• emo.gr
  • Slider
  • Το μετέωρο βήμα της Τουρκίας
Το μετέωρο βήμα της Τουρκίας

Η αντίληψη του «Στρατηγικού βάθους» αναφέρεται σε έναν τρόπο υλοποίησης της επιδίωξης να καταστεί η Τουρκία «περιφερειακή δύναμη» με ειδική έμφαση στον μουσουλμανικό θρησκευτικό χαρακτήρα της τουρκικής κοινωνίας, σε προσπάθεια διείσδυσης στην μουσουλμανική – αλλά προπάντων αραβική (με εξαίρεση το Ιράν) Μέση Ανατολή.

Γράφει ο Στέλιος Αλειφαντής*

Η διακυβέρνηση του Ταγίπ Ερντογάν και του κόμματος της «Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» (ΑΚP) συνίσταται σε μια σειρά τομές ή και ρήξεις στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της χώρας. Ο Ταγίπ Ερντογάν εκφράζει και εφαρμόζει μια συνολική πολιτική στρατηγική με ευδιάκριτα ιδεολογικά χαρακτηριστικά που – παρά τις αντιφάσεις της – ευαγγελίζεται έναν βαθύτερο μετασχηματισμό της Τουρκίας ως απάντηση στην μεταψυχροπολεμική κορύφωση της κρίσης του «κεμαλικού» συστήματος διακυβέρνησης.

Στο εσωτερικό της χώρας, ο πολιτικό-ιδεολογικός προσανατολισμός της διακυβέρνησης Ερντογάν είναι όχι μόνο ευδιάκριτος από την «κεμαλική» ιδεολογία αλλά και νικηφόρος σε διαδοχικές πολιτικές και εκλογικές αναμετρήσεις με το «κεμαλικό» κατεστημένο και με το λεγόμενο «βαθύ κράτος».

Στις εξωτερικές σχέσεις, οι επιλογές της νέας διακυβέρνησης είναι επίσης διακριτές από την παραδοσιακή τουρκική διπλωματία, εμφανίζοντας μια ιδιαίτερη ενεργητική παρέμβαση στην Μέση Ανατολή, όπου η «κεμαλική» διπλωματία ακολουθούσε κυρίως μια πολιτική αντιδράσεων στην εκάστοτε συγκυρία. [1] Το σύνολο των επιλογών εξωτερικής πολιτικής φαίνεται να αποτελεί, επίσης, προϊόν μιας συνεκτικής στρατηγικής, της οποίας το ιδεολογικο-πολιτικό πλαίσιο διαθέτει ενδείξεις αναθεώρησης του διεθνούς προσανατολισμού της χώρας. [2] Όπως το έθεσε τον Ιούνιο 1989 ο πρίγκιπας Μωχάμετ αλ-Φεϋζάλ, Σαουδικής Αραβίας και Πρόεδρος της Faisal Finance Institution (F.F.I.), τουρκικής θυγατρικής της Dar al-Mal al Islami: «Η Τουρκία δεν μπορεί να συνεχίζει επί μακρόν να παίζει διπλό ρόλο, πρέπει να αποφασίσει ή να εξελιχθεί σε ηγέτιδα δύναμη του μουσουλμανικού κόσμου ή να συνδεθεί με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα». [3] Ήταν η περίοδος όπου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε αποφανθεί για το πρόωρο της αίτησης ένταξης που είχε υποβάλει ο Τουρκούτ Οζάλ το 1987. [4] Περίπου είκοσι χρόνια μετά το ίδιο «δίλημμα» φαίνεται να διαπερνά την διακυβέρνηση Ταγίπ Ερντογάν, ωστόσο εξακολουθεί να είναι ζητούμενο η ριζοσπαστική αμφισβήτηση του διεθνούς προσανατολισμού της χώρας, τουλάχιστον με την έννοια που της αποδίδει ο K.J. Holsti ως την «γενική στρατηγική του κράτους για την εκπλήρωση τόσο των εσωτερικών όσο και των εξωτερικών του στόχων». [5] Σε κάθε περίπτωση, στο επίκεντρο των τουρκικών εξελίξεων βρίσκεται πάντα το ζήτημα της «εναρμόνισης των εθνικών επιδιώξεων με τον διεθνή προσανατολισμό της χώρας», μια προσέγγιση που αποσκοπεί να αναδείξει την ιδιαιτερότητα της εξωτερικής πολιτικής χωρίς να την απομονώνει από το κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο της. Αυτή η προσέγγιση μας επιτρέπει ειδικότερα να διακρίνουμε ή και να προσδιορίσουμε τις εθνικές προτεραιότητες και την πολιτική βούληση [6] των εκάστοτε κυβερνήσεων, καθώς και την επιρροή των εξωτερικών παραγόντων (δηλαδή, της πολιτικής άλλων κρατών και της διεθνούς συγκυρίας) στην διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής. [7] Όλες αυτές οι παράμετροι εξακολουθούν να είναι ζητούμενα της τουρκικής πολιτικής, δεν παύουν όμως στην τουρκική πολιτική ιστορία της να συνδέονται με την μοναδικό εναλλακτικό του κεμαλισμού πρόγραμμα διακυβέρνησης του Ταγίπ Ερντογάν.

Η επικράτηση του κόμματος της «Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» (ΑΚP) στην τουρκική πολιτική ασφαλώς οφείλει πολλά στον χαρισματικό ηγέτη του, Ταγίπ Ερντογάν, [8] ωστόσο απορρέει από την υπερίσχυση ενός κοινωνικο-πολιτικού ρεύματος που πραγματώθηκε λόγω της κορύφωσης της κρίσης του «κεμαλισμού» στην δεκαετία του ’90.[9] Ο Ιμπραϊμ Καλίν (İbrahim Kalın), Σύμβουλος Διεθνών Σχέσεων του Ταγίπ Ερντογάν και στενός συνεργάτης του σημερινού Υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβoύτογλου, αναγνωρίζει ως δύο βασικές αιτίες της δημοκρατικής οπισθοδρόμησης στην Τουρκία τόσο τον «μικρόψυχο», όπως τον αποκαλεί, τουρκικό εθνικισμό, ο οποίος, στο όνομα της «τεχνητής» εθνικής ομοιογένειας απαρνήθηκε την οθωμανική κληρονομιά στον πλουραλισμό και την ανεκτικότητα, όσο και τις πολιτικές «εθνικής ασφάλειας», οι οποίες δημιούργησαν πολίτες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας και αντιμετώπισαν τον εκδημοκρατισμό ως κρυφό ιμπεριαλιστικό σχέδιο. [10]

Η Κεμαλική επανάσταση στις αρχές του περασμένου αιώνα σ’ αντικατάσταση της καταρρέουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας πρόβαλε και επέβαλε έναν μοντέλο ανάπτυξης βασισμένο στα δυτικά πρότυπα παρά στην οθωμανική κρατική παράδοση, επέλεξε τον αυταρχικό εκσυγχρονισμό ενός κοσμικού κράτους βασισμένο αποκλειστικά στο τουρκικό έθνος απορρίπτοντας τον «ενοποιητικό» μουσουλμανικό χαρακτήρα ενός πολυεθνικού κράτους επιρρεπή σε φυγόκεντρες τάσεις που διευκόλυναν διεθνείς παρεμβάσεις στην οθωμανική αυτοκρατορία.[11]Η πορεία επικράτησης της Κεμαλικής επανάστασης στο εσωτερικό και στις εξωτερικές σχέσεις συνδέθηκε έντονα με την θεώρηση του Ισλάμ ως αναχρονιστικού παράγοντα αποδυνάμωσης της συνοχής του νέου κράτους και πρόκρινε την περιθωριοποίηση του ως ιδιωτική θρησκευτική υπόθεση και όχι ως θρησκευτικό χαρακτηριστικό της κοινωνίας. [12] Η Κεμαλική στρατιωτική και διοικητική γραφειοκρατία στήριξε το μοντέλο ανάπτυξης του κρατισμού (etatism) οδηγώντας στο πολιτικό περιθώριο τα κοινωνικά στρώματα παραδοσιακών οικονομικών δομών και θρησκευτικών αντιλήψεων βασισμένων στα διάφορα μουσουλμανικά ρεύματα (σουνίτες, αλεβίτες, κ.α). [13] Πρόκειται για την τάξη των θρησκευόμενων αγροτών, εμπόρων και βιοτεχνών, που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται στην Ανατολία, κατά τη δεκαετία του ’50, υπήρξε περιθωριοποιημένη και θύμα των ιδεολογικών διακρίσεων της κρατικής παρέμβασης, εφόσον η στρατο-γραφειοκρατία υποστήριζε το «κοσμικό» κεφάλαιο μονοπωλίων και ολιγοπωλίων του TÜSİAD (του Συνδέσμου των – 400 μεγαλύτερων-Τούρκων Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών, ιδρυθέντος το 1923). [14] Τα κοινωνικά αυτά στρώματαέδωσαν την εκλογική νίκη στο «Δημοκρατικό Κόμμα» του Αντάν Μεντερές που ανατράπηκε από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1960. [15] Μέχρι την δεκαετία του ’90, με διαδοχικές στρατιωτικές παρεμβάσεις που κορυφώθηκαν με το πραξικόπημα του Κενάν Εβρέν (1980), ο στρατός θα αναδειχθεί ως θεματοφύλακας μιας κεμαλικής διακυβέρνησης που έρχεται να διαχειριστεί κοινωνικές αντιθέσεις και πιέσεις εξωτερικής πολιτικής σ’ ένα ψυχροπολεμικό περιβάλλον, όπου η γεω-στρατηγική αξία της Τουρκίας θα της προσδώσει κρίσιμα περιθώρια ευελιξίας και προσαρμογών. [16]

Ο Τουτκούτ Οζάλ, αρχικά ως υπουργός οικονομικών του καθεστώτος Εβρέν και αργότερα ως Πρωθυπουργός μετά την επικράτηση του κόμματος της «Μητέρας Πατρίδας» (ANAP) στις εκλογές 1983, προώθησε τον οικονομικό φιλελευθερισμό και άνοιξε την οικονομία σε διεθνείς επενδύσεις. Η οικονομική πολιτική εξαγωγών του Οζάλ βρήκε την ανταπόκριση στον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο των κρατών του Κόλπου και ειδικότερα με εξαγωγές στο Ιράκ, Σαουδική Αραβία και Ιράν, παράλληλα παρατηρήθηκε σημαντική εισροή αραβο-ισλαμικών κεφαλαίων με κύρια προέλευση την Σαουδική Αραβία που εστίασαν το ενδιαφέρον τους στον χρηματο-πιστωτικό τομέα της τουρκικής οικονομίας. [17] Με το πέρασμα της Τουρκίας στην ελεύθερη αγορά και στην ανοιχτή οικονομία πραγματοποιήθηκε μια πραγματική επανάσταση στον επιχειρηματικό κόσμο με τους μικρομεσαίους καπιταλιστές να πολλαπλασιάζονται, να ενσωματώνονται στην εγχώρια αγορά, να ανακαλύπτουν τις ξένες αγορές, να πλουτίζουν και να αναδεικνύονται μέσα στο ολιγαρχικό-κεμαλιστικό σύστημα ως ‘εναλλακτική’ επιχειρηματική ελίτ. [18] Η λειτουργία Ισλαμικών Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων επετράπη, διά νόμου, οι ισλαμικές ομάδες και δίκτυα (tarikat-cemaat), άρχισαν να εδραιώνονται στην κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική ζωή της χώρας, μέσω της εξάπλωσης ισλαμικών εκδόσεων, μη κυβερνητικών οργανώσεων, εταιρειών και τραπεζών, και το ισλαμικό κεφάλαιο της Ανατολίας γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη. [19]

