θα έπαιρνε και τη δική μου έκπτωση ως εργαζόμενης. Χρήματα δεν μπορούσα να του δώσω, πέτυχα όμως αυτό».

«Κακώς! Εκτίθεσαι…»

«Κακώς ή καλώς, το έκανα. Έψαξα για γιατρό, πέτυχα την έκπτωση, τον ενημέρωσα και τον περίμεναν για την εισαγωγή της καημένης της μητέρας του. Δεν εμφανίστηκε ποτέ. Τι λες να έγινε;»

«Σε κορόιδεψε, χαζή! Να σου φάει λεφτά ήθελε!»

«Κι έφτασε ως εκεί; Αυτός κόντεψε να πεθάνει τη μάνα του. Κλάμα να δεις! Τόσο θέατρο για πεντακόσια ευρώ;»

«Καλά, ειδήσεις δεν ακούς; Δεν βλέπεις εσύ τι γίνεται στον κόσμο; Σε σφάζουν εν ψυχρώ για ένα iPhone 5!»

«Πού ξέρεις εσύ τα iPhone 5;»

«Όλα τα ξέρω εγώ. Εσύ κοίτα να βάλεις μυαλό, προτού σε βάλει στο χέρι κανένας εξυπνάκιας. Άντε, κόρη μου, πήγαινε στην δουλειά σου, μου φαίνεται αργείς…»

«Έφυγα, μητέρα… Καλημέρα!»

Η Φελίσια απεχθανόταν οτιδήποτε είχε σχέση με νερό και υγρασία. Πολλές φορές την είχε πατήσει με την ξαφνική επίθεση που εξαπέλυε το αυτόματο πότισμα στη ζαρντινιέρα όπου ο Γιώργος συνήθιζε να φυτεύει τα κηπευτικά του και μετά γλειφόταν ώρες ολόκληρες για να απομακρύνει τις ενοχλητικές σταγόνες από το τρίχωμά της. Το ντους της μπανιέρας έτρεχε λίγο, σημάδι πρωινής βιασύνης μιας εργαζόμενης κοπέλας, και η Φελίσια φρόντιζε να παραμείνει όσο γινόταν μακρύτερα από το απειλητικό του πεδίο. Παραμόνευε πίσω από την πόρτα μέχρι τη στιγμή που βεβαιώθηκε πια πως ο διάδρομος ήταν κενός από αιφνίδια περάσματα και το υπόλοιπο σπίτι ήσυχο από ομιλίες. Σιωπή… Ώρα για έφοδο στην κουζίνα! Η ηλικιωμένη γυναίκα θα είχε κάποιον σοβαρό λόγο να βρίσκεται στο κρεβάτι και να παίρνει εκεί το πρωινό της. Μήπως ήταν άρρωστη;

Ο Γιώργος δεν έμενε ποτέ πολλή ώρα στο κρεβάτι, ακόμη κι όταν είχε πυρετό. Προς στιγμήν, η Φελίσια μπήκε στον πειρασμό να ξεστρατίσει της ευθείας προς την κουζίνα και να διερευνήσει το μέρος απ’ όπου ακουγόταν πρωτύτερα η φωνή, πιστεύοντας πως θα αντίκριζε μια ανήμπορη γιαγιά. Προς μεγάλη της έκπληξη, είδε μια αφράτη ηλικιωμένη γυναίκα, γύρω στα εβδομήντα, με ροδαλά μάγουλα και κατάλευκα δόντια, ν’ αλλάζει ευδιάθετα, μουρμουρίζοντας σπιρτόζικα σχόλια, τα κανάλια μιας plasma TV απέναντι από το κρεβάτι της. Το δωμάτιο ήταν πεντακάθαρο, με μοντέρνα ακριβή επίπλωση, και η κυρία φορούσε ροζ νυχτικό και λευκή ρόμπα με βολάν. Παρακολουθούσε φασαριόζικες πρωινές εκπομπές και μασούλαγε με όρεξη το πρωινό που της είχε φτιάξει η νεαρή κοπέλα. Δεν φαινόταν καθόλου άρρωστη. Η Φελίσια, τινάζοντας πάλι το δεξί της αυτί, έγειρε το κεφάλι σαν να ήθελε να της πει «Σε παραδέχομαι!». Έστρεψε για λίγο το κεφάλι της για να την αποχαιρετίσει με τσαχπινιά, της μίλησε νοερά στη γλώσσα της, μ’ έναν τρόπο κατανοητό απόλυτα και από τις δύο. Σίγουρα, αν είχε χρόνο, θα χωνόταν ανάμεσα στο πάπλωμα για να χαϊδευτεί κοντά της. Δεν είχε όμως…

