- emo.gr
- Τέχνες
- Αγριοχείμωνο
Τάκης Δόξας (Παναγιώτης Λαμπρινόπουλος)
Ένα διήγημα του Τάκη Δόξα, πολυγραφότατου πεζογράφου από την Ηλεία, που περιγράφει τις πολύ σκληρές ημέρες της κατοχής.
Εμείς βλέπαμε το δρόμο. Το σπίτι μας είχε χαμηλώσει μεσ’ στη σκλαβιά και τα βράδια δεν έμενε παρά μόνο το υπόγειο. Εκεί κάπου μαζευόμαστε, ανοίγαμε το φεγγίτη και κοιτάζαμε όξω τη ζωή, πόσο πικραμένα περπατούσε. Ύστερα, γυρίζαμε στον εαυτό μας, ψαχνόμαστε μεσ’ στη σιωπή και βλαστημούσαμε τον πόλεμο και την πείνα.
Το Γερμανικό καμιόνι περνούσε αργότερα. Το ίδιο πάντα, ένα πράμα μαύρο και σκληρό σαν την κατοχή. Λέγανε πως πήγαινε κάθε τέτοια ώρα στο στρατόπεδο, διάλεγε μια ομάδα κρατούμενους και τα χαράματα τους έπαιρνε και τους άδειαζε στο Πλατανόδασο. Εκεί τους περίμενε ένα μόνιμο απόσπασμα, τους άρπαζε και τους κρέμαγε ανάποδα απ’ τα πλατάνια. Τα καμιόνι στεκόταν λίγο, χάζευε το θέαμα των ανθρώπων που πέθαιναν τόσο άσχημα, κι έπειτα βαριεστούσε και ξαναρχότανε στην πόλη από τον αγροτόδρομο.
Φορές-φορές τούτη η ιστορία γιόμιζε το υπόγειο και μας έπνιγε, με το αίμα της. Κάτου από τη γη είχαμε χτίσει με τσιμέντο ένα κενοτάφιο μισό τετράγωνο σκεπασμένο με λουλούδια και δάκρυα. Εκεί μέσα κρύβαμε ένα μεγάλο