• emo.gr
  • Τέχνες
  • Το πιθάρι
Το πιθάρι

Λουίτζι Πιραντέλλο

Ήταν καλή για τις ελιές εκείνη η χρονιά. Από τον προηγούμενο χρόνο τα δέντρα ήταν φορτωμένα καρπό, που είχε ωριμάσει, σε πείσμα της ομίχλης που τον είχε ταλαιπωρήσει πάνω στο άνθισμα.

Ο Τζιράφα, που είχε πολλά λιόδεντρα στο κτήμα του, στο Κουότε α Πριμοσόλε, προβλέποντας πως τα πέντε παλιά πήλινα πιθάρια που είχε στην αποθήκη δεν θα έφταναν για να χωρέσουν το λάδι της νέας σοδειάς, είχε παραγγείλει εγκαίρως ένα καινούργιο πιθάρι, πιο μεγάλο, στο Σάντο Στέφανο ντι Καμάστρα, όπου τα κατασκευάζουν. Ένα πιθάρι ψηλό μέχρι το μπόι ανθρώπου, ευρύχωρο και μεγαλοπρεπές, που ήταν καλύτερο από τα υπόλοιπα πέντε.

Δεν χρειάζεται να το πούμε, είχε καυγαδίσει με τον κατασκευαστή γι’ αυτό το πιθάρι. Και με ποιον δεν καυγάδιζε ο δον Λολό Τζιράφα! Για το πιο ασήμαντο πράγμα, ακόμα και για μια παλιόπετρα που είχε πέσει από τον περίβολο, ακόμα και για ένα δεμάτι άχυρα, φώναζε να του σελώσουν το μουλάρι για να τρέξει στην πόλη να κάνει μήνυση. Έτσι, με τα χαρτόσημα και τις αμοιβές των δικηγόρων, ενάγοντας τον ένα και τον άλλο και πληρώνοντας πάντα τα έξοδα, είχε σχεδόν καταστραφεί.

Έλεγαν πως ο δικηγόρος του είχε βαρεθεί να τον βλέπει να εμφανίζεται μπροστά του δυο και τρεις φορές την εβδομάδα και για να τον ξεφορτωθεί, του είχε χαρίσει ένα μικρό βιβλίο που έμοιαζε σαν προσευχητάρι, τον αστικό κώδικα, να σπάζει το κεφάλι του και να βρίσκει μόνος του τα άρθρα του νόμου για τις αγωγές που ήθελε να εγείρει.

Προηγουμένως, όλοι εκείνοι με τους οποίους είχε να κάνει του φώναζαν για να τον κοροϊδέψουν:

– Σέλωσε το μουλάρι!

Τώρα, αντιθέτως, του φώναζαν:

– Κοίταξε τον κώδικα!

Και ο δον Λολό απαντούσε:

– Βεβαίως, και θα σας κατακεραυνώσω όλους, παλιόσκυλα!

Αυτό το καινούργιο πιθάρι, πληρωμένο τέσσερις στρογγυλές ουγκιές, τοποθετήθηκε προσωρινά στο μέρος όπου πατούσαν τα σταφύλια μέχρι να βρεθεί θέση στην αποθήκη. Τέτοιο πιθάρι δεν είχε ξαναγίνει. Λυπόσουν να το βλέπεις μέσα σ’ εκείνο το υπόγειο που μύριζε μούστο κι εκείνη την έντονη, διαπεραστική μυρωδιά που υπάρχει στους ανήλιαγους και κλειστούς χώρους.

Η συγκομιδή της ελιάς είχε αρχίσει πριν από δυο μέρες και ο δον Λολό ήταν στις φούριες του γιατί δεν ήξερε με ποιον να τα πρωτοβάλει, με τους εργάτες που ράβδιζαν τις ελιές ή με τους μουλαράδες που είχαν έρθει με τα μουλάρια φορτωμένα κοπριά, να τη σωριάσουν στην πλαγιά για τη νέα σοδειά. Και βλαστημούσε σαν αράπης και απειλούσε να κεραυνοβολήσει και τούτους κι εκείνους αν έλειπε έστω και μια ελιά, λες και τις είχε μετρήσει προηγουμένως όλες μια μια πάνω στα δέντρα, ή αν δεν ήταν κάθε σωρός κοπριάς του ίδιου μεγέθους με τους προηγούμενους. Με το άσπρο του καπέλο, φορώντας μόνο το πουκάμισο, ξεστήθωτος, με πρόσωπο κατακόκκινο και στάζοντας ολόκληρος ιδρώτα, έτρεχε εδώ κι εκεί στριφογυρνώντας τα λυκίσια μάτια του και τρίβοντας θυμωμένα τα ξυρισμένα μαγουλά του, πάνω στα οποία τα σκληρά γένια του φύτρωναν σχεδόν αμέσως μετά από το ξύρισμα.