Η ανάδειξη του Ταγίπ Ερντογάν στην πολιτική ηγεσία της Τουρκίας [20] και η επικράτηση του κόμματος της «Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» στις εκλογές του 2002 ανάδειξε όχι μόνο μια νέα πολιτική ελίτ αλλά και την πρόσβαση στην εξουσία μιας νέας μεσαίας τάξης και μικρο-μεσαίων επιχειρήσεων της Ανατόλιας με έντονες παραδοσιακές μουσουλμανικές πεποιθήσεις και αξίες και περιόρισε το εκλογικό προβάδισμα των κεμαλικών κομμάτων μόνο στις παράλιες πόλεις του Αιγαίου και της Μεσογείου. [21] Παράλληλα, η εμπέδωση του κόμματος της «Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» στην διακυβέρνηση της χώρας και κυρίως ως προεξέχουσα δύναμη σε διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις οδήγησαν στην άρθρωση μιας εναλλακτικής προσέγγισης και της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, βασισμένης στην λεγόμενη πολιτική του «Στρατηγικού Βάθους» του καθ. Αχμέτ Νταβούτογλου. [22]Σύμφωνα μ’ αυτήν την προσέγγιση είναι αναγκαία η χειραφέτηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής προκειμένου να ενισχυθεί ένας πολυδιάστατος διεθνής ρόλοςτης Άγκυρας. [23]

Η εξωτερική πολιτική του Ταγίπ Ερντογάν έχει σαφείς αναφορές στην πορεία των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών και στην αναζήτηση διεθνών ερεισμάτων. Η πολιτική αυτή υπόσχεται να δώσει μια απάντηση στα σημαντικά διλήμματα εθνικής στρατηγικής που αντιμετώπισε η Τουρκία μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου. [24] Η αναίρεση της μεταπολεμικής σύγκρουσης Ανατολής-Δύσης με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και τις καθεστωτικές αλλαγές στην Ανατολική Ευρώπη, μείωσαν δραματικά τον στρατηγικό ρόλο της Τουρκίας, τον οποίο η Άγκυρα επιχείρησε να ανανεώσει επιδιώκοντας την αναβάθμιση της σε «περιφερειακή δύναμη» της Δύσης στο γεω-στρατηγικό τρίγωνο Μέση Ανατολή-Καύκασος/Κεντρική Ασία-Βαλκάνια στην δεκαετία του ‘90. Στο πλαίσιο αυτό, η Άγκυρα ανέπτυξε μια σειρά περιφερειακές πρωτοβουλίες (όπως η Συνεργασία για την Μαύρη Θάλασσα, [25] κ.α.) και διμερή ανοίγματα, βασισμένη κυρίως στις ειδικές σχέσεις με ΗΠΑ [26] και Ισραήλ. [27] Η εναρμόνιση της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, την μόνη υπερδύναμη, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και κυρίως οι προσδοκίες που δημιούργησε η επιτυχής ηγεσία της Ουάσιγκτον στον πόλεμο του Συνασπισμού κατά του Ιράκ (1991) για έναν ενισχυμένο περιφερειακό ρόλοτης Άγκυρας σε Μέση Ανατολή [28] αλλά και σε Βαλκάνια και Καύκασο σύντομα έφτασαν στα όρια τους. Η παραμονή του Σαντάμ Χουσεΐν στην εξουσία απέτρεψε προσωρινά έναν διαμελισμό του Ιράκ και την ενδεχόμενη απόσχιση του Ιρακινού Κουρδιστάν στα σύνορα της Τουρκίας. Οι διεθνείς κυρώσεις κατά του Ιράκ οδήγησαν, όμως, στο κλείσιμο του πετρελαιαγωγού Ιράκ-Τουρκίας (Kirkuk–Yumurtalik pipeline) και την αναπτυξιακή προσπάθεια στην Ανατόλια σε στασιμότητα. Στον μετα-σοβιετικό Καύκασο, η εντατική παρέμβαση της Άγκυρας υπέρ του Αζερμπαϊτζάν στην σύγκρουση του με την Αρμενία για το Ναγκόρνο Καραμπάχ έφερε την Τουρκία σε τροχιά σύγκρουσης με την Ρωσία, ενώ πέραν της ρωσικής αντίθεσης, η υιοθέτηση μιας «παν-τουρκικής» ρητορικής στις σχέσεις με τα κράτη της Κεντρικής Ασίας δημιούργησαν δυσφορία και δυσπιστία στις ηγεσίες αυτών των κρατών. [29] Στην νοτιο-ανατολική Ευρώπη, οι εξελίξεις στην Βουλγαρία με την υποχώρηση της εκλογικής επιρροής της μουσουλμανικής μειονότητας (1994) και η Συνθήκη του Ντέϋτον (1995) μείωσαν τα τουρκικά ερείσματα στην περιοχή. [30]

Έτσι, στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 η μείωση του στρατηγικού ρόλου της Τουρκίας δεν έχει αναιρεθεί και σε ορισμένες διαστάσεις η Άγκυρα βρίσκεται στο περιθώριο σημαντικών διεθνών εξελίξεων, όπως η κυοφορούμενη, τότε, Διεύρυνση των Δεκαπέντε της Ευρωπαϊκής Ένωσης [31] και εγκλωβισμένη σε γεωγραφική περιοχή αστάθειας και συγκρούσεων. Η επιδείνωση των σχέσεων με Ελλάδα (Ίμια, 1996), με Συρία (1998), η πίεση στις τουρκικές επιδιώξεις από την ενταξιακή πορεία της Κύπρου, [32] όπως και η πίεση από κούρδους του Β. Ιράκ επιχειρείται να αναιρεθεί με πολιτικο-στρατιωτικά μέσα και επεμβάσεις, χωρίς ωστόσο αυτά να επιλύουν το κομβικό πρόβλημα της ενδυνάμωσης διεθνούς θέσης της. Η ισχυρή υποστήριξη της Ουάσιγκτον στην τουρκική υποψηφιότητα για ένταξη στην ΕΕ [33]και άρση των ελληνικών αντιρρήσεων με την διπλή προώθηση της διαδικασίας επίλυσης του κυπριακού (σχέδια Αννάν) [34] και διασύνδεσης της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας με την εξομάλυνση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων οδήγησαν στην προώθηση των ευρω-τουρκικών σχέσεων (1999) και στο καθεστώς υποψήφιου κράτους (2004). Επρόκειτο για μια απόπειρα «διασύνδεσης» παράλληλων διαδικασιών που τελικά δεν μπόρεσε να επιτευχθεί. Η ανυπαρξία αμοιβαίας αποδεκτής λύσης στο Κυπριακό, που εκφράστηκε στην απόρριψη του Σχεδίου Αννάν ως ετεροβαρούς λύσης υπέρ των τουρκικών θέσεων οδηγεί το Κυπριακό σε νέα φάση, χωρίς η «μη – λύση» να εμποδίσει την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., ένταξη που είχε, ήδη, προγενέστερα συνδεθεί με «συμφωνία – πακέτο» των κοινοτικών εταίρων για την απρόσκοπτη ταυτόχρονη διεύρυνση και των δέκα υποψηφίων κρατών στην Ε.Ε. εφόσον πληρούν τα οικονομικά κριτήρια ένταξης. Από την άλλη πλευρά, οι εντάσεις στο Αιγαίο συνεχίζονται και δεν σημειώνεται ουσιαστική πρόοδος στις διμερείς σχέσεις παρά την προσπάθεια συντήρησης της διαδικασίας ομαλοποίησης και την μη-επιστροφή στην προ του 1999 επιδείνωση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων.[35] Ωστόσο, η πλέον σημαντική εξέλιξη εστιάζεται στην έλλειψη καθοριστικής προόδου στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ε.Ε. Η αδυναμία ουσιαστικών πολιτικών μεταρρυθμίσεων (κυρίως σ’ ότι αφορά τον ρόλο των ενόπλων δυνάμεων, τα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα, κ.α.) στην Τουρκία με ορίζοντα το 2004 ως «έτος ορόσημο» για την αξιολόγηση προόδου των μεταρρυθμίσεων [36] αλλά και οι σοβαρές επιφυλάξεις κρατών μελών (Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Κύπρος, κ.α.) υπονομεύουν την, σύντομη τουλάχιστον, ολοκλήρωση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. [37] Επιπρόσθετη πίεση στην Άγκυρα δημιουργούν τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και η αμερικανική επίθεση στο Αφγανιστάν αλλά κυρίως η επιδείνωση των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων πριν τον 2ο πόλεμο κατά του Ιράκ (2003), που η έκβαση του οδηγεί στην ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν και στην πολιτική χειραφέτηση των κούρδων του Β. Ιράκ ως βασικούς εταίρους των ΗΠΑ στην προσπάθεια πολιτικής σταθεροποίησης του μεταπολεμικού Ιράκ. Στο μεταξύ, το αποτέλεσμα των εκλογών του 2002 έχει αναδείξει το κόμμα «Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» ως κυβερνών κόμμα και Πρωθυπουργό τον Ταγίπ Ερντογάν.

Η κυβέρνηση του Ταγίπ Ερντογάν ανάλαβε σε μια περίοδο εντατικής τουρκικής διπλωματίας με άξονα την επίτευξη καθεστώτος υποψήφιου κράτους-μέλους της Ε.Ε., [38] επιδίωξη που ολοκληρώθηκε επιτυχώς το 2004. [39] Ωστόσο, η προοπτική ολοκλήρωσης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων εξελίσσεται με αργούς ρυθμούς και έχει να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες που εστιάζονται στην ανάγκη καθεστωτικών μεταρρυθμίσεων και αναπροσαρμογών της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας ως προ-απαιτουμένων της ένταξης. [40] Βέβαια, η πορεία εκδημοκρατισμού συνδεόμενη με την προσαρμογή στο κοινοτικό κεκτημένο συνδέεται και με την προσπάθεια του κυβερνώντος κόμματος να υπερισχύσει στους εσωτερικούς πολιτικούς συσχετισμούς.[41] Όμως, μη συνεπή ανταπόκριση της Τουρκίας στις κοινοτικές επιταγές στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική έδωσαν ώθηση στην «εναλλακτική» προσέγγιση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, της λεγόμενης πολιτικής του «Στρατηγικού Βάθους».

Η ουσία αυτής της προσέγγισης βασίζεται στις παραδοσιακές γεωπολιτικές αντιλήψεις αξιοποίησης της γεωγραφικής θέσης της χώρας και, από αυτήν την σκοπιά, η τουρκική εξωτερική πολιτική εμφανίζει στοιχεία συνέχειας βασισμένων σε εσωτερικούς πολιτικούς συσχετισμούς αλλά και αλλαγής που προέρχονται από τα περιθώρια επιλογών που διαθέτει το κυβερνών κόμμα βασισμένα στην μη-άρνηση της μουσουλμανικής θρησκευτικής ταυτότητος της χώρας ως όχημα «ανοίγματος» στον μουσουλμανικό κόσμο. Πρόκειται για την ίδια, κατά βάση, αντίληψη των αρχών της δεκαετίας του ’90, όταν η Τουρκία επιχείρησε να προβάλει την γεωστρατηγική θέση της ανάμεσα στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, τον Καύκασο/Κεντρική Ασία και την Μέση Ανατολή ως καταλύτη για την ανανέωση της στρατηγικής αξίας της στο μεταψυχροπολεμικό διεθνές περιβάλλον και την επίτευξη ρόλου περιφερειακής δύναμης.

