- emo.gr
- Τέχνες
- Το παιδί και το ποτάμι
Γιώργος Χαλατσάς
Απ’ το πρωί ίσαμε το βράδυ σερνόταν από κάμαρη σε κάμαρη, με ξεθηλυκωμένα τα πόδια σα σπασμένα κλωνάρια. Το κούτελο οργωμένο, γεμάτο αυλακιές, μαδημένα τα φρύδια, οι μελανές φλέβες φέγγριζαν στο πρόσωπο, ο παιδικός του λαιμός γερασμένος παράκαιρα έγερνε στο πλάι με ξεπεταμένο το καρύδι. Ψηνόταν στον πυρετό, ξεγδερνόταν στο βήχα, τα χέρια του ανάδευαν σιγανά να πιαστούν από κάπου, γεμάτα έκφραση, λεπτά κι’ άσπρα σαν κοριτσίστικα, η ράχη του πίσω ξεγυμνωμένη απ’ τα κουρέλια έπαιζε σάμπως μελλοθάνατο σκοπό. Μα το παιδί ό,τι ήταν, τόχε μέσα στα μάτια. Εκεί βρισκόταν φωλιασμένος ο πόνος, τόνειρο, το πάθος της ζωής. Ήταν δυο μάτια βουρκωμένα πάντα, κόκκινα σα βαμμένα χείλια, μα μέσα από τούτο το φόντο της πυρκαγιάς τρεμόπαιζαν, λες, δυο γαλάζιες φλογίτσες, δυο διψασμένες φλέβες εκεί πούπιναν ανεχόρταγα το φως.
Πολλές φορές σερνόταν ως το βορεινό παραθύρι του σπιτού, τράβαγε την κουρτίνα και στεκόταν ετσιδά ώρες στη σειρά να κυττάει το ποτάμι. Και ξάφνου η νοσταλγία του παιδιού φόραγε φτερά, κλαπατάριζε, πήδαγε παντού στην αφρισμένη ράχη του ποταμιού να φύγει, λέει, να φύγει αποδώ και να τραβήξει για το τέλος του κόσμου, ταξιδεύοντας κάτω απ’ τα πλατάνια πούσκυβαν και φίλαγαν τα νερά του. Ύστερα τόνειρο έσβυνε κι’ αυτό ένοιωθε να βρίσκεται ξανά καρφωμένο στο παραθύρι, χλωμό-φλουρί, κομμένο απ’ τη λαχτάρα και το χτυποκάρδι. Μα τα νερά έφευγαν πάντα μπρός στα μάτια του και το παιδί ζήλευε κρυφά ετούτο το ποτάμι και για το κύλισμά του το αιώνιο κι’ από το φθόνο του ανασηκωνόταν μια στιγμή κι’ άπλωνε κατακεί το χέρι να το πιάσει τάχα και να το μολέψει. Και ξάφνου πάλι ‘ρχόταν και το σκλάβωνε τόνειρο και πήδαγε κάτω απ’ το παραθύρι κι από πέτρα σε πέτρα το πέρναγε πέρα-δώθε και τόβλεπε πια σαν άνθρωπο με την προσβολή στα μούτρα και χαιρόταν άγρια γι’ αυτό. Χίλιες φορές έτσι το διάβαινε και το ξαναδιάβαινε κομμένο από σκιάξιμο κι’ από χαρά, τρέμοντας σύγκορμα που το νίκησε και το μέρεψε.
-Που πάει, μάνα, το ποτάμι? ρώταγε δειλά πότε-πότε.
-Μακρυά κοτούλα μου, πολύ μακρυά. Αλάργα όσο παίρνει ο νούς σου. Ως το Θεό παιδάκι μου!
-Και τι το κάνει ο Θεός το ποτάμι, μάνα? την ξαναρώταγε.
Και κείνη τότε έσιαχνε τη μαντήλα δίπλα στο τζάκι, σύμπαγε τη φωτιά – ο καϋμός του παιδιού τής άπλωνε φτερούγες να πετάξει κι αυτή σ’ ένα κόσμο καλύτερον από τούτον, δίχως έγνοιες και πόνο, σένα λειβάδι άσωτο που πότιζαν τα νερά του ποταμιού, πλημμυρισμένο από λουλούδια, χαρούμενα μάτια, ηλιαχτίδες και γοργά αγγελικά πόδια.
Έφεγγε η μέρα ύστερα και το παιδί σβαρνιόταν ξανά λάμνοντας τα χέρια σαν κουπιά ως το παραθύρι ναποχαιρετήσει το ποτάμι, κίτρινο κι’ άλαλο, μα με τα μάτια να κυττάν μια φυσαλλίδα που ξέφευγε και χανόταν στη στροφή και με την ψυχή μέσα σε κείνη τη φυσαλλίδα να ταξιδεύει μαζί του.
Κάποιο μεσημέρι έπεσε ο αυγουστιάτικος ήλιος μέσα στο ποτάμι κι’ έκανε κούνια πάνω στα νερά. Το παιδί έπιασε ένα ξύλο, το βάφτισε έτσι απλά Μύρο, το σταυροφίλησε και το πέταξε μέσα. Το πήρε το ποτάμι κι’ άρχισε να το τραβάει για τα ξένα, μα σαν τόειδε να χάνεται στη στροφή, σούρθηκε όπως – όπως ως τάλλο παραθύρι να το ιδεί και παρακάτω. Σβαρνιόταν από κάμαρη σε κάμαρη κι’ από παραθύρι σε παραθύρι με μια παράξενη λαχτάρα, νοιώθοντας ολοένα την απογοήτεψη να το σφίγγει και στάθηκε κάποτε αποστασμένο στο χαγιάτι, πιασμένο απ’ τα παρμάκια, κυττώντας πέρα μακρυά ώσπου τόχασε.
-Τι κάνεις αυτού? Μπές μέσα! του λέει κοφτά η μάνα του. Ούτε βήμα ποτέ παρακάτω απ’ το μπαλκόνι. Τακούς? Ούτε βήμα.
Από τούτο το μεσημέρι το παιδί άρχισε να φκιάχνει ξυλαράκια και τα πέταγε ένα-ένα στο ποτάμι, μα σαν κάθονταν στο χαγιάτι όλο το πρώτον συλλογιόταν –το πρώτο που το ζήλευε, το πρώτο που αν είχε τη δύναμη θα ξεπετιόταν, λέει, μπροστά του και θα τούκοβε το δρόμο. Σούρθηκε ένα βράδυ με την πιο τρανή λαχτάρα στο τζάκι.
-Που νάχει πάει το ξύλο τώρα, μάνα?
-Πολύ μακριά παιδάκι μου.
-Δεν το σταμάτησαν τίποτα κλαριά στο δρόμο, να μην πάει παρακάτω?
-Μπα βλαστάρι μου: Αυτό τώρα ούτε μπορεί κανένας να ξέρει για πού θα τράβηξε.
Και ξανάρχισε το παραμύθι δίπλα στο τζάκι με τα λειβάδια, τα χαρούμενα παιχνίδια, τα λουλούδια, τις ξωτικιές και τα γοργά θεϊκά πόδια. Το παιδί τώρα τραβήχτηκε ως το παραθύρι κυττώντας πίσω τη μάνα του μένα αβάσταχτο μίσος. Δεν τόθελε να τοξίδει το ξύλο. Τόθελε ανάμεσα σε κλαριά και στις ρίζες απ’ τα πλατάνι να τυρρανιέται. Και κει στο παραθύρι, ωχρό κι’ ασάλευτο, έδινε προσευχή στο Θεό του και τον παρακάλαγε να τον σταμάταγαν τίποτα ρίζες.
Πέρναγαν έτσι οι μέρες μια-μια από κάμαρη σε κάμαρη κι’ από παραθύρι σε παραθύρι. Μα τίποτε πια, ούτε ο πυρετός, ούτε ο βήχας δεν μπορούσε να σκοτώσει τη λαχτάρα του παιδιού για το ταξίδι. Το ποτάμι βούιζε μέσα σταυτιά του μέρα-νύχτα και κυλούσε κι’ έφευγε πάντα για τα ξένα κι’ αυτό στεκόταν στο παραθύρι με ξεθηλυκωμένα τα ποδάρια, δίχως κόσμο και παιχνίδι, δίχως φτερά. Τα στήθια του είχαν γεμίσει από αγκάθια και λουλούδια. Έπιανε πετρούλες και με τα ντελικάτα χεράκια του πετροβολούσε το ποτάμι, άλλοτε πάλι ταποχαιρέταγε και του μίλαγε. Το κεφάλι του είχε γεμίσει όνειρα. Έμπαινε στο βυθό που βύζαιναν οι ρίζες των δέντρων, έτρεχε κάτω απ’ τα θολά βαθειά νερά σέναν κόσμο ονειρεμένον, όλο νεράϊδες, ξωτικά πράματα κι’ ανθρώπους παράξενους, που τον έπαιρναν μαζί τους κι’ έφευγαν πάντα για τα ξένα, για το τέλος του κόσμου, για τάσωτο λειβάδι και τα χαρούμενα γοργά πόδια. Κι’ έτσι, μέσα στόνειρο και τον πυρετό και το βουητό, σαν ξεκίναγε μυστικά πότε-πότε μια φωνή απ’ την καρδιά του ποταμιού και τον καλούσε ολοένα.
-Μύρο! Μύρο!
Και κείνος πάλι ο παράξενος αντίλαλος της φωνής πάντα:
-Έρχουμε! Έρχουμε!
Ξεκόλλησε ένα πρωί απ’ το παραθύρι, σούρθηκε ως το χαγιάτι κι ας ψήνονταν στον πυρετό. Ξεγδαρμένο στο βήχα, κατέβηκε όπως-όπως τη σκάλα, σούρθηκε ακόμα λίγο-λίγο για το ποτάμι πούφευγε. Έφτασε κάποτε εκειδά στην άκρη και ταρρωστημένα του γαλάζια μάτια είχαν γιομίσει νεράϊδες, ξωτικά, λουλούδια και λειβάδια, που όλο σέρνονταν πάνω στο νερό και το μαύλιζαν και το τραβούσαν. Άπλωσε μια το χέρι, το βούτηξε στο νερό, το βύθισε με λαχτάρα μέσα, έσκυψε απότομα. Και ξάφνου γλύστρησε, άπλωσε τα ντελικάτα χεράκια του να πιαστεί από κάπου και βούτηξε μεσ’ το ποτάμι. πάλεψε ακόμα, -μια-δυο φορές φάνηκε πάνω με την ψυχή στο στόμα, με τα μάτια γαντζωμένα στο παραθύρι, μα το ποτάμι τον έθαψε βαθύτερα μέσα στο κορμί του, τον έπαιρνε δικό του, μαζί του. Γιόμισε το στόμα του, γιόμισαν τα τυραγνισμένα του μικρά στήθεια ποτάμι. Και εκείνο, σιγά-σιγά πήρε το παιδί, τόπαιξε αποδώ, τόπαιξε αποκεί κι’ ύστερα, ήσυχα ήσυχα, το τράβηξε για τα ξένα, για το μακρυνό ταξίδι, για τόνειρο του Θεού.
Γιώργος Χαλατσάς (Δικηγόρος, λογοτέχνης και διηγηματογράφος από τη Στερεά Ελλάδα. Αντλεί τη θεματολογία του από τη ζωή της ελληνικής επαρχίας. Πέθανε πριν από λίγα χρόνια. Το συγκεκριμένο διήγημα δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία το 1957)
-
Προσωπικές “αναστάσεις”
20 ώρες 31 λεπτά ΠΡΙΝ -
Τα έθιμα της Μεγάλης Πέμπτης
3 ημέρες ΠΡΙΝ -
Ο μισοπάλαβος κι αποκτηνωμένος πρέζας της Τρούμπας
3 ημέρες ΠΡΙΝ -
NBA: ματς χωρίς αύριο για τα play in σε Δύση & Ανατολή
6 ημέρες ΠΡΙΝ -
Πρωτάθλημα χωρίς εξτρέμ και δεκάρι
6 ημέρες ΠΡΙΝ