Τώρα, στο τέλος της τρίτης μέρας, τρεις από τους χωρικούς που ράβδιζαν τις ελιές, καθώς μπήκαν στο πατητήρι για ν’ αποθέσουν τις σκάλες και τα ραβδιά τους, είδαν κατάπληκτοι το όμορφο καινούργιο πιθάρι σπασμένο στα δυο, σαν κάποιος να ‘χε κόψει την μπροστινή του άκρη.

– Κοιτάξτε! Κοιτάξτε!

– Ποιος να το ‘κανε;

– Οχ. μάνα μου! Και ποιος τον ακούει τώρα τον δον Λολό; Κρίμα, καινούργιο πιθάρι!

Ο πρώτος, πιο φοβισμένος απ’ όλους, πρότεινε να πάνε αμέσως να φύγουν, κρυφά κρυφά, και ν’ αφήσουν έξω, πάνω στον τοίχο, τις σκάλες και τα ραβδιά τους. Μα ο δεύτερος:

– Τρελαθήκατε; Με τον δον Λολό; Είναι ικανός να σκεφτεί πως του το σπάσαμε εμείς. Σταθείτε εδώ όλοι!

Βγήκε μπροστά από το πατητήρι και, κάνοντας τα χέρια του χωνί, φώναξε:

– Δον Λολό! Ε, δον Λολόοο!

Ο δον Λολό ήταν κάτω στην πλαγιά μ’ αυτούς που ξεφόρτωναν την κοπριά. Χειρονομούσε θυμωμένα ως συνήθως, τραβώντας κάθε τόσο με τα δυο του χέρια το άσπρο του καπέλο. Καμιά φορά το τραβούσε τόσο δυνατά, ώστε δεν μπορούσε πια να το ξεκολλήσει απ’ το κεφάλι του. Στον ουρανό έσβηναν κιόλας οι τελευταίες φωτιές του δειλινού και μέσα στη γαλήνη που βασίλευε στην εξοχή. με τους ίσκιους της νύχτας και το γλυκό αεράκι, ξεχώριζαν οι χειρονομίες εκείνου του πάντα θυμωμένου ανθρώπου.

– Δον Λολό! Ε, δον Λολό!

Όταν ο δον Λολό ήρθε πάνω και είδε τη ζημιά, κόντεψε να τρελαθεί. Ρίχτηκε πρώτα πάνω σ’ αυτούς τους τρεις. Άρπαξε έναν απ’ το λαιμό και τον κόλλησε στον τοίχο φωνάζοντας:

– Παναγιά παρθένα, θα μου το πληρώσετε!

Και καθώς οι άλλοι δυο τον άρπαξαν με τη σειρά τους και είδε την όψη τους ν’ αγριεύει, ξέσπασε πάνω του τον παράφορο θυμό του, πέταξε καταγής το καπέλο του, χαστούκισε τα μαγουλά του. χτυπώντας τα πόδια του και φωνάζοντας όπως αυτοί που θρηνούν κάποιον πεθαμένο συγγενή τους:

– To καινούργιο πιθάρι! Τέσσερις ουγκιές! Χωρίς να ‘χει χρησιμοποιηθεί ακόμα!

Ήθελε να μάθει ποιος του το είχε σπάσει. Είναι δυνατόν να είχε σπάσει μόνο του; Κάποιος πρέπει να το είχε σπάσει επίτηδες, από κακία ή από φθόνο! Αλλά πότε; Πώς; Δεν υπήρχαν σημάδια βίας. Να είχε έρθει σπασμένο από το εργαστήριο; Μα τι! Σήμαινε σαν καμπάνα!