Η βασική διαφορά μεταξύ των δυο περιόδων είναι ότι τότε η Τουρκία εμφανιζόταν ως ένα «κράτος-πρότυπο» που συνδύαζε τρείς διαστάσεις: πρώτον, την πρόσδεση του στον δυτικό προσανατολισμό του, δεύτερον, τον κοσμικόκρατικό χαρακτήρα μιας μουσουλμανικής χώρας και τρίτον, τις «τουρκογενείς» εθνοτικές συγγένειες.

Αντίθετα, σύμφωνα με την αντίληψη του «Στρατηγικού Βάθους», η Τουρκία οφείλει να προσεγγίσει τον άμεσο γεωγραφικό της χώρο «χειραφετημένη» από «δυτικές εξαρτήσεις» και να λειτουργήσει ως «γέφυρα» σε διαφορετικούς «γεω-πολιτισμικούς» πόλους, ήτοι της Δύσης, της Μέσης Ανατολής, του Μουσουλμανικού κόσμου και της Κεντρικής Ασίας. Μ’ άλλα λόγια, η Άγκυρα θα πρέπει να διαχωρίσει την θέση της από Δυτικές πολιτικές επιλογές και διπλωματικούς χειρισμούς που δεν εξυπηρετούν την περιφερειακή πολιτική, η οποία συνιστά βασικό χαρακτηριστικό στην προσέγγιση του «Στρατηγικού Βάθους». [42] Η αυτοδύναμη ικανότητα της Άγκυρας να δημιουργεί σταθερά περιφερειακά ερείσματα προσδίνει στην Τουρκία το απαιτούμενο «στρατηγικό βάθος» προκειμένου να ενισχύσει την διαπραγματευτική θέση της έναντι, κυρίως, των δυτικών συμμάχων της και να ενισχύσει την διεθνή θέση της σ’ ένα ρευστό και μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα.

Η ενεργοποίηση της τουρκικής διπλωματίας στην Μέση Ανατολή, για παράδειγμα, σημαίνει την διατήρηση αποστάσεων από τις αμερικανικές επιλογές στην περιοχή και αναθεώρηση ή και ακύρωση της λεγόμενης «ειδικής σχέσης» Τουρκίας-Ισραήλ. [43] Το 2006 η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας έσπευσε να προσκαλέσει στην Άγκυρα τον ηγέτη της Χαμάς, Χαλέντ Μασάλ, για συνομιλίες δείχνοντας ότι, αντίθετα με δυτικά κράτη, αναγνωρίζει τα αποτελέσματα των παλαιστινιακών εκλογών και εξηγώντας στους δυτικούς επικριτές ότι διατηρώντας σχέσεις με την Χαμάς, η ίδια μπορεί να λειτουργήσει ως «γέφυρα» διαλόγου της Δύσης για την αναγνώριση του Ισραήλ. [44] Στην πρόσφατη κρίση της Γάζας (Δεκέμβριος 2008) ο Τ. Ερντογάν εμφανίστηκε ως ένας από τους πλέον ισχυρούς επικριτές των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Ισραήλ, ενώ λίγα χρόνια νωρίτερα αξιοποιώντας το άνοιγμα του προς την Συρία [45] προσφέρει τις καλές υπηρεσίες της Τουρκίας για την έναρξη συνομιλιών Ισραήλ-Συρίας στην Κωνσταντινούπολη. [46] Η Άγκυρα υπήρξε επίσης επικριτική κατά των αμερικανικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Φελούτζα του Ιράκ (2004) που την χαρακτήρισε «γενοκτονία», ενώ επεδίωξε και επέτυχε να διασφαλίσει την προεδρία στον Οργανισμό Ισλαμικής Διάσκεψης.

Η επιδίωξη μιας «αποστασιοποίησης» της Άγκυρας από δυτικές τοποθετήσεις έχει συμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν, όπως και η προσπάθεια ανάπτυξης σχέσεων με κράτη της περιοχής. [47] Η προσέγγιση του «Στρατηγικού βάθους» αποσκοπεί, όμως, να δημιουργήσει μονιμότερα ερείσματα της Τουρκίας στις περιφερειακές σχέσεις της, θεωρώντας την γεωγραφική θέση της ένα σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα. Η κριτική κατά της «δυτικής περιχαράκωσης» της χώρας ως πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής συνοδεύεται εξίσου με την απόρριψη και της «περιχαράκωσης» που προέρχεται από «φοβικά σύνδρομα ασφάλειας» με επίκεντρο τις αποσχιστικές τάσεις που εστιάζονται στο κουρδικό πρόβλημα αλλά διαπνέονται από τις ιστορικές μνήμες του συντηρητικού «κεμαλικού»κατεστημένου διαμελισμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας και απόπειρα αποικιοποίησης των εδαφών της στις αρχές του 20ου από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Το σύνολο της τουρκικής πολιτικής ελίτ συμμερίζεται το κουρδικό πρόβλημα ως κρίσιμο ζήτημα ασφάλειας. Η πολιτική του κυβερνώντος κόμματος συμπλέει με το «κεμαλικό» κατεστημένο σ’ ότι αφορά τόσο την ανάγκη συντονισμού με Δαμασκό, Τεχεράνη και κυρίως Βαγδάτη για την αποτροπή δημιουργίας κουρδικού κράτους στο Β. Ιράκ, όσο και την αναγκαιότητα τουρκικών στρατιωτικών επιχειρήσεων εκεί, ένα ζήτημα που έχει προκαλέσει συνεχείς τριβές με την Ουάσιγκτον, η οποία διατηρεί σημαντικά ερείσματα στους κούρδους του Β. Ιράκ για την εμπέδωση της μεταπολεμικής σταθερότητας στην χώρα αυτή. Ωστόσο, στην εσωτερική πολιτική σκηνή ο Τ. Ερντογάν έχει ακολουθήσει μια προσεκτική πολιτική υπέρ των μειονοτικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων, διευρύνοντας την εκλογική επιρροή του κόμματος του στην κουρδική νοτιο-ανατολική Τουρκία. [48]

Στην αντίληψη της ανάσχεσης απειλών και κινδύνων ασφάλειας και της θεωρούμενης εξ αιτίας τους «περιχαράκωσης», η προσέγγιση του «Στρατηγικού βάθους» αντιτείνει την αυτοπεποίθηση μιας ήδη ισχυρής στρατιωτικά Τουρκίας σε σύγκριση κυρίως με το στρατιωτικό δυναμικό των γειτονικών κρατών και την έμφαση στην “zero–problem policy” με τις γειτονικές χώρες πολιτική. [49] Αλλά και στο πλαίσιο των νέων προτεραιοτήτων της, η διπλωματική ενεργοποίηση για αναθέρμανση και προσέγγιση με τα γειτονικά κράτη, ως βασική παράμετρο της προσέγγισης του «Στρατηγικού βάθους», συνιστά επίσης μια «περιχαράκωση» της Τουρκίας στις περιφερειακές σχέσεις, τις οποίες η Άγκυρα θεωρεί ότι μπορεί να τις διαχειριστεί με τρόπο που να αναβαθμίζει ευρύτερα την διεθνή θέση της. [50]Όμως η Τουρκία δεν παύει να βρίσκεται σε γεωγραφική θέση που περιβάλλεται από αστάθεια και συγκρούσεις, οι οποίες συνιστούν κορυφαίες διεθνείς διενέξεις (αραβο-ισραηλινές σχέσεις, παλαιστινιακό, μεταπολεμικό Ιράκ, σχέσεις ΗΠΑ-Ιράν, κ.α.). Το όριο της “zero–problem policy” με τις γειτονικές χώρες πολιτικής βρίσκεται αφ’ ενός στην ομαλοποίηση των διμερών σχέσεων αλλά αφ’ ετέρου αφορά την εκδήλωση μιας πολιτικής «επιτήδειου ουδέτερου» σ’ ότι έχει να κάνει με τους πόλους των συγκρούσεων και αυτό, κυρίως, επιτυγχάνεται με την «αποστασιοποίηση» από τις επιλογές των ΗΠΑ και του Ισραήλ που δεν συμβαδίζουν με τις διπλωματικές επιδιώξεις της Άγκυρας. Η εκπλήρωση ενός ρόλου «διαμεσολαβητή» συναρτάται από την βούληση των εμπλεκομένων μερών για προσέγγιση και την αδυναμία τους να την επιτύχουν με απευθείας επαφές. Σε κορυφαίες διεθνείς διενέξεις, όπως το μεσανατολικό, η τουρκική διαμεσολάβηση εμφανίζεται να έχει οριακή πρακτική χρησιμότητα. Στο πλαίσιο αυτό, η περιφερειακή «περιχαράκωση» της Τουρκίας έχει περισσότερο σημασία όχι για τον ενδεχόμενο διαμεσολαβητικό ρόλο της αλλά κυρίως για την διαπραγμάτευση της ίδιας της θέσης ως προς την τουρκική συναίνεση σε δυτικές, και ειδικότερα αμερικανικές, επιλογές στην διαχείριση των περιφερειακών διενέξεων. [51] Η ενίσχυση των περιφερειακών δεσμών της Τουρκίας, από την μια πλευρά, την καθιστά ταυτόχρονα έναν «εκπρόσωπο» των ενδιαφερόντων των κρατών της περιοχής, με την προϋπόθεση ότι έχει ενισχυθεί μεταξύ τους μια κοινή πολιτική βάση θεμελιωμένη στην εμπιστοσύνη και, πρωτίστως, σε κοινά συμφέροντα έναντι τρίτων. Παράλληλα, από την άλλη πλευρά, καθιστά την συναίνεση της Άγκυρας αναγκαίο παράγοντα για την δυτική διαχείριση των προβλημάτων της περιοχής. Πρόκειται για ένα μετέωρο βήμα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής με πολλές απρόβλεπτες παραμέτρους και μια μόνο, υψηλού ρίσκου, σταθερά: την μη-δεδομένη για την Δύση τοποθέτηση της Άγκυρας στις περιφερειακές εξελίξεις.

Η προοπτική επιτυχούς ανάδειξης του περιφερειακού ρόλου της Τουρκίας βασίζεται σε δύο κρίσιμες εξωτερικές προϋποθέσεις:

πρώτον, ότι οι διεθνείς εξελίξεις θα συντείνουν προς μια ρευστότητα των διεθνών ισορροπιών και σ’ ένα πολυκεντρικό διεθνές ζήτημα στο οποίο οι περιφερειακές δυνάμεις θα αποκτήσουν ειδικό βάρος στις εξελίξεις [52], και δεύτερον, ο ρόλος της Τουρκίας θα καταστεί απαραίτητος στην προώθηση των δυτικών επιδιώξεων του διεθνούς παράγοντα στην περιοχή, είτε λόγω της στρατιωτικής ισχύος του και της εντατικής ενεργοποίησης του στις υποθέσεις της περιοχής, είτε επειδή τυχόν τουρκική εσωτερική αστάθεια θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην περιοχή.

