• emo.gr
  • Τέχνες
  • Βρώμικος ή βρόμικος;
Βρώμικος ή βρόμικος;

Με ω-μέγα δίνει μια παραπάνω ίσως ένταση αλλά και μεγαλοπρέπεια στη βρώμα, αλλά η αλήθεια είναι πως

Έβγαλε (βρώμα ή βρόμα) η ιστορία ότι ξοφλήσαμε;

“Δικό σου είναι μόνο ό,τι μπορείς να προστατεύσεις” σύμφωνα με το σοφό γνωμικό.

Οπότε ας το ρίξουμε καταρχάς στην ορθογραφία και την ετυμολογία.

Όταν θέλουμε να δηλώσουμε πως κάποιος στερείται καθαριότητας και ατομικής υγιεινής, με αποτέλεσμα να αποπνέει δυσάρεστη οσμή (κυριολεκτική έννοια), είτε χάνει στο πεδίο της εντιμότητας και της ευπρέπειας, με αποτέλεσμα να είναι κατακριτέος από ηθικοπλαστικής απόψεως (μεταφορική έννοια), κάνουμε χρήση του επιθέτου βρόμικος, -η, -ο (π.χ., βρόμικο σπίτι,  βρόμικη ατμόσφαιρα, βρόμικος πόλεμος, βρόμικο χρήμα,  βρόμικος άνθρωπος).

Αυτό που ταλανίζει πολλούς  είναι πώς πρέπει να γράφουμε το εν λόγω επίθετο, δεδομένου ότι σε διάφορα κείμενα και παρά πολύ στο διαδίκτυο το βρίσκουμε να αναγράφεται βρόμικος και συνηθέστερα βρώμικος.

Με ω-μέγα δίνει μια παραπάνω ίσως ένταση αλλά και μεγαλοπρέπεια στη βρώμα, αλλά η αλήθεια είναι πως γράφεται με ο-μικρόν.

Το επίθετο (όπως και τα ουσιαστικά βρόμα και βρομιά, τα επίθετα βρομερός και βρομιάρης) πρέπει να γράφεται με -ο- (βρόμικος) και όχι με -ω- (βρώμικος), καθώς είναι παράγωγο του ρήματος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας βρομέω-βρομώ το οποίο, με τη σειρά του, παράγεται από το ουσιαστικό βρόμος (αρσενικού γένους) και το ρήμα βρέμω.

Οι τρεις αυτές λέξεις της αρχαίας ελληνικής, ομόρριζα των λέξεων βροντή και βροντάω, δήλωναν ισχυρό θόρυβο, έντονο κρότο, πάταγο ή ταραχή. Ειδικότερα το βρέμω, από το οποίο παρήχθησαν όλες οι προαναφερθείσες λέξεις, σήμαινε βρυχώμαι, ωρύομαι, κραυγάζω, κάνω κρότο ή πάταγο.

Πώς μπορεί να εξηγηθεί, όμως, η γραφή βρωμ- (αντί της ορθής βρομ-), που συνηθίσαμε να τη βλέπουμε μιας και διαφεύγει από το auto-correct;

Εικάζεται μετά βεβαιότητος πως το -ω- εμφανίστηκε αρχικά στο ουσιαστικό βρώμα (ακολούθως και στα λοιπά ως μικρόβιο) ως απόρροια παρετυμολογικής σύνδεσης του ουσιαστικού βρόμα (δυσάρεστη οσμή, δυσοσμία, δυσωδία, ηθική κατάπτωση, σήψη) με το ουσιαστικό βρώμα ουδετέρου γένους (βρώμα, -ατος), παράγωγο του ρήματος βιβρώσκω(τρώγω), που σήμαινε φαγητό ή τροφή.

Δες και τα άρθρα ειρωνία ή ειρωνεία, καταρχήν ή καταρχάς, κτήριο ή κτίριο

 

 

  • Εντυπωσιασμένος
  • Χαρούμενος
  • Απογοητευμένος
  • Θυμωμένος
  • Βαρετό
  • Φοβισμένος

#emo attacks
  • Παραπατώντας (πρώην Παπανώτας) στο Ευρωσυριζοψηφοδέλτιο
  • Παράταση στις φορολογικές δηλώσεις πριν ξεκινήσουν καν: όλα θα κριθούν στα πέναλτι (πρόστιμα)
  • Συμπλήρωνε το μεροκάματο του στο φορτηγό ο άτυχος αστυνομικός. Οι “λαδιάρηδες” μένουν ήσυχοι, δεν κινδυνεύουν από εργατικό ατύχημα
  • Δε φτάνουν τα πρόστιμα που έπεσαν στις εισπρακτικές: χρειάζεται καθημερινή, πιεστική & πειστική επικοινωνία μαζί τους μέχρι την είσπραξη