Μόλις οι χωρικοί είδαν πως καταλάγιασε ο πρώτος θυμός, άρχισαν να τον συμβουλεύουν να ηρεμήσει. Το πιθάρι μπορούσε να επιδιορθωθεί. Δεν είχε σπάσει ολόκληρο, μονάχα σ’ ένα σημείο. Ένας καλός τεχνίτης θα μπορούσε να το ξανακάνει καινούργιο. Ο πιο κατάλληλος ήταν ο μπαρμπα-Ντίμα Λικάζι, που είχε ανακαλύψει μια θαυματουργή κόλλα, της οποίας έκρυβε ζηλότυπα το μυστικό. Μια κόλλα η οποία όταν κολλούσε κάτι, ούτε σφυρί δεν μπορούσε να το τσακίσει. Εάν ήθελε ο δον Λολό, αύριο, μόλις χάραζε η αυγή, ο μπαρμπα-Ντίμα Λικάζι θα ερχόταν εκεί και, ώσπου να πεις τρία, το πιθάρι καλύτερο κι από πρώτα.

Ο δον Λολό είπε όχι σ’ αυτές τις συμβουλές. Είπε πως ήταν ανώφελο, πως δεν γινόταν τίποτε. Αλλά στο τέλος άφησε να τον πείσουν και την επόμενη μέρα, την αυγή, στην ώρα του, παρουσιάστηκε στο Πριμοσόλε ο μπάρμπα-Ντίμα Λικάζι μ’ ένα καλάθι με τα σύνεργα του στην πλάτη.

Ήταν ένας στραβοκάνης γέρος, σακάτης και ροζιασμένος σαν τον κορμό μιας γέρικης ελιάς. Με το τσιγκέλι του ‘παιρνες μια λέξη απ’ το στόμα. Ο θυμός, η θλίψη φώλιαζαν στο παραμορφωμένο κορμί του. Κι ακόμα κι η δυσπιστία, ότι κανένας δεν θα μπορέσει να καταλάβει και να εκτιμήσει την αξία του ως εφευρέτη, που δεν είχε αναγνωριστεί ακόμα. Ο μπαρμπα-Ντίμα Λικάζι ήθελε να μιλούν τα γεγονότα. Κι έπειτα, έπρεπε να φυλάγεται για να μην του κλέψουν το μυστικό του.

– Δείξε μου αυτή την κόλλα, ήταν το πρώτο πράγμα που του είπε ο δον Λολό, αφού τον κοίταξε αρκετή ώρα με δυσπιστία.

Ο μπαρμπα-Ντίμα αρνήθηκε κουνώντας το κεφάλι του, γεμάτος αξιοπρέπεια.

– Στην πράξη φαίνεται.

– Μα θα φτιαχτεί;

Ο μπαρμπα-Ντίμα άφησε κάτω το καλάθι του. Έβγαλε ένα μεγάλο κόκκινο βαμβακερό μαντήλι, μπαλωμένο και διπλωμένο. Άρχισε να το ξετυλίγει σιγά σιγά, ενώ όλοι τον πρόσεχαν γεμάτοι περιέργεια, κι όταν στο τέλος φάνηκε ένα ζευγάρι γυαλιά σπασμένα και δεμένα με σπάγκο, αυτός αναστέναξε κι οι άλλοι γέλασαν. Ο μπαρμπα-Ντίμα δεν έδωσε σημασία. Έτριψε τα δάχτυλα του πριν πιάσει, τα γυαλιά, τα φόρεσε κι έπειτα βάλθηκε να εξετάζει με μεγάλη σοβαρότητα το πιθάρι που το ‘χαν βγάλει στην αυλή. Είπε:

– Θα φτιαχτεί.

– Την κόλλα, πάντως, μόνο, έθεσε όρο ο Τζιράφα, δεν την εμπιστεύομαι. Θέλω να κάμεις και ραφές.