Η αντίληψη του «Στρατηγικού βάθους» αναφέρεται σε έναν τρόπο υλοποίησης της επιδίωξης να καταστεί η Τουρκία «περιφερειακή δύναμη» με ειδική έμφαση στον μουσουλμανικό θρησκευτικό χαρακτήρα της τουρκικής κοινωνίας, σε προσπάθεια διείσδυσης στην μουσουλμανική – αλλά προπάντων αραβική (με εξαίρεση το Ιράν) Μέση Ανατολή. Αν και το «όχημα» του «μουσουλμανισμού» δεν φαίνεται να επαρκεί σε μια πολιτικά κατακερματισμένη σε πλήθος αντιθέσεων και αντιφάσεων Μέση Ανατολή, όπως το ίδιο ισχύει και για την περιοχή του Καυκάσου/ Κεντρικής Ασίας, [53] η προβολή «γεω-πολιτισμικών» συγκλίσεων (ισλαμικού ή τουρκογενούς χαρακτήρα) ήταν και παραμένει ένας τρόπος «ανοίγματος» ή και αλληλεγγύης για την τουρκική εξωτερική πολιτική. Στην πραγματικότητα, το κεντρικό ζητούμενο συνίσταται στο εάν η προσέγγιση του «Στρατηγικού βάθους» δημιουργεί μονιμότερη σύγκλιση συμφερόντων με τα κράτη τα οποία απευθύνεται έχοντας ως υπόβαθρο οικονομικές αλληλοεξαρτήσεις [54] ή επενδύει περισσότερο στην ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της έναντι δυτικών συμφερόντων.

Από τη άποψη αυτή, κεντρικό στοιχείο στην θεώρηση του «Στρατηγικού βάθους» είναι η διαμόρφωση μιας διεθνούς θέσης της Τουρκίας με χαρακτηριστικά “pivotal state”, ενός κράτους ικανού να διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στην περιοχή του. [55] Η έννοια του “pivotal state” κυρίως εστιάζεται στην σημασία που το ίδιο μπορεί να διαδραματίσει ως οικονομικός παράγοντας στην περιοχή και συγκροτείται γύρω από την αντίληψη της «ήπιας δύναμης» (“soft power”). [56]Το περιφερειακό «άνοιγμα» που επιχειρεί η Τουρκία επενδύει στην ασύμμετρη ανάπτυξη της περιοχής και στα συγκριτικά πλεονεκτήματα που προσφέρει ο αναπτυξιακός δυναμισμός και το μέγεθος της τουρκικής οικονομίας[57]Παράλληλα, όμως η τουρκική στρατιωτική ισχύς την καθιστά υποψήφια για τον ρόλο της «περιφερειακής δύναμης», με την κλασική διεθνολογική έννοια του όρου, [58] είτε αυτή χρησιμοποιείται για στρατιωτικές επεμβάσεις και πολιτικο-στρατιωτικές πιέσεις [59] είτε για ειρηνευτικές επιχειρήσεις.

Ωστόσο, η ανάδειξη σε περιφερειακή δύναμη ενός κράτους απαιτεί την ανοχή ή ενθάρρυνση της μεγάλης δύναμης που έχει ενδιαφέρον για την περιοχή, κάτι το οποίο προϋποθέτει την εξυπηρέτηση των περιφερειακών αναγκών της δύναμης αυτής. Το ζήτημα αυτό δεν έχει απλώς ως υπόβαθρο την θεμελιώδη επιδίωξη κάθε εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή την «εναρμόνιση των εθνικών επιδιώξεων με τον διεθνή προσανατολισμό της χώρας» [60] αλλά επιπρόσθετα συνιστά μια ατέρμονη διεκδίκηση του αυτοτελούς ρόλου της περιφερειακής δύναμης που εκφράζεται με μια συνεχή διαπραγμάτευση με τις επιλογές του διεθνούς παράγοντα στις υποθέσεις της περιοχής. Τα όρια αυτής της διαπραγμάτευσης έγιναν αισθητά στις αμερικανο-τουρκικές τριβές λόγω της πρόθεσης της Άγκυρας να επέμβει στρατιωτικά στο Β. Ιράκ τον Οκτώβριο 2007, όπως και σ’ άλλες περιπτώσεις. [61]

Η προσέγγιση του «Στρατηγικού βάθους» έχει αναθερμάνει τις διμερείς σχέσεις της Τουρκίας σ’ ευαίσθητους γεωπολιτικούς χώρους συμπεριλαμβανομένης και της γειτονικής Ρωσίας. [62] Παρά την «αποστασιοποίηση» από διάφορες επιλογές των ΗΠΑ και του Ισραήλ ή τις δυσχέρειες της ενταξιακής πορείας στην Ε..Ε., ο δυτικός προσανατολισμός της χώρας δεν έχει ουσιαστικά αμφισβητηθεί και, στο βαθμό που δεν έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με κομβικές αμερικανικές επιλογές, η Άγκυρα διατηρεί μια ενισχυμένη ευελιξία στις περιφερειακές σχέσεις της. Ειδικότερα, μάλιστα, σ’ ότι αφορά τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας, και παρά την σημαντική έλλειψη προόδου στην ενταξιακή πορεία της, η διαδικασία δεν έχει αναιρεθεί. Ας σημειωθεί ότι ακριβώς χάρη στην ενταξιακή διαδικασία η κυβέρνηση Ερντογάν μπόρεσε να επιτύχει πολιτικά πλεονεκτήματα έναντι του «κεμαλικού» συντηρητισμού προς όφελος των μέτρων εκδημοκρατισμού. Αναφορικά με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, η κυβερνώσα τουρκική πολιτική ελίτ ακολουθεί μια πολιτική αντιδράσεων στην εκάστοτε συγκυρία με βάση τις στρατηγικές στοχεύσεις της στην εσωτερική πολιτική. Ωστόσο, ακριβώς στο πλαίσιο των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός φαίνεται να αποκτά στρατηγικό χαρακτήρα στις επιλογές της διακυβέρνησης Ερντογάν. Οι πολιτικές πραγματικότητες έδειξαν ότι τα οφέλη του ευρωπαϊκού προσανατολισμού έχουν ήδη εκδηλωθεί: πρώτον, στις ισχυρές οικονομικές επιδόσεις, δεύτερον, στα σημαντικά βήματα εκδημοκρατισμού και τρίτον, σε μια εξωτερική πολιτική που βασίζεται στην λεγόμενη «ήπια δύναμη» (“soft power”). Αυτά τα τρία στοιχεία είναι σαφώς αλληλένδετα και τείνουν να δημιουργήσουν μια συνεκτική στρατηγική, η οποία θα είναι πολύ δύσκολο να διατηρηθεί εκτός αυτού του προσανατολισμού.[63] Παράλληλα, όμως, ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως ένα ζητούμενο που προσδίδει διεθνή υποστήριξη και που τακτικά συμπλέει με την μεταρρυθμιστική στρατηγική Ερντογάν, ενώ μακροπρόθεσμα απομένει να κριθεί εάν θα συνδέεται με «την εκπλήρωση τόσο των εσωτερικών όσο και των εξωτερικών στόχων» του τουρκικού κράτους. Ο Γιασάρ Γιακίς, Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Τουρκικού Κοινοβουλίου και πρώην υπουργός Εξωτερικών, διευκρίνισε το ρόλο που τώρα παίζει η Ε.Ε. στην στρατηγική σκέψη της Άγκυρας, τονίζοντας ότι η προσχώρηση στην Ε.Ε. θεωρείται σήμερα ένα απλό εργαλείο για την εμπέδωση των μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό, καταλήγοντας ότι, εάν η Τουρκία είναι σε θέση να πραγματοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις, τότε η ένταξη στην Ε.Ε. θα γίνει «δευτερεύων» ζήτημα. Ανάλογες νύξεις έκανε και ο Πρόεδρος ΑμπντουλάχΓκιουλ στην Νορβηγία, η οποία απέρριψε την ένταξη της το 1972 και 1994. Ο Γκιούλ, ο Γιακίς και αρκετοί άλλοι φαίνεται να αντιλαμβάνονται πλέον την προσχώρηση ως λιγότερο σημαντική από τον ίδιο τον μετασχηματισμό της Τουρκίας κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ώριμη για προσχώρηση. Όταν αυτή η ώρα φτάσει, τότε ίσως η Τουρκία θα μπορούσε ακόμη και να απορρίψει την προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση όπως ακριβώς έκανε η Νορβηγία το 1972 και 1994. [64] Σ’ αυτήν την πολιτική συλλογιστική, το ζητούμενο δεν είναι αυτή η ίδια η προσχώρηση της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά ο μετασχηματισμός της Τουρκίας που αντιπροσωπεύει.[65] Για την διακυβέρνηση Ερντογάν, αυτός ο μετασχηματισμός είναι επιθυμητός, υλοποιείται με την μορφή και τον ρυθμό που συνάδει στην τουρκική πραγματικότητα και τελικά είναι δυνατόν να εκφράσει έναν ευρωπαϊκό προσανατολισμό μ’ ένα «εναλλακτικό» πλαίσιο σχέσεων Τουρκίας-Ευρωπαϊκής Ένωσης που να ικανοποιεί ό,τι η ενταξιακή πορεία κάποτε υπηρετούσε. [66]

Στο επίκεντρο των αντιλήψεων της προσέγγισης του «Στρατηγικού Βάθους» αναδεικνύεται η ανάγκη της «αποκατάστασης» των σχέσεων της Τουρκίας με τον ιστορικό περίγυρο της – σχέσεις που διέκοψε η παρακμή της οθωμανικής ηγεμονίας και η άνοδος του τουρκικού εθνικισμού δημιουργώντας, με τα λόγια του Αχμετ Νταβούτογλου, την κεμαλική θεώρηση «μιας Τουρκίας που περιβάλλεται από τρείς θάλασσες και τέσσερεις εχθρούς». [67] Η επιδίωξη της «αποκατάστασης» ενός περιφερειακού ρόλου εξακολουθεί να εντάσσεται σε μια διαδικασία αναζήτησης μιας διεθνούς θέσης που πιέζεται από τις διαδικασίες παγκοσμιοποίησης, της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και των περιφερειακών συγκρούσεων, αλλά βρίσκεται σε πλήρη συνάφεια με τις εξελίξεις στο εσωτερικό πολιτικό πλαίσιο. Όπως το έθεσε ο Αχμέτ Νταβούτογλου:

«όταν μιλάμε για την εξωτερική πολιτική, συνήθως μπορεί να υποπέσουμε σε δύο μεθοδολογικά λάθη: Το πρώτο είναι ότι μπορεί – εάν επικεντρωθούμε μόνο στην εξωτερική πολιτική, αγνοώντας άλλα στοιχεία όπως η εσωτερική πολιτική, η οικονομία, οι πολιτιστικές εξελίξεις – να μην κατανοήσουμε τι συμβαίνει στην εξωτερική πολιτική. Επομένως, δεν μπορείτε να απομονώσετε την εξωτερική πολιτική από το γενικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτό αφορά το περιεχόμενο της εξωτερικής πολιτικής. Δεύτερον, αφορά την ουσία και τον χρονικό ορίζοντα – αν απλά επικεντρωθείτε σε ένα μόνο έτος, ένα περιστατικό, ένα μήνα, ή ακόμα και μια δεκαετία και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τον μετασχηματισμό ενός παραδείγματος (“paradigm”) εξωτερικής πολιτικής, μπορείτε να κάνετε το άλλο λάθος. … Αυτό που βλέπω σήμερα είναι ότι έχουμε μια αποκατάσταση. Αυτή η έννοια είναι σημαντική. Αποκατάσταση, όχι μια αλλαγή παραδείγματος. Όχι μια επανάσταση, αλλά μια αποκατάσταση της τουρκικής κοινωνίας, οικονομίας, πολιτικής και εξωτερικής πολιτικής. … Είναι αναγκαίο να έχουμε μια αποκατάσταση στο εσωτερικό, περιφερειακό και παγκόσμιο περιβάλλον … Χωρίς οικονομική αποκατάσταση, πολιτική αποκατάσταση δεν μπορεί να επιτευχθεί. Αυτές οι δύο αποκαταστάσεις είναι οι δύο πυλώνες μιας στρατηγικής αποκατάστασης. Η στρατηγική αποκατάσταση είναι ο δικός μας προσανατολισμός εξωτερικής πολιτικής».[68]  

Η μετατροπή της δύσκολης γεωπολιτικής θέσης σε γεωστρατηγικό και γεω-οικονομικό πλεονέκτημα φαίνεται να είναι η ουσία της επαγγελίας αλλά και της πρακτικής της προσέγγισης του «Στρατηγικού βάθους». Ωστόσο, η προοπτικήαυτής της προσέγγισης δεν θα κριθεί από τα αποτελέσματα που τυχόν έχει στην εξωτερική πολιτική, αλλά από την συνεισφορά της στην μεταβολή των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών της Τουρκίας από τις οποίες απορρέει με σκοπό την σύνθεση μιας νέας κυρίαρχης πολιτικής ελίτ και τον μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος της χώρας.

* Ο Δρ. Στέλιος Αλειφαντής είναι συγγραφέας πέντε βιβλίων και 70 δημοσιεύσεων, ενώ έχει συμμετάσχει σε αρκετές συλλογικές ακαδημαϊκές εκδόσεις. Το συγγραφικό έργο του καλύπτει ζητήματα που αφορούν την Διεθνή Πολιτική, την Περιφερειακή ασφάλεια, την Ελληνική Εξωτερική Πολιτική & Άμυνα, την Μελέτη Περιοχών (Area Studies), καθώς και την Διαχείριση Κρίσεων και την Επίλυση Συγκρούσεων.

Από το 1989 μέχρι σήμερα έχει διδάξει μαθήματα Διεθνών Σχέσεων και Διαχείριση Κρίσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο ως Λέκτορας και Επίκουρος Καθηγητής, ενώ στο Αιγαίο Πανεπιστήμιο ως Επίκουρος Καθηγητής και Πανεπιστήμιο Πειραιά ως Αναπληρωτής Καθηγητής (Π.Δ. 407/80).

Υποσημειώσεις


 

 

[1] Ömer Taspinar, «Turkey’s Middle East Policies: Between Neo-Ottomanism and Kemalism», Carnegie Papers, no 10, September 2008

[2] Ziya Öniş-Şuhnaz Yılmaz, “Between Europeanization and Euro-Asianism: Foreign Policy Activism in Turkey during the AKP Era”, Turkish Studies, Spring 2009

[3] Απόσπασμα από το: Ι. Μάζης, Μυστικά Ισλαμικά Τάγματα και Πολιτικο-οικονομικό Ισλάμ στην Σύγχρονη Τουρκία, Αθήνα 2000.

[4] Harun Arikan, Turkey and the EU: Αn awkward candidate for EU membership? , Ashgate Publishing, 2006

[5]   K.J. Holsti, International Politics: A Framework for Analysis, London, 1983

[6] Το περιεχόμενο της πολιτικής βούλησης ούτε συνίσταται, ούτε εξαντλείται στον διακηρυκτικό χαρακτήρα του. Το περιεχόμενο της συνίσταται πρώτα και κύρια στην πρακτική εφαρμογή των επιλογών της, χωρίς τις οποίες δεν υφίσταται παρά τις διακηρύξεις. Η έκφραση πολιτικής βούλησης είναι σημαντική πολιτική πράξη (με διάφορες στοχεύσεις: εσωτερική συνοχή, αποτροπή, τακτική, κλπ) αλλά η αξιοπιστία της ελέγχεται από τα μέτρα υλοποίησης της.

[7] S. Zambouras, Continuity and Change in Postwar Greek Foreign Policy: The Karamanlis’ Strategy of Modernisation, 1956-1963, PhD Dissertation, University of Sheffield, 1993, p.29, 231

[8] Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει ήδη θέσει την ηγετική φυσιογνωμία του στην πολιτική ιστορία της Τουρκίας και ίσως αποδειχθεί ο ηγέτης των καιρών με την έννοια που έχει επισημάνει ο S. P. Huntington: «Έχοντας πειραματισθεί με το καλό και το κακό της Δύσεως, αναφορικά με το κοσμικό καθεστώς και τη δημοκρατία, η Τουρκία μπορεί εξίσου να αναλάβει την ηγεσία του Ισλάμ. Αλλά για να το καταφέρει, πρέπει να απορρίψει την κληρονομιά του Ατατούρκ πιο ριζικά από ότι η Ρωσία απέρριψε την κληρονομιά του Λένιν. Πρέπει επίσης να βρει έναν ηγέτη στο διαμέτρημα του Ατατούρκ, οποίος μάλιστα να συνδυάζει την θρησκευτική και πολιτική νομιμοποίηση, ώστε να μετατρέψει την Τουρκία από σπαρασσόμενη χώρα σε χώρα-άξονα». Απόσπασμα από το Ι. Μάζης, οπ.π.

[9]   Hakan Yavuz, ed., The Emergence of a New Turkey: Islam, Democracy and the AK PartyUniversity of Utah Press Salt Lake City, (2006), Ümit Cizre, ed., Secular and Islamic Politics in Turkey: The Making of the Justice and Development PartyLondon, Routledge, 2008.

[10] Μαρία Βερβερίδου, “Τουρκία: Παράγοντες Διαμόρφωσης Πολιτικής”, Δελτίο Ανάλυσης, τεύχος 67, ΕΚΑΣ, Δεκέμβριος 2010

[11] S. E. Shaw, History of Ottoman Empire and Modern Turkey, Cambridge, New York, 1977

[12] Bernard Lewis, The Emergence of Modern Turkey, London 1968, D. Rustow, “Politics and Islam in Turkey” στο R. Frye (eds.), Islam and the West, Hague,1957

[13] Ahmad Feroz, The Turkish Experiment in Democracy, 1950-1975, Royal Institute of International Affairs, London 1977.

[14] Μαρία Βερβερίδου, “Διαστάσεις και Δράσεις του Ισλαμικού Κεφαλαίου στην Τουρκία: Οι Επιχειρηματικές Οργανώσεις της MÜSİAD και της TUSKON”, ΕΛΙΑΜΕΠ, Κείμενο Εργασίας, τεύχος 10, 2010

[15] Η άνοδος του Α. Μεντερές στην εξουσία (1950) υπήρξε αποτέλεσμα των μέτρων φιλελευθεροποίησης που ακολούθησαν τον θάνατο του Κεμάλ (1938) και κατάργησαν περιορισμούς που αφορούσαν τις μειονότητες και το Ισλάμ. Η κυβέρνηση Μεντερές σύντομα ήλθε σε σκληρή αντιπαράθεση με το κεμαλικό κατεστημένο και η πολιτική πόλωση στην κοινωνία οδήγησε σε βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των οπαδών στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Στρατιωτικό πραξικόπημα ανέτρεψε την κυβέρνηση Μεντερές και η διακυβέρνηση εκφράστηκε με τις συντηρητικές κεμαλικές κυβερνήσεις του Ισμέτ Ινονού μέχρι το 1965. Τις πρώτες ελεύθερες βουλευτικές εκλογές κέρδισε ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, ηγέτης του «Κόμματος Δικαιοσύνης», που παρέμεινε στην εξουσία μέχρι την ανατροπή του από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1971. Με προτροπή του στρατιωτικού κατεστημένου το 1975 ο Ν. Ερμπακάν δημιούργησε το κόμμα «Εθνικής Σωτηρίας» (MSP) και η συμμετοχή του στις κυβερνήσεις συνασπισμού ενίσχυσε την εκπροσώπηση του τουρκικού ισλαμισμού στην πολιτική ζωή της χώρας με την προσέλκυση ισλαμικών ψήφων λειτουργώντας ως εξισορρόπηση των ριζοσπαστικών και ακροδεξιών τάσεων. Οι «εποπτευόμενες» από τον στρατό κυβερνήσεις στάθηκε αδύνατον να ανακόψουν τις κοινωνικές κινητοποιήσεις και τις βίαιες συγκρούσεις ακραίων δεξιών και αριστερών ομάδων. Το 1980 ο στρατηγός Κενάν Εβρέν θα ηγηθεί ενός ακόμη στρατιωτικού πραξικοπήματος και θα θέσει εκτός νόμου τα υφιστάμενα πολιτικά κόμματα. Το νέο πραξικόπημα θα δώσει την ευκαιρία να ανατείλει το άστρο του Τουρκούτ Οζάλ με την ίδρυση του κόμματος της «Μητέρας Πατρίδας» (ANAP), που θα απορροφήσει το εκλογικό δυναμικό των μη-παραδοσιακών κεμαλικών κομμάτων αλλά και αποτελέσει ένα σημείο καμπής για το τουρκικό Ισλάμ. Η αποδυνάμωση του ANAP, με την επανένταξη στην πολιτική ζωή ιστορικών ηγετών (Ντεμιρέλ, Ετσεβίτ, Ερμπακάν, κ.α.) και την προώθηση του Οζάλ στην Προεδρία, θα συντείνει στην διασπορά των ισλαμικών ψήφων, παρά το γεγονός ο Ν. Ερμπακάν και το «Κόμμα Ευημερίας» (RP) θα επιχειρήσει και πάλι να εκφράσει αυθεντικά τον τουρκικό ισλαμισμό. Περίπου δέκα χρόνια αργότερα, το 1996, ο Ερμπακάν θα αναλάβει τελικά, για σύντομο διάστημα, Πρωθυπουργός παραιτούμενος υπό την πίεση του στρατού, ωστόσο το κεμαλικό κατεστημένο ήταν εκείνο που επιχείρησε, ιδιαίτερα μετά τον 1980, να ενσωματώσει τον μουσουλμανικό παράγοντα ως στοιχείο σταθεροποίησης του τουρκικού πολιτικού συστήματος. Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβη είναι η απόπειρα στήριξης από τους κεμαλιστές ενός «επίσημου Ισλάμ», μιας «τουρκο-ισλαμικής» σύνθεσης, που λειτούργησε ως εφαλτήριο για τον εκσυγχρονισμό του τουρκικού ισλαμισμού και είχε ως αποτέλεσμα το κεμαλικό κατεστημένο να υπερκεραστεί σύντομα από την επιρροή γνήσιων ισλαμικών παραγόντων, όπως ο Φετουλάχ Γκιουλέν (Fethullah Gullen) και άλλοι. Δες: H. A. Reed, “Secularism and Islam in Turkish Politics”, Current History, no 32, 1957, J. Landau, Radical Politics in Modern Turkey, Leiden, 1974, M. Meeker, “The New Muslim Intellectuals in the Republic of Turkey” στο R. Tapper, Islam in Modern Turkey, London 1991, Γεράσιμος Καράμπελιας, «Σχέσεις ΙσλάμΠολιτείας στην Μεταπολεμική Τουρκία», στο Σ. Αλειφαντής-Ε. Χωραφάς (επιμ.), Σύγχρονο Διεθνές Σύστημα και Ελλάδα, Αθήνα 2001, Μαρία Βερβερίδου, οπ.π.

[16] Balkan Neşecan and Savran Sungur,  The Politics of Permanent Crisis:  Class, Ideology and State in Turkey,  New York, Nova Science Publishers, 2002

[17] D. Baldwin, “Islamic Banking in a Secularist Context:Aspects of Religion in Secular Turkey”, Occasional Paper Series, no 40, CMEIS, University of Durham, 1990

[18] Ji Hyang Jang, “On the Road to Moderation:  The Role of Islamic Business in Transforming Political Islamists in Turkey”, Journal of International and Area Studies, no 13, December 2006.

[19] Όπως επισημαίνει η Μ. Βερβερίδου, το μικρομεσαίο κεφάλαιο είναι ζωτικής σημασίας στην τουρκική οικονομία, καθώς συνιστά το 99% των επιχειρήσεων (βιομηχανική παραγωγή, εμπόριο) και το 56% της απασχόλησης, ενώ συνεισφέρει ποσοστό 40% του ΑΕΠ. Δες: Μαρία Βερβερίδου, “Διαστάσεις και Δράσεις του Ισλαμικού Κεφαλαίου στην Τουρκία», οπ. π.

[20] Όπως και ο Τουρκούτ Οζάλ, με το κόμμα της «Μητέρας Πατρίδας», στις πρώτες εκλογές (1983) μετά το πραξικόπημα του 1980 αξιοποίησε την «απαγόρευση» των παλαιών πολιτικών σχηματισμών (Ντεμιρέλ, Ετσεβίτ, Ερμπακάν, κ.α.) και αναδείχθηκε ως πολιτικός ηγέτης καταλαμβάνοντας διαδοχικά την Πρωθυπουργία (1983 και 1987) και την Προεδρία της χώρας, έτσι ο Ταγίπ Ερντογάν, με το κόμμα «Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης», αξιοποίησε το υπέρ του πολιτικό ρεύμα αλλά κυρίως τον κατακερματισμό των «κεμαλικών» κομμάτων που δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν το όριο του 10% και κυριάρχησε στην τουρκική Βουλή, αν και μειοψηφία στο εκλογικό σώμα. Παρόλα αυτά, μετά την σύγκρουση με το «κεμαλικό» κατεστημένο για την ανάδειξη του Α. Γκιούλ στην Προεδρία, στις εκλογές του 2007 το κόμμα έρχεται πάλι πρώτο με 46.6% αυξάνοντας κατά 12.2% τα εκλογικά ποσοστά του, αλλά λόγω της εισόδου στην Βουλή και τρίτου κόμματος οι έδρες του μειώνονται χωρίς, ωστόσο, να αποτραπεί η ανάδειξη του Α. Γκιούλ στην Προεδρία έστω και με απλή πλειοψηφία στον τρίτο γύρο. Όμως, όπως και ο Τουρκούτ Οζάλ, έτσι και ο Ταγίπ Ερντογάν (συνδεδεμένοι, άλλωστε και οι δύο με τον ισλαμικό Σουνιτισμό και ο τελευταίος με παλιούς δεσμούς με το κόμμα της «Ευημερίας» του ιστορικού ισλαμιστή ηγέτη Ερμπακάν, του οποίου το 1996 χρίστηκε επίσημα στο συνέδριο του κόμματος διάδοχος του) ανάπτυξαν επιτυχείς τακτικές μεταβάλλοντας εσωτερικούς πολιτικούς συσχετισμούς. Γενικότερα, παρά την παράλληλη ανάδειξη για πρώτη φορά «ισλαμικών» ηγετών στην Προεδρία (A. Γκιούλ) και Πρωθυπουργία (T. Ερντογάν), η εμπέδωση νέων εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών με το συντηρητικό πολιτικό κατεστημένο («κεμαλιστές», ένοπλες δυνάμεις, κ.α.) παραμένει ανοικτό ζήτημα σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Δες: Ι. Μάζης, Μυστικά Ισλαμικά Τάγματα και Πολιτικο–οικονομικό Ισλάμ στηνΣύγχρονη Τουρκία, Αθήνα 2000, Aylin Güney, «The Military, Politics and Post-Cold War Dilemmas in Turkey», στο Koonings, Kees and Kruijt, Dirk Political Armies:  The Military and Nation Building in the Age of Democracy, London, Zed Books, 2002, Müftüler-Bac, Meltem  «The New Face of Turkey:  The Domestic and Foreign Policy Implications of November 2002 Elections», East European Quarterly, no 37 Winter 2003, Soner Cagaptay and H. Akin Unver, “July 2007 Turkish Elections: Winners and Fault Lines”, Research Notes, Washington Institute for Near East Policy, Number 14, July 2007

[21] Πρόκειται για την ίδια δεξαμενή πολιτικής υποστήριξης, στην οποία βάσισε την εκλογική δύναμη του «Δημοκρατικού Κόμματος» του Αντάν Μεντερές που ανατράπηκε από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1960, του διάδοχου «Κόμματος Δικαιοσύνης» του Σ. Ντεμιρέλ ή του «Κόμματος Εθνικής Τάξεως» και «Κόμματος Εθνικής Σωτηρίας» του Ν. Ερμπακάν και μετά το πραξικόπημα του ’80 του «Κόμματος Ορθού Δρόμου» του Σ. Ντεμιρέλ, αλλά και του «Κόμματος Μητέρας Πατρίδας» του Τ. Οζάλ και του «Κόμματος Ευημερίας» («Ρεφάχ») Ν. Ερμπακάν. Δες: Neşecan Balkan and Sungur Savran, The Politics of Permanent Crisis:  Class, Ideology and State in Turkey, New York, Nova Science Publishers, 2002, Müftüler-Bac, Meltem.  “The New Face of Turkey:  The Domestic and Foreign Policy Implications of November 2002 Elections”East European Quarterly, No 37, Winter 2003.

[22] Alexander Murinson, “The Strategic Depth Doctrine of Turkish Foreign Policy”, Middle Eastern Studies, Vol.42, no 6, 2006

[23] Graham Fuller, The New

[24] Philip Robins, “Turkish Foreign Policy since 2002:  Between a ‘Post-Islamist’ Government and a Kemalist State”, International Affairs, No 83, 2007, Στέλιος Αλειφαντής, «Τουρκία και Βαλκάνια: Η Στρατηγική Διάσταση της βαλκανικήςπολιτικής της Άγκυρας», στο Τετράδια, τεύχος 36, Άνοιξη/ Καλοκαίρι 1995

[25] Anne Aldis, “Security in the Black Sea Region:  Perspectives & Priorities”, Conflict Studies Research Centre, Royal Military Academy, Sandhurst, 2001.

[26] Ekavi Athanassapoulou, “American – Turkish Relations since the End of the Cold War”Middle East Policy, Vol. 8, no 3, 2001

[27] Raphael Israeli, “The Turkish – Israeli Odd Couple”, Orbis, Winter 2001, Vol. 45 no 1, 2001, pp. 65-79, Suha Bolukbasi, “Behind the Turkish – Israeli Alliance: A Turkish View”, Journal of Palestine Studies, Vol.29, no 1, 1999, B. Bengio and G. Ozcan, “Old Grievances, New Fears: Arab Perceptions of Turkey and its Alignment with Israel”, Middle Eastern Studies, Vol.37 no 2, 2001

[28] Sabri Sayari, “Turkey and the Middle East in the 1990s”, Journal of Palestine Studies, Vol.26, no 3, 1997

[29] Duygu Bazoglu Sezer, “Turkish – Russian Relations: The Challenges of Reconciling Geopolitical Competition with Economic Partnership”, Turkish Studies, Vol.1 no 1, 2000, Fotios Moustakis and Ella Ackerman, “September 11: a Dynamic for Russo-Turkish co-operation or conflict?”, Central Asian Survey, Vol.21, no 2, 2002, Nasuh Uslu, “The Russian, Caucasian and Central Asian Aspects of Turkish Foreign Policy in the Post Cold War Period”, Alternatives: Turkish Journal of International Relations, Vol.2, no 3-4, 2003

[30] Στέλιος Αλειφαντής, Βουλγαρία: Τα Διλήμματα μιας Νέας Εποχής: ΤαΒαλκάνια Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, Τόμος 1, Αθήνα, 1993, Saban Calis, “Turkey‘s Balkan Policy in the Early 1990s”, Turkish Studies, Vol. 2 no 1, 2001

[31] Sevilay Elgün Kahraman, “Rethinking Turkey-European Union Relations in the Light of Enlargement”, Turkish Studies, Spring 2000

[32] Neill Nugent, “EU Enlargement and «the Cyprus Problem»”, Journal of Common Market Studies, No 38, March 2000

[33] Zeyno Baran, “The Dating Game: Turkey, Europe and the American Matchmaker”, National Interest, No 75, Spring 2004.

[34] Semin Suvarierol, The Cyprus Obstacle on Turkey‘s Road to Membership in the European Union, 2003

[35] Στέλιος Αλειφαντής, «Η Ένταση στο Αιγαίο και η Τουρκική Υποψηφιότητα: Ζητήματα Προσαρμογής της Ελληνικής Εθνικής Στρατηγικής», Διπλωματία, Νοέμβριος, 2004

[36] Onis, Ziya, “Domestic Policies, International Norms, and Challenges to the State: Turkey – EU Relations in the post-Helsinki Era”, στο Ali Carkoglu and Barry Rubin, Turkey and the European Union: Domestic Politics, Economic Integration and International Dynamics (Eds), Frank Cass, 2002

[37] Gamze Avcı, “Turkey’s Slow EU Candidacy: Insurmountable Hurdles to Membership or Simple Euro-skepticism?”, Turkish Studies, no 4, Spring 2003, Lauren M. McLaren, Explaining Opposition to Turkish Membership of the EU, European Union Politics June 2007 pp. 251-278

[38] David Lennon, “Turkey‘s Drive for EU Membership”, Europe, No 420, 18-21 October 2002.