Το επόμενο δωμάτιο στο πέρασμα για την κουζίνα ήταν το δωμάτιο της κόρης. Λιτό, καθόλου κοριτσίστικο και, αντί για τηλεόραση, στον χώρο απέναντι από το κρεβάτι υπήρχε ένα απλό γραφείο με υπολογιστή και πολλά σκόρπια χαρτιά με σημειώσεις. Το κρεβάτι ήταν ανακατεμένο και μια πεταμένη μπλε αθλητική φόρμα βρισκόταν πάνω στα μαξιλάρια του ύπνου. Ένας παράταιρος χώρος, ταυτόχρονα γραφικής εργασίας και σωματικής άσκησης. Ήταν αξιοπρόσεκτο ακόμη και από μια γάτα: μάνα και κόρη, δύο εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες, αλλά… κάποια από τις δύο καλοπερνούσε περισσότερο εκεί μέσα. Η Φελίσια σήκωσε το δεξί της πόδι και έτριψε τη μύτης της δυο-τρεις φορές. Έπειτα όρθωσε την ουρά της και εγκατέλειψε το δωμάτιο καμαρωτή.

Η κουζίνα δεν ήταν καθόλου μακριά τελικά, και το φαγητό πολύ εύκολα προσβάσιμο. Δύο κατσαρόλες με ανοιχτά καπάκια πάνω στην κουζίνα και ένα τηγάνι σκεπασμένο με αλουμινόχαρτο. Ήταν ακόμη ζεστά, φρέσκο ευλογημένο φαγητό! Η Φελίσια έχωσε τη ροζ γλώσσα της μέσα στο γάλα με το κουάκερ και μετά δοκίμασε τον φρέσκο πουρέ. Στο τέλος, χρησιμοποιώντας την πατούσα της με τέχνη που θα ζήλευαν στα καλύτερα σαλόνια που παρέθεταν μπουφέ, απομάκρυνε το αλουμινόχαρτο από το τηγάνι και απόλαυσε ένα σουτζουκάκι με υπέροχη σάλτσα. Σίγουρα μπορούσε κάποιος να καλοπεράσει σ’ αυτό το σπίτι! Η νεαρή νοικοκυρά που το συντηρούσε ήταν εργατική και καλοσυνάτη. Η Φελίσια επιτέλους ένιωθε χορτάτη και ζεστή ενώ ετοιμαζόταν να επιστρέψει στη ριγέ πολυθρόνα της βεράντας για τον υπνάκο της στον ήλιο. Τι όμορφη μέρα! Μετά την απελπισία που την κυρίευσε από την εξαφάνιση του αφεντικού της, είχε επιτέλους αρχίσει να νιώθει καλύτερα.