– Φεύγω, απάντησε χωρίς πολλά πολλά ο μπαρμπα-Ντίμα κι αφού σηκώθηκε, έβαλε πάλι το καλάθι του στη ράχη. Ο δον Λολό τον άρπαξε απ’ το μπράτσο:

– Να πας πού; Αχρείε, έτσι φέρεσαι; Μα για κοιτάξτε λιγάκι ύφος σαν του Καρλομάγνου! Άτιμε βλάκα και κακούργε, πρέπει να βάλω λάδι εγώ εδώ μέσα και το λάδι χύνεται! Τέτοιο σπάσιμο και θα φτιαχτεί μονάχα με την κόλλα;

Θέλω ραφές. Κόλλα και ραφές. Εγώ διατάζω.

Ο μπαρμπα-Ντίμα έκλεισε τα μάτια, έσφιξε τα χείλη και κούνησε το κεφάλι του. Όλοι ίδιοι! Του αρνιόνταν την ευχαρίστηση να κάνει μια δουλειά καθαρή, φτιαγμένη ευσυνείδητα σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης και ν’ αποδείξει την αξία της κόλλας του.

– Αν το πιθάρι, είπε, δεν σημαίνει πάλι σαν καμπάνα…

– Δεν ακούω τίποτα, τον έκοψε ο δον Λολό. Τις ραφές! Πληρώνω κόλλα και ραφές. Πόσα θέλεις;

– Αν με την κόλλα μονάχα…

– Τι αγύριστο κεφάλι! φώναξε ο Τζιράφα. Τι σου λέω; Σου λέω πως θέλω και ραφές. Θα τα πούμε μόλις τελειώσεις τη δουλειά. Δεν έχω καιρό για χάσιμο.

Κι έφυγε για να επιβλέψει τους ανθρώπους του.

Ο μπαρμπα-Ντίμα άρχισε να δουλεύει γεμάτος πείσμα και οργή. Και το πείσμα και η οργή του μεγάλωναν σε κάθε τρύπα που άνοιγε με το τρυπάνι στο πιθάρι και στο σπασμένο κομμάτι για να περάσει το σύρμα της ραφής. Συνόδευε το θόρυβο του τρυπανιού με γρυλίσματα, που σιγά σιγά γίνονταν όλο και πιο δυνατά. Και το πρόσωπο του είχε γίνει πράσινο από τη χολή, και τα μάτια του είχαν θολώσει από την αγανάκτηση. Αφού τέλειωσε αυτή την πρώτη δουλειά, έριξε με λύσσα το τρυπάνι μέσα στο καλάθι. Εφάρμοσε το σπασμένο κομμάτι πάνω στο πιθάρι για να δει αν ταιριάζουν οι τρύπες, έπειτα έκοψε με την τανάλια τόσα κομμάτια σύρμα όσες ήταν και οι ραφές που έπρεπε να κάνει και φώναξε για βοήθεια έναν από τους χωρικούς που ράβδιζαν τις ελιές.

– Κουράγιο, μπαρμπα-Ντίμα! του είπε αυτός βλέποντας το οργισμένο πρόσωπο του.

Ο μπαρμπα-Ντίμα έκανε με το χέρι του μια θυμωμένη χειρονομία. Άνοιξε το τενεκεδένιο κουτί που είχε μέσα την κόλλα και το σήκωσε ψηλά, στον ουρανό, σαν να την πρόσφερε στο Θεό, αφού έβλεπε πως οι άνθρωποι δεν ήθελαν ν’ αναγνωρίσουν την αξία της. Έπειτα άρχισε ν’ αλείφει την κόλλα με το δάχτυλο γύρω από το σπασμένο κομμάτι. Πήρε την τανάλια και το σύρμα και χώθηκε μέσα στην ανοιχτή κοιλιά του πιθαριού, λέγοντας στο χωρικό να εφαρμόσει το κομμάτι στο πιθάρι, όπως είχε κάνει, αυτός προηγουμένως. Πριν αρχίσει να κάνει τις ραφές:

-Τράβα! είπε στο χωρικό από το εσωτερικό του πιθαριού. Τράβα μ’ όλη σου τη δύναμη! Βλέπεις πως δεν ξεκολλάει πια; Κακοχρόνο να ‘χει όποιος δεν το πιστεύει! Χτύπα το, χτύπα το! Σημαίνει, ναι ή όχι, σαν καμπάνα, ακόμα και με μένα εδώ μέσα; Πήγαινε, πήγαινε πες το στο αφεντικό σου!