[39] Η αποδοχή από την Αθήνα του «καθεστώτος υποψηφίου μέλους» στην Τουρκία αποτέλεσε κρίσιμο πολιτικό δίλημμα: από την μία πλευρά, η προοπτική της ένταξης εκτιμήθηκε ότι λειτουργούσε ως κίνητρο τουρκικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες στην εξωτερική πολιτική θα οδηγούσαν στην άρση των τουρκικών εδαφικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο και στην δίκαιη λύση του Κυπριακού ενώ από την άλλη πλευρά, η περίοδος 1999-2004 (αποκαλούμενη και ως «οδικός χάρτης» -“road-map”) απέδειξε την ανελαστικότητα των τουρκικών θέσεων στο Κυπριακό και την έξαρση των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο, παρά την κυβερνητική αλλαγή που έδωσε την πρωθυπουργία στον Ταγίπ Ερντογάν. Η νέο-εκλεγείσα κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή (2004) συναίνεσε στο «καθεστώς υποψήφιου μέλους» προτάσσοντας την άποψη ότι το κίνητρο της ένταξης παραμένει ως «όχημα» προώθησης των τουρκικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες όμως απαιτούν ευρύτερο χρονικό ορίζοντα καθώς εστιάζονται σε βαθύτερους πολιτικούς μετασχηματισμούς και ανατροπή εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών μεταξύ του τουρκικού στρατιωτικό-πολιτικού κατεστημένου και της κυβέρνησης Ερντογάν. Το «άνοιγμα» των σχετικών κεφαλαίων της ευρω-τουρκικής ενταξιακής διαπραγμάτευσης διασυνδέθηκε σε πολιτικό ανάχωμα όχι μόνο για την ικανοποίηση των πολιτικών επιδιώξεων Ελλάδος και Κύπρου, αλλά και εκείνων των κρατών-μελών που αντιτίθενται στην πλήρη ένταξη της Τουρκίας. Αντίθετα, η τότε μείζονα αντιπολίτευση προέβαλε την άποψη ότι η εγκατάλειψη από την Αθήνα ενός «οδικού χάρτη» (“road-map”) που να αντανακλά την τουρκική πρόοδο στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις και στο Κυπριακό αποδέσμευε τις ευρω-τουρκικές σχέσεις από τις εξελίξεις του πλέγματος των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, που σ’ ένα βαθμό είχε επιτευχθεί το 1999 και μετά. Η τουρκική διπλωματία πάγια επιδιώκει να διαχωρίσει τις σχέσεις Ε.Ε.-Τουρκίας από τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις και οι κυβερνήσεις Ταγίπ Ερντογκάν δεν έχουν μεταβάλει και αυτό το «θέσφατο» των διπλωματικών επιδιώξεων της γείτονος. Δες: Στέλιος Αλειφαντής, «Η Ένταση στο Αιγαίο και η Τουρκική Υποψηφιότητα…, οπ.π

[40] Frédéric Misrahi, “The EU and the Civil Democratic Control of Armed Forces:  An Analysis of Recent Developments in Turkey”Perspectives, no 22, Summer 2004, Arjan M. Lejour, and Ruud A. de Mooij, “Turkish Delight:  Does Turkey’s Accession to the EU Bring Economic Benefits?”,  Kyklos, 58, no 1, 2005, Sami Faltas and Sander Jansen,  Governance and the Military: Perspectives for Change in Turkey,  Groningen, The Netherlands, Centre of European Security Studies, 2006, Σέργιος Ζαμπούρας, «Το Γεωπολιτικό Πρόβλημα του ΤουρκικούΕκδημοκρατισμού», Η Γεωπολιτική της Ευρασίας στο Νέο Διεθνές Σύστημα,ΕΠΥΕΘΑ, Αθήνα 2001

[41] Erik Faucompret, Jozef Konings, Turkish accession to the EU: Satisfying the Copenhagen criteria, Routledge, 2008

[42] Soner Cagaptay, “Secularism and Foreign Policy in Turkey: New Elections, Troubling Trends”, Policy Focus, No 67, April 2007

[43] Soner Cagaptay, “A Turkish Rapprochement with Middle East Rogue States?”, Policy Watch, no. 825, 2004

[44] “Turkey‘s foreign policy: An eminence grise”, The Economist, Nov 15th, 2007

[45] Μεταπολεμικά οι σχέσεις Τουρκίας-Συρίας χαρακτηρίζονται από εντάσεις λόγω εδαφικών διαφορών όπως η τουρκική προσάρτηση της Αλεξανδρέτας (Hatay) τo 1939, το ζήτημα των υδάτων του Ευφράτη και Τίγρη, η ειδική σχέση Τουρκίας-Ισραήλ και η υποστήριξη του PKK από την Δαμασκό. Όμως, τον Ιανουάριο 2004 ο Μπασάρ Άσσαντ επισκέπτεται την Άγκυρα που αποτελεί την πρώτη επίσκεψη Πρόεδρου της Συρίας από το 1946 και τον ίδιο χρόνο υπογράφεται διμερή συμφωνία ελευθέρου εμπορίου. Σημαντικό ρόλο έπαιξε ο τρόπος που η Άγκυρα χρησιμοποίησε την αεροπορική επιδρομή ισραηλινών μαχητικών μέσω του τουρκικού εναέριου χώρου κατά πιθανών πυρηνικών εγκαταστάσεων στην Συρία. Ron Synovitz, “Syria-Turkey: common Interests in Iraq Help Rebuild Bilateral Ties”, Radio Free Europe/Radio Liberty, January 8, 2004, Nadim Ladki, “Turkey, Syria Sign Free Trade Agreement”, Reuters, December 23, 2004, “Babacan-Mualem Joint News Conference, Babacan: ‘We Except Everyone to Act with Restraint’”, Ankara AnatoliaSeptember 10, 2007, 92. Dan Williams, “Turkey’s Gόl says Israeli raid a ‘closed mater’”, Reuters, November 6, 2007.

[46] “Assad says Turkey trying to mediate between Syria, Israel”, Associated Press, October 16, 2007, Richard Boudreaux, “Turkey mediating Israel-Syria Peace Talks”, Los Angeles Times, April 25, 2008

[47] Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 η Άγκυρα, ως αποτέλεσμα της κρίσης της Κούβας αλλά και της αμερικανικής και σοβιετικής αντίθεσης σε ενδεχόμενη στρατιωτική παρέμβαση στην Κύπρο στα γεγονότα του 1964 (επιστολή Προέδρου Λ. Τζόνσον, Δηλώσεις Ν. Χρουτσέφ), επιχείρησε την αναβάθμιση των σχέσεων με την ΕΣΣΔ και αργότερα την διατύπωση μιας «ανεξάρτητης» εξωτερικής πολιτικής υπό τον Μ. Ετσεβίτ, ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του «κεμαλικού» κατεστημένου. Δες: Bulet Ecevit, “Turkey’s Security Policies”, Survival, no 20, 1978. Η εξέλιξη αυτή χαρακτηρίζει μια προσαρμογή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στις νέες πραγματικότητες των σχέσεων Ανατολής-Δύσης και των περιφερειακών εξελίξεων. Παράλληλες αναπροσαρμογές συμβαίνουν και στην Ελλάδα, όπου η προσέγγιση Ελλάδος-Βουλγαρίας μετά το 1974 ανεξαρτήτως διεθνούς κλίματος των σχέσεων Ανατολής-Δύσης αποτέλεσε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προτεραιότητας περιφερειακών σχέσεων έναντι της πολιτικής της Δύσης στην περίοδο του ψυχρού πολέμου. Ακόμη και στην μετα-ψυχροπολεμική περίοδο, η μόνη διπλωματική σκιά στις ελληνο-βουλγαρικές σχέσεις (και αυτή για μικρό χρονικό διάστημα) υπήρξε η άμεση αναγνώριση των Σκοπίων με το συνταγματικό όνομα τους που προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Αθήνας. Δες: Στέλιος Αλειφαντής, Βουλγαρία: Τα Διλήμματα μιας Νέας Εποχής: Τα Βαλκάνια Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, Τόμος 1, Αθήνα, 1993, Στέλιος Αλειφαντής, «Η Ελλάδα στον Βαλκανικό χώρο, 1974-1988», (σελ. 369-450)στο: Xρ. Γιαλλουρίδης-Στ. Αλειφαντής (επιμ.), Τα Βαλκάνια στο Σταυροδρόμι των Εξελίξεων, Αθήνα 1988. Και πέραν των περιφερειακών σχέσεων, στην δεκαετία ’80 οι κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου επεδίωξαν συστηματικά την διάκριση ανάμεσα σε ελληνικές επιδιώξεις και δυτικές επιλογές της εποχής, ακολουθώντας αυτό που αποκλήθηκε «πολυδιάστατη» εξωτερική πολιτική και εκφράστηκε με την ανάπτυξη ελληνο-αραβικών σχέσεων (όπως PLO, Συρία, Ιράκ, Λιβύη), την διαφοροποίηση στις σχέσεις Ανατολής-Δύσης από το ΝΑΤΟ, όπως η εγκατάστασης πυραύλων μέσου βεληνεκούς Περσινγκ-Κρούζ στην Ευρώπη, η προώθηση «αποπυρηνικοποιμένης ζώνης» στα Βαλκάνια, το μη-πάγωμα των σχέσεων με Πολωνία μετά την επιβολή στρατιωτικού νόμου του Γιαρουζέλσκι, η μη-καταγγελία της Μόσχας στην περίπτωση κατάρριψης του νοτιο-κορεάτικου τζάμπο, η διεθνής «Πρωτοβουλία των Έξι», κ.α. Δες: Χ. Ροζάκη, «Ελληνική Εξωτερική Πολιτική», Ελλάδα: Ιστορία και Πολιτισμός, τόμος 7, Θεσσαλονίκη, 1986, Ι. Βαληνάκης, Εισαγωγή στην Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, 1949-1988, Θεσσαλονίκη, 1989.

[48] Hakan Yavuz and Nihat Ali Özcan,  “The Kurdish Question and Turkey’s Justice and Development Party”, Middle East Policy, no13, Spring 2006

[49] Το πλαίσιο βελτίωσης και ομαλοποίησης των ελληνο-τουρκικών σχέσεων με άξονα την τουρκική υποψηφιότητα για ένταξη στην Ε.Ε. προσφέρει την δυνατότητα στην Άγκυρα να ασχοληθεί απερίσπαστα με την «προς ανατολάς» περιφερειακή έμφαση της (Μέση Ανατολή, Καύκασος /Κεντρική Ασία). Το γεγονός ότι η Άγκυρα δεν έχει εγκαταλείψει τις εδαφικές διεκδικήσεις και την πολιτική ελεγχόμενης έντασης στο Αιγαίο, δεν τις δημιουργεί επείγοντα προβλήματα, καθώς η Αθήνα επί κυβερνήσεων Κώστα Καραμανλή (2004-2009) ακολουθεί στάση αναμονής, «αναβάλλοντας» για αόριστο χρόνο στο μέλλον (που χαλαρά συνδέει με την πορεία των ευρω-τουρκικών σχέσεων) κάθε άσκηση ελληνικής διπλωματικής ή πολιτικο-στρατιωτικής πίεσης για επίλυση των διμερών προβλημάτων. Από την άποψη αυτή, η Ελλάδα θέτει εαυτόν στον κίνδυνο της στρατηγικής υπερκέρασηςαπό την Άγκυρα και υπό δυσμενέστερους όρους την προσπάθεια άρσης των τουρκικών διεκδικήσεων. Η ρητορική της νέας κυβέρνησης για «επανασύνδεση» των ευρω-τουρκικών σχέσεων μ’ έναν «οδικό χάρτη» θετικών βημάτων της Άγκυρας στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις δεν έχει ακόμη εκφραστεί με πρακτικά βήματα και, επιπλέον, η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ε.Ε. έχει de facto «παγώσει» λόγω απροθυμίας σειράς κρατών-μελών στην προοπτική ένταξης της Τουρκίας. Παρά τις συνεχιζόμενες κατά καιρούς προκλήσεις στο Αιγαίο, οι διμερείς διπλωματικές επαφές επί διακυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου (2009-) προσπαθούν να αποφύγουν την πόλωση, εστιάζοντας σε θέματα συνεργασίας χαμηλής πολιτικής, όπως η σειρά συμφωνιών που υπογράφηκαν κατά την επίσκεψη Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα τον Μάιο 2010. Η διαφορά αντιλήψεων μεταξύ των δύο κρατών συνεχίζει να υφίσταται στα κρίσιμα ζητήματα ελληνικής ασφάλειας, όπως είχε την ευκαιρία να τονίσει σε ομιλία του σε Τούρκους διπλωμάτες κατά την διάρκεια της επίσημης επίσκεψης του έλληνα Πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου στην Τουρκία (Ιανουάριος 2011). Ενδεικτικές είναι οι πρόσφατες εκατέρωθεν δηλώσεις για το Καστελόριζο. Η Ελλάδα διερευνά με την Τουρκία την πλήρη οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας από την Θράκη μέχρι το Καστελόριζο, ξεκαθαρίζει το υπουργείο Εξωτερικών, σε απάντηση δηλώσεων του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας στην εφημερίδα «Η Καθημερινή». Όμως, ο Αχμέτ Νταβούτογλου εξαιρεί το Καστελόριζο από μια ενδεχόμενη συνολική συμφωνία για το Αιγαίο. Υποστηρίζει, μάλιστα, ότι το Καστελόριζο δεν είναι μέρος του Αιγαίου, αλλά της Μεσογείου. «Για την Ελλάδα, στόχος των διερευνητικών επαφών είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ των δύο χωρών σε όλο το εύρος της, από τη Θράκη μέχρι το Καστελόριζο», τόνισε αντίθετα ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών, Γ. Δελαβέκουρας. «Οι διερευνητικές επαφές», δηλώνει ο κ. Νταβούτογλου, «έχουν ρητό στόχο να εξετάσουν όλα τα θέματα που αφορούν τις διαφωνίες μας στο Αιγαίο. Επομένως, είμαστε επικεντρωμένοι κατά προτεραιότητα στο θέμα του Αιγαίου. Ωστόσο, το Καστελόριζο βρίσκεται στη Μεσόγειο». Δες: Καθημερινή, 05-03-2011. Αξιοσημείωτη, αντίθετα, είναι η συστηματική προσπάθεια της Λευκωσίας να συνδέσει με κάθε ευκαιρία τις ευρω-τουρκικές σχέσεις με την συμμόρφωση της Άγκυρας στις συμβατικές δεσμεύσεις της απέναντι στην Ε.Ε. (Πρωτόκολλο Τελωνειακής Ένωσης, κ.α.) και με την επίλυση του Κυπριακού. Ωστόσο, τόσο η πολιτική της Αθήνας όσο και της Λευκωσίας εξαρτώνται σημαντικά από το περιεχόμενο που θα προσλάβουν οι ευρω-τουρκικές σχέσεις στο εγγύς μέλλον. Κομβικό ερώτημα στην διαχείριση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων παραμένει εάν οι ευρω-τουρκικές σχέσεις μπορούν να αποτελέσουν, και κάτω από ποιες προϋποθέσεις, καθοριστικό παράγοντα της άρσης των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο και δίκαιης επίλυσης του Κυπριακού. Σχετικά με τον ελληνικό διάλογο που προκύπτει από διαφορετικές προσεγγίσεις του θέματος ενδεικτικά δες: Στέλιος Αλειφαντής, «Ελληνική Εθνική Στρατηγική: Σύγχρονες Προκλήσεις και Προοπτικές», Monthly Review, no 3, 2005, Κώστας Σημίτης, «Η Σχέση της Τουρκίας με την Ευρώπη: Γιατί πρέπει να Αλλάξουμε Πολιτική», Βήμα, 17-02-2008, Θεόδωρος Kουλουμπής, «Eλληνοτουρκικά και Kυπριακό: τι κάνουμε τώρα;», Καθημερινή, 2-10-2005, Sergios Zambouras, “Turkey’s Cyprus Policy: AResearch Agenda”, in Chr. Yallourides and P.Tsaconas, (eds), Greece and Turkeyafter the end of the Cold War, New York 2001, Νίκος Τριμικλινιώτης, «Η Κύπρος στα δύσκολα μονοπάτια της αλήθειας και της συμφιλίωσης», Διεθνής & Ευρωπαϊκή Πολιτική, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2008.

[50] Barry Rubin and Kemal Kirişci, Turkey in World Politics:  An Emerging Multiregional Power, Lynne Rienner Publishers, 2001.

[51] Graham Fuller, “Turkey‘s Strategic Model:  Myths and Realities”, WashingtonQuarterly, no 27, Summer 2004.

[52] Ian Lesser, “Turkey in a Changing Security Environment”, Journal of International Affairs, no 54, Fall 2000

[53] Bülent Aras, The New Geopolitics of Eurasia and Turkey’s Position, London 2002. “What future does Turkey have in Central Asia and the Caucasus?”, Central Asia-Caucasus Institute, November 19, 2007, Mustafa Aydin, “Foucault’s Pendulum:  Turkey in Central Asia and the Caucasus”  Turkish Studies,no 5, Summer 2004

[54] Tarık Oğuzlu, “Soft Power in Turkish Foreign Policy”, Australian Journal of International Affairs, no 61,  March 2007.

[55] Mehmet Ozkan, «Turkey, Pivotal Middle Powers and Global Order«, Paper presented at the annual meeting of the International Studies Association 48th Annual Convention, CHICAGO, IL, USA, Feb 28, 2007.

[56] Kemal Kirisci, “The Transformation of Turkish Foreign Policy: The Rise of the Trading State”, New Perspectives on Turkeyno. 40, 2009, 29–57.

[57] Στο πλαίσιο της θεμελιώδους επιλογής της για «άνοιγμα» σε νέες αγορές η κυβέρνηση Ερντογάν εφάρμοσε διαδοχικά πακέτα ενίσχυσης της εγχώριας ζήτησης και ξεκίνησε ένα μεσοπρόθεσμο σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης. Οι προσπάθειες της κυβέρνησης συνέβαλαν στην αναζωογόνηση της βιομηχανικής παραγωγής, την ελάφρυνση των επιπτώσεων της κρίσης. Παρόλα αυτά μια υγιή ανάκαμψη κατέστησε αναγκαία την επέκταση του όγκου των εξαγωγών της Τουρκίας, δεδομένων των περιορισμών της εγχώριας αγοράς της να διατηρήσει τη βιομηχανική ανάπτυξη από μόνη της. Ωστόσο, τούρκοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι, παρόλο που ο όγκος των εξαγωγών στην παγκόσμια οικονομία επεκτάθηκε κατά το πρώτο τρίμηνο του 2010, οι τουρκικές εξαγωγές παρέμειναν μάλλον στάσιμες. Από τη άλλη πλευρά, επισημαίνεται ότι η Τουρκία όλο και περισσότερο εξαρτάται από τις εισαγωγές να στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη της. Παράλληλα με την αύξηση της εγχώριας παραγωγής και των εξαγωγών, οι τουρκικές εισαγωγές, επίσης, αυξήθηκαν τους τελευταίους μήνες. Το έλλειμμα εξωτερικού εμπορίου αποτελεί πλέον εξαιρετική πηγή ανησυχίας για την τουρκική οικονομία, καθώς στοιχεία δείχνουν ότι από τον Ιούνιο του 2010 το εξωτερικό έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου αυξήθηκε κατά 34,9 % από το περασμένο έτος και οι εξαγωγές της Τουρκίας είναι μακράν από την εξισορρόπηση των εισαγωγών της. Saban Kardas, “Turkey’s “Economic Recovery” Raises Questions”, Eurasia Daily Monitor, Volume 7, Issue 150, August 4, 2010, Marcie Patton, “The Economic Policies of Turkey’s AKP Government:  Rabbits from a Hat?”,  Middle East Journal,  no 60,  Summer 2006.

[58] Δες: Martin Wight, Πολιτική Δυνάμεων, Εκδόσεις Ειρήνη, Αθήνα 1994 σελ. 59-66 και 147-158

[59] Όπως στις περιπτώσεις των επιχειρήσεων κατά των κούρδων στο Β. Ιράκ και των πιέσεων που ασκήθηκαν κατά της Συρίας το 1998, δες: “Turkey LaunchesMajor Iraq Incursion”, CNN.com, February 23, 2008.

[60] Για την σχετική διαπραγμάτευση του ζητήματος της «εναρμόνισης» ως καθοριστικό ζήτημα διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής δες: Στέλιος Αλειφαντής-Σέργιος Ζαμπούρας, Σύγχρονη Ελληνική Εξωτερική Πολιτική: Προβλήματα Προσέγγισης και Επιλογών, Εκδόσεις Ειρήνη, Αθήνα 1994

[61] John C.K. Daly, U.S. Turkish Relations: A Strategic Relationship Under Stress, Washington, DC: Jamestown Foundation, 2008

[62] Suat Kiniklioglu, “The Anatomy of Turkish-Russian Relations”, Τhe Brookings Institution, 2007, Fiona Hill & Omer Taspinar, “Russia and Turkey in the Caucasus: Moving Together to Preserve the Status Quo?”, IFRI, January 2006.

[63] Δες: Ziya Öniş-Şuhnaz Yılmaz, οπ.π

[64] Δες σχετικά: Sinan Ulgen, “A Place in the Sun or Fifteen Minutes of Fame? Understanding Turkey’s New Foreign Policy”, Carnegie Papers, Number 1 n December 2010

[65] Ziya Öniş and Caner Bakır, “Turkey’s Political Economy in the Age of Financial Globalization: The significance of the EU Anchor”, South European Society and PoliticsVol. 12, No. 2, July 2007, pp. 147-164.

[66] Sinan Ulgen, οπ.π.

[67] Ahmet Davutoglou, “Perspectives on Turkish Foreign Policy”, The Brookings Institution, Washington, D.C. Monday, November 29, 2010

[68] Ahmet Davutoglou, οπ.π.

 

 

  • Εντυπωσιασμένος
  • Χαρούμενος
  • Απογοητευμένος
  • Θυμωμένος
  • Βαρετό
  • Φοβισμένος

#emo attacks
  • Παράταση στις φορολογικές δηλώσεις πριν ξεκινήσουν καν: όλα θα κριθούν στα πέναλτι (πρόστιμα)
  • Συμπλήρωνε το μεροκάματο του στο φορτηγό ο άτυχος αστυνομικός. Οι “λαδιάρηδες” μένουν ήσυχοι, δεν κινδυνεύουν από εργατικό ατύχημα
  • Δε φτάνουν τα πρόστιμα που έπεσαν στις εισπρακτικές: χρειάζεται καθημερινή, πιεστική & πειστική επικοινωνία μαζί τους μέχρι την είσπραξη
  • Θυμός για Πογιέτ που λήγει και το συμβόλαιο του. Λογικά δε θα παραμείνει στον πάγκο μετά το κάζο στη Γεωργία, την οποία αντιμετώπισε τόσο φοβικά, λες κι έπαιζε με τη Γερμανία