 

 

 

ζυγος

Β3

Mε τα πρώτα πατήματα στα πεντακάθαρα πλακάκια της βεράντας, η Φελίσια ξεθάρρεψε. Ο ήλιος είχε σκαρφαλώσει για τα καλά πάνω από τα σύννεφα, γιατί όχι κι εκείνη; Το πλατύ κάγκελο ήταν ό,τι έπρεπε για να βολευτεί και ν’ απολαύσει τη θέα. Οι μέχρι τώρα περιπέτειές την ενθάρρυναν, δεν ήταν πια βραδυκίνητη και τεμπέλα. Κυνήγησε μια απόλαυση πριν λίγο, διεκδικώντας ένα σουτζουκάκι με σάλτσα… Γιατί όχι και τώρα;

Mια γρήγορη απόφαση ήταν η εγκατάλειψη της ριγέ πολυθρόνας και η αναρρίχηση στο πλατύ κάγκελο. Δίπλωσε με αργές, χαριτωμένες κινήσεις τα δύο μπροστινά της πόδια και έχωσε το παιχνιδιάρικο μούτρο της ανάμεσά τους, κλείνοντας τα μάτια με την ανακούφιση του χορτάτου και του ασφαλούς. Οι ακτίνες του ήλιου γυάλιζαν πάνω στο ελαφρά ανατριχιασμένο της τρίχωμα και η χοντρουλή κοιλιά της παλλόταν στον ρυθμό των γουργουρητών αγαλλίασης.

Οι στιγμές ηρεμίας δεν κράτησαν πολύ, αφού ξαφνικά μια πρωτόγνωρη μουσική αντήχησε από το διπλανό διαμέρισμα, ενοχλητικότερη ακόμη και απ’ αυτά τα χτυπήματα στις κατσαρόλες. Η ένταση ανέβηκε απότομα, ύστερα χαμήλωσε, έπειτα πάλι τα ίδια, ώσπου σώπασε τελείως. Τι έκαναν εκεί δίπλα, τέλος πάντων… Δοκιμές με το ραδιόφωνο; Μαθήματα ακουστικής υπομονής;

Πρώτα ακούστηκε μια αντρική φωνή:

«Είναι ή δεν είναι θεός ο άτιμος; Όλο σουξέ κάνει! Μας έφτιαξε, πρωί-πρωί!»

«Εσύ μια ζωή φτιαγμένος είσαι!» απάντησε μια γυναικεία φωνή.

«Γιατί, κούκλα μου; Χαλιέσαι; Αφού σ’ αρέσει κι εσένα κατά βάθος…»

«Πώς το κατάλαβες αυτό, όμορφε;»

«Σε βλέπω πώς παρακολουθείς τα ρεφρέν!»

«Ναι, βέβαια… Εντυπωσιάζομαι από τον στίχο… Γεμάτος φιλοσοφία και ρομαντισμό…»

«Πλάκα κάνεις! Δεν έχουν τα σκυλάδικα φιλοσοφία; Σκέτος έρωτας!… Καψούρα!»

«Βέβαια… Αλίμονο αν η καψούρα δεν είναι έρωτας… Πώς το λένε εκείνο το σουξέ… Μμμ…»

«Εσύ κοροιδεύεις, αλλά τα αίματα ανάβουν καλύτερα με τα δικά μου κομμάτια, παρά με τις γλυκανάλατες μελωδίες που ακούς. Με πιάνει κατάθλιψη κάθε που μπαίνω σπίτι και ακούω όλη αυτή την “ποιότητα”, με τις ειδήσεις και τις βαθυστόχαστες συζητήσεις των παρουσιαστών».

«Δεν περιμένω από σένα να καταλάβεις και να εκτιμήσεις. Εσύ είσαι οπαδός του Batman και του … »

«Μην τολμήσεις να πεις κουβέντα για τον “θεό”, θα τσακωθούμε πρωινιάτικα!»

«Δεν έχω καμιά διάθεση για καβγάδες, μ’ απασχολεί κάτι σοβαρό και δεν ξέρω πώς να το χειριστώ».

«Για λέγε…»

«Τι να πω, εσύ είσαι σε έκσταση ακόμη από το “σουξέ”…»

«Έλα δω, ζαργάνα μου, κάθισε να φάμε πρωινό και πες μου τι σε τρώει… Έχει κάτι λουκουμάδες από χθες. Μ’ έπιασε τρέλα μέσα στη νύχτα και τηγάνισα μερικούς…»

Λουκουμάδες!!!