– Όποιος είναι από πάνω διατάζει, μπαρμπα-Ντίμα, αναστέναξε ο χωρικός, και όποιος είναι από κάτω στενάζει! Κάμε τις ραφές, κάμε τις ραφές.

Και ο μπαρμπα-Ντίμα άρχισε να περνάει το σύρμα ανάμεσα στις τρύπες και με την τανάλια έστριβε τις άκρες. Χρειάστηκε μια ώρα για να τελειώσει. Ο ιδρώτας έτρεχε σαν βρύση μέσα στο πιθάρι. Καθώς δούλευε, γκρίνιαζε για την κακή του τύχη. Και ο χωρικός, απ’ έξω, τον σιγοντάριζε.

– Τώρα βοήθα με να βγω, είπε στο τέλος ο μπαρμπα-Ντίμα.

Αλλά όσο φαρδύ ήταν στην κοιλιά, τόσο στενό ήταν στο λαιμό εκείνο το πιθάρι. Ο μπαρμπα-Ντίμα, μέσα στο θυμό του, δεν το είχε προσέξει. Τώρα προσπαθούσε και ξαναπροσπαθούσε, αλλά δεν έβρισκε τρόπο να βγει από κει μέσα. Κι ο χωρικός, αντί να τον βοηθήσει, είχε ξελιγωθεί στα γέλια. Ήταν φυλακισμένος, φυλακισμένος εκεί, μέσα στο πιθάρι που είχε επισκευάσει ο ίδιος και που τώρα -δεν υπήρχε άλλος τρόπος- έπρεπε να το ξανασπάσει μια και καλή για να βγει.

Με τα γέλια, με τις φωνές, έφτασε ο δον Λολό. Ο μπαρμπα-Ντιμα, μέσα στο πιθάρι, έκανε σαν λυσσασμένος γάτος.

– Βγάλτε με! ούρλιαζε. Χριστέ μου, θέλω να βγω! Αμέσως! Βοήθεια!

Στην αρχή ο δον Λολό έμεινε εμβρόντητος. Δεν μπορούσε να το πιστέψει.

– Μα πώς; Εκεί μέσα; Κλείστηκε εκεί μέσα;

Πλησίασε το πιθάρι και φώναξε στο γέρο:

– Βοήθεια; Και πώς μπορώ να σε βοηθήσω; Γερο-βλάκα, δεν έπρεπε να πάρεις πρώτα τα μέτρα; Έλα, δοκίμασε: έξω το χέρι… έτσι! Και το κεφάλι… έλα… όχι, σιγά!… Κάτω… περίμενε… όχι έτσι! Κάτω, κάτω… Μα πώς τα κατάφερες; Και τώρα, το πιθάρι; Ψυχραιμία! Ψυχραιμία! Ψυχραιμία! βάλθηκε να τους συμβουλεύει όλους γύρω, σαν να έπρεπε να ηρεμήσουν εκείνοι, και όχι αυτός. Μου γυρίζει το κεφάλι! Ψυχραιμία! Αυτό είναι πρωτοφανές… Το μουλάρι!

Χτύπησε με τους κόμπους του χεριού το πιθάρι. Ηχούσε, πράγματι, σαν καμπάνα.

– Ωραία! Σαν καινούργιο… Περίμενε! είπε στον φυλακισμένο. Πήγαινε να μου σελώσεις το μουλάρι! πρόσταξε το χωρικό. Και ξύνοντας το κεφάλι μ’ όλα του τα δάχτυλα, εξακολούθησε να λέει μέσα του: “Για κοίτα τι μου συμβαίνει! Αυτό δεν είναι πιθάρι! Αυτό είναι όργανο του Διαβόλου! Τι κάνεις; Ακίνητος! Στάσου εκεί!”

Κι έτρεξε να στηρίξει το πιθάρι, μέσα στο οποίο ο μπαρμπα-Ντίμα χτυπιόταν σαν παγιδευμένο θηρίο.

– Πρωτοφανής περίπτωση, αγαπητέ μου, που πρέπει να την ξεδιάλυνει ο δικηγόρος! Εγώ δεν ξέρω. Το μουλάρι! Το μουλάρι! Πάω κι έρχομαι, κάμε υπομονή. Για το καλό σου… Στο μεταξύ, σιγά! Ψυχραιμία! Εγώ κοιτάζω το συμφέρον μου. Και για να προστατεύσω το δίκιο μου, πρώτα απ’ όλα κάνω το καθήκον μου. Να, σου πληρώνω τη δουλειά, σου, πληρώνω το μεροκάματο. Πέντε λίρες. Σου φτάνουν;

– Δεν θέλω τίποτα! φώναξε ο μπαρμπα-Ντίμα. Θέλω να βγω!

– Θα βγεις. Μα εγώ, στο μεταξύ, σε πληρώνω. Να, πέντε λίρες.

Τις έβγαλε απ’ το τσεπάκι του γιλέκου και τις έριξε μέσα στο πιθάρι. Έπειτα ρώτησε όλος φροντίδα:

– Έχεις φάει; Κολατσιό, γρήγορα! Δεν το θέλεις; Ρίξ’ το στα σκυλιά! Εμένα μου φτάνει που σου πρόσφερα.

Πρόσταξε να του δώσουν να φάει. Έπειτα ανέβηκε στη σέλα κι έφυγε καλπάζοντας για την πόλη. Όποιος τον έβλεπε θα πίστευε πως πήγαινε να κλειστεί από μονός του στο φρενοκομείο, τόσο πολύ και τόσο παράξενα χειρονομούσε.

Για καλή του τύχη, δεν χρειάστηκε να περιμένει στο γραφείο του δικηγόρου. Χρειάστηκε, όμως, να περιμένει αρκετή ώρα μέχρι ο δικηγόρος να σταματήσει τα γέλια όταν του αφηγήθηκε το περιστατικό.

– Συγγνώμη, πού είναι το αστείο; Η εξοχότητά σου δεν καίγεται! Δικό μου είναι το πιθάρι!

Μα ο δικηγόρος συνέχιζε να γελάει κι ήθελε να του διηγηθεί ξανά πώς έγινε το περιστατικό για να ξεσπάσει σε καινούργια γέλια. Μέσα, ε; Είχε κλειστεί μέσα; Κι αυτός, ο δον Λολό, τι ήθελε; Να… τον… κρα… κρατήσει εκεί μέσα.,. χα χα χα … χο χο χο να τον κρατήσει εκεί μέσα για να μη χάσει το πιθάρι;

– Πρέπει να το χάσω; ρώτησε ο Τζιράφα σφίγγοντας τις γροθιές του. Κερατάς και ζημιωμένος;

– Μα ξέρετε πως λέγεται αυτό; του είπε στο τέλος ο δικηγόρος. Λέγεται παράνομη κατακράτηση.

– Κατακράτηση; Και ποιος τον κατακράτησε; φώναξε ο Τζιράφα. Κατακρατήθηκε μόνος του! Τι φταίω εγώ;

Ο δικηγόρος τότε του εξήγησε πως υπήρχαν δυο περιπτώσεις. Από τη μια εκείνος, ο δον Λολό, έπρεπε να ελευθερώσει αμέσως τον φυλακισμένο για να μην κατηγορηθεί για παράνομη κατακράτηση κι από την άλλη ο μπαρμπα-Ντίμα έπρεπε να λογοδοτήσει για τη ζημιά που προκάλεσε με την αδεξιότητα ή την απερισκεψία του.

– Α! ανάσανε ο Τζιράφα. Πληρώνοντας μου το πιθάρι!

– Σιγά! παρατήρησε ο δικηγόρος. Πρόσεξε, όχι σαν να ‘ταν καινούργιο.

– Και γιατί;

– Γιατί ήταν σπασμένο!

– Σπασμένο; Όχι, κύριε. Τώρα είναι γερό. Καλύτερο κι από καινούργιο, αυτός το είπε! Κι αν το ξανασπάσω τώρα, δεν μπορεί να φτιαχτεί ξανά. Το ‘χασα το πιθάρι, κυρ δικηγόρε!

Ο δικηγόρος τον διαβεβαίωσε πως θα ‘χε να δώσει λόγο, αν τον υποχρέωνε να πληρώσει το πιθάρι σαν να ήταν καινούργιο.

– Καλύτερα, τον συμβούλεψε, άφησε τον πρώτα να το εκτιμήσει ο ίδιος.

– Σας φιλώ το χέρι. είπε ο δον Λολό κι έφυγε τρέχοντας. Όταν γύρισε, προς το βράδυ, βρήκε όλους τους χωριάτες να κάνουν γιορτή γύρω από το κατοικημένο πιθάρι. Στη γιορτή έπαιρνε μέρος κι ο σκύλος, πηδώντας και γαβγίζοντας. Ο μπαρμπα-Ντίμα είχε ηρεμήσει, κι όχι μονάχα αυτό, αλλά είχε αρχίσει να διασκεδάζει κι αυτός με την παράξενη περιπέτεια του και γελούσε με τη μελαγχολική ευθυμία των θλιμμένων.

Ο Τζιράφα τους παραμέρισε όλους κι έσκυψε να κοιτάξει μέσα στο πιθάρι.

– Α! Είσαι καλά εκεί μέσα;

– Πολύ καλά. Στο φρέσκο, απάντησε ο μπαρμπα-Ντίμα. Καλύτερα απ’ το σπίτι μου.

– Χαίρομαι. Ωστόσο σε πληροφορώ πως αυτό το πιθάρι, καινούργιο, μου κόστισε τέσσερις ουγκιές. Πόσο πιστεύεις πως μπορεί ν’ αξίζει τώρα;

– Μ’ εμένα μέσα; ρώτησε ο μπαρμπα-Ντίμα.

Οι χωριάτες γέλασαν.

-Σκασμός! φώναξε ο Τζιράφα. Διάλεξε: ή η κόλλα σου χρησιμεύει σε κάτι, ή δεν χρησιμεύει σε τίποτε. Αν δεν χρησιμεύει σε τίποτε, είσαι απατεώνας. Αν χρησιμεύει σε κάτι, τότε το πιθάρι, έτσι όπως είναι, έχει την τιμή του. Πόσο αξίζει; Πες εσύ.

Ο μπαρμπα-Ντίμα έμεινε για λίγο σκεφτικός, έπειτα είπε:

– Απαντώ. Εάν μ’ είχες αφήσει να το φτιάξω όπως ήθελα, μόνο με την κόλλα, εγώ, πριν απ’ όλα, δεν θα βρισκόμουν εδώ μέσα και το πιθάρι θ’ άξιζε πάνω κάτω τα ίδια όπως και προηγουμένως. Έτσι που φτιάχτηκε, με τις παλιοραφές που μ’ έβαλες να κάνω με το ζόρι από δω μέσα, πόσο ν’ αξίζει;

Περίπου το ένα τρίτο απ’ όσο άξιζε.

– Το ένα τρίτο; ρώτησε ο Τζιράφα. Μια ουγκιά και τριάντα τρεις;

– Λιγότερα ναι, περισσότερα όχι.

– Πάει καλά, είπε ο δον Λολό. Κράτα το λόγο σου και δώσε μου μια ουγκιά και τριάντα τρεις.

– Να πληρώσω εγώ; κάγχασε ο μπαρμπα-Ντίμα. Η αφεντιά σου αστειεύεται! Καλύτερα να βγάλω σκουλήκια εδώ μέσα.

Και βγάζοντας με κάποια δυσκολία την πίπα του απ’ την τσέπη, την άναψε και βάλθηκε να καπνίζει, φυσώντας τον καπνό από το στόμιο του πιθαριού.

Ο δον Λολό βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Αυτή την περίπτωση, να μη θέλει ο μπαρμπα-Ντίμα να βγει απ’ το πιθάρι, ούτε αυτός ούτε ο δικηγόρος την είχαν προβλέψει. Και τώρα πώς λυνόταν το πρόβλημα; Έτοιμος ήταν πάλι να διατάξει: “Το μουλάρι!”, αλλά σκέφτηκε πως είχε ήδη νυχτώσει.

– Α, ναι; είπε. Θέλεις να εγκατασταθείς στο πιθάρι μου; Μάρτυρες όλοι σας! Δεν θέλει να βγει για να μην πληρώσει. Εγώ είμαι πρόθυμος να το σπάσω! Στο μεταξύ, αφού θέλει να μείνει εκεί, αύριο θα τον μηνύσω για παράνομη κατοχή και για παρακώλυση χρήσης του πιθαριού.

Ο μπαρμπα-Ντίμα φύσηξε πρώτα έξω απ’ το πιθάρι ένα σύννεφο καπνού κι έπειτα απάντησε γαλήνια:

– Όχι, κύριε. Δεν θέλω τίποτα εγώ. Μήπως βρίσκομαι εδώ για το κέφι μου; Βγάλε με και φεύγω ευχαρίστως. Να πληρώσω… ούτε γι’ αστείο, εξοχότατε!

Ο δον Λολό, σ’ ένα ξέσπασμα θυμού, σήκωσε το πόδι του για να ρίξει μια κλοτσιά στο πιθάρι, αλλά συγκρατήθηκε. Απεναντίας, το άρπαξε με τα δυο του χέρια και το ταρακούνησε φρενιασμένος.

– Βλέπεις κόλλα; του είπε ο μπαρμπα-Ντίμα.

– Κάθαρμα! βρυχήθηκε τότε ο Τζιράφα. Ποιος έκανε τη ζημιά, εσύ ή εγώ; Και πρέπει να την πληρώσω εγώ; Ψόφησε της πείνας εκεί μέσα! θα δούμε ποιος θα νικήσει!

Κι έφυγε, δίχως να θυμηθεί τις πέντε λίρες που του είχε πετάξει το πρωί μέσα στο πιθάρι. Μ’ αυτές τις λίρες ο μπαρμπα-Ντίμα σκέφτηκε, για αρχή, να το γιορτάσει παρέα με τους χωριάτες, οι οποίοι, έχοντας αργήσει εξαιτίας εκείνου του παράξενου γεγονότος, έμειναν να περάσουν τη νύχτα έξω στο ύπαιθρο, στην αυλή. Κάποιος πήγε να ψωνίσει σε μια ταβέρνα εκεί κοντά. Σαν να το έκανε επίτηδες, ήταν ένα φεγγάρι που νόμιζες πως ήταν μέρα.

Κάποια στιγμή ο δον Λολό, που είχε πάει να κοιμηθεί, ξύπνησε, από ένα διαβολεμένο θόρυβο. Βγήκε στο μπαλκόνι και είδε στην αυλή, κάτω απ’ το φεγγάρι, ένα σωρό διαβόλους: τους μεθυσμένους χωρικούς που, πιασμένοι απ’ το χέρι, χόρευαν γύρω απ’ το πιθάρι. Ο μπαρμπα-Ντίμα, εκεί μέσα, τραγουδούσε μ’ όλη τη δύναμη της φωνής του.

Αυτή τη φορά ο δον Λολό δεν μπόρεσε πια να κρατηθεί. Όρμησε σαν μαινόμενος ταύρος και πριν εκείνοι, προλάβουν να τον σταματήσουν, με μια γερή σπρωξιά έστειλε το πιθάρι να κυλήσει κάτω στην πλαγιά. Κυλώντας, κάτω απ’ τα γέλια των μεθυσμένων, το πιθάρι πήγε κι έσπασε πάνω σε μια ελιά.

Και νίκησε ο μπάρμπα-Ντίμα.

  • Εντυπωσιασμένος
  • Χαρούμενος
  • Απογοητευμένος
  • Θυμωμένος
  • Βαρετό
  • Φοβισμένος

#emo attacks
  • Παραπατώντας (πρώην Παπανώτας) στο Ευρωσυριζοψηφοδέλτιο
  • Παράταση στις φορολογικές δηλώσεις πριν ξεκινήσουν καν: όλα θα κριθούν στα πέναλτι (πρόστιμα)
  • Συμπλήρωνε το μεροκάματο του στο φορτηγό ο άτυχος αστυνομικός. Οι “λαδιάρηδες” μένουν ήσυχοι, δεν κινδυνεύουν από εργατικό ατύχημα
  • Δε φτάνουν τα πρόστιμα που έπεσαν στις εισπρακτικές: χρειάζεται καθημερινή, πιεστική & πειστική επικοινωνία μαζί τους μέχρι την είσπραξη