Η Φελίσια άνοιξε διάπλατα τα μάτια, τα ρουθούνια της σάλεψαν και τα μουστάκια της κουνήθηκαν σαν ανεμοδείκτες προς τη μεριά των λουκουμάδων. Λίγο μέλι ίσως θα συμπλήρωνε την ευτυχία της, όμως ετούτοι δεν είχαν σκοπό να το διαλύσουν νωρίς, ακούγονταν ορεξάτοι. Δεν είχαν δουλειά;

«Σήμερα, δεν δουλεύουμε, είναι αργία, και λέω να πάω μέχρι τα καταστήματα να δω για κανένα παπούτσι».

«Πάλι παπούτσια; Κατάλαβα… Έχουμε μεγάλη “κρίση”, πολλά προβλήματα… Για πες μου τώρα τι σου συμβαίνει…»

«Ε, να, έχω ένα θέμα που δεν ξέρω πώς να το χειριστώ…»

«Ακούω. Μ’ έσκασες!…»

«Εδώ και τρεις μήνες, δάνεισα το δεύτερο laptop μου, το μικρό netbook, ξέρεις, σε μια φίλη που έμεινε άνεργη. Τη λυπήθηκα και θέλησα να την εξυπηρετήσω για να μπορεί να ψάχνει μ’ αυτό για δουλειά στις ηλεκτρονικές αγγελίες και να το χρησιμοποιεί για δακτυλογραφήσεις, αν κατάφερνε να βρει κανέναν πελάτη».

«Μπράβο, έπραξες άριστα που τη βοήθησες. Είναι απίστευτο πόσος κόσμος μένει ξαφνικά χωρίς δουλειά. Είναι τραγικό, έχουν στεγαστικά δάνεια και στόματα να θρέψουν… Και τους απολύουν χωρίς δεύτερη σκέψη… Τα πράγματα έχουν σκουρύνει πολύ. Ανεργία κι άγιος ο Θεός!…»

«Ναι, αλλά… Της είπα πως αυτόν τον μήνα θα το χρειαστώ. Έχω υπόλοιπο αδείας και με βολεύει να το κουβαλάω μαζί μου όπου πάω. Διαβάζω βιβλία, μπαίνω στο facebook, στέλνω e-mails, κάνω chat…»

«Όπου πας, κουβαλάς το netbook;»

«Βέβαια. Είναι μικρό και βολικό… Της το ζήτησα πίσω, αλλά αρνήθηκε να μου το δώσει. Δεν έχει βρει ακόμη δουλειά και το χρειάζεται, λέει».

«Εεε, άσ’ το τότε. Μια που έκανες το καλό…»

«Τι λες, μωρέ; Θα μου το κρατήσει για πάντα έτσι όπως πάει. Είναι δώρο των κουμπάρων, το ξέχασες;»

«Ε, και; Μια φτωχή άνεργη γυναίκα το χρειάζεται κι εσύ θες να κάνεις chat;»

«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς. Αφού μου ανήκει, είναι δικό μου, δεν της το χάρισα, της το δάνεισα για λίγους μήνες, και πάει να μου το “φάει”. Δεν καταλαβαίνεις;»

«Καταλαβαίνω ότι είσαι σκληρή και κακιά».

«Μάζεψε τα λόγια σου. Δεν περίμενα να καταλάβεις… Περίμενα να μου βρεις έναν τρόπο να της το πάρω πίσω».

«Μα δεν πρέπει να της το πάρεις πίσω. Είναι αμαρτία!»

«Είναι δικό μου! Μου ανήκει! Δεν της το χαρίζω!»

«Δεν μου αρέσει αυτό που βλέπω. Δεν είσαι εσύ η γλυκιά και πονόψυχη γυναίκα που παντρεύτηκα… Είναι που δεν ακούς σκυλάδικα! Τα ξέρω εγώ αυτά τα κόλπα!»

«Δεν υποφέρεσαι! Είσαι ένας επιπόλαιος, ένας λαϊκός Δον Κιχώτης της κακιάς ώρας, ένας μπουζουκόβιος, ένας διαδρομιστής…»

«Μάζεψε τα λόγια σου εσύ τώρα, κυρία της κλασικής παιδείας, γιατί εδώ μέσα όλα εγώ τα έχω αγοράσει. Εσύ με τα πτυχία σου μπήκες στο Δημόσιο, εγώ όμως φέρνω τα λεφτά. Τα παπουτσάκια που θα αγοράσεις από τα μαγαζιά, με την κάρτα μου θα τα πάρεις. Τι σε πειράζει μια φτωχή γυναίκα να πάρει το netbook, θα σου πάρω άλλο!»

«Όχι! Εγώ θέλω αυτό, το δώρο των κουμπάρων μου!»

«Είσαι μια τελείως δήθεν γυναίκα! Μια ξεροκέφαλη σκύλα!»

«Πώς με είπες; Τώρα θα δεις!»

Ο ξαφνικός σαματάς τρομοκράτησε τη Φελίσια και πήδηξε απότομα από το κάγκελο προσπαθώντας να κρυφτεί κάπου. Εκεί μέσα έσπαγαν πιάτα, πετούσαν παντόφλες και χτυπούσαν καρέκλες και πόρτες. Μεγάλος καβγάς! Τι κρίμα… Καλύτερα τα σκυλάδικα απ’ αυτό. Περίμενε να σταματήσουν οι φωνές και τα χτυπήματα για να ορμήξει στο πεδίο μάχης σαν ειρηνευτική αποστολή προς αναζήτηση… λουκουμάδων!

Εύκολα τα κατάφερε αφού το ζευγάρι, φεύγοντας θυμωμένο και μαλωμένο, είχε αφήσει ανοιχτή την μπαλκονόπορτα και το ραδιόφωνο. Κανένας δεν θα την έπαιρνε χαμπάρι.

Οι τραγανοί κεχριμπαρένιοι λουκουμάδες είχαν κυλήσει στο πάτωμα και ήταν γεμάτοι θρύψαλα από σπασμένα πιάτα. Επικίνδυνο να γλείψει λίγο από το μέλι τους, το πιθανότερο ήταν πως είχαν γυαλιά που έκοβαν και δεν ήθελε να το ρισκάρει. Με κατεβασμένο κεφάλι σήμανε υποχώρηση και αποχαιρέτησε το πεδίο μάχης, προσέχοντας να μην πατήσει κανένα σπασμένο πιατάκι-νάρκη. Τα μέλια και οι λουκουμάδες χάθηκαν άδοξα και ήταν κρίμα, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για ετούτη την ασυμφωνία – αιτία πολέμου.

  • Εντυπωσιασμένος
  • Χαρούμενος
  • Απογοητευμένος
  • Θυμωμένος
  • Βαρετό
  • Φοβισμένος

#emo attacks
  • Οπλισμένος σαν αστακός ο Ελληνικός Στρατός από την προσεχή Παρασκευή. Για λίγο βέβαια, δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα
  • Χειροβομβίδες στη Σκουφά ή όταν οι ανακαινίσεις μπορούν να τινάξουν ολόκληρες πολυκατοικίες στον αέρα
  • Κατέρρευσε πολυκατοικία στην Αίγυπτο με αποτέλεσμα τέσσερις άνθρωποι να βρουν τραγικό θάνατο. Οι κατασκευαστές στην ανατολική πλευρά της Μεσογείου είναι οι βαρκάρηδες του Αχέροντα
  • Την Αίγινα ποτέ δε θα τη βρούνε. Γύρισε πίσω το υπερωκεάνιο στον Πειραιά λόγω σοβαρής μηχανικής βλάβης, μόνο 453 επιβάτες ταλαιπωρήθηκαν, το πρόβλημα στις δημόσιες μεταφορές είναι συνολικό και δομικό, δεν είναι μόνο τα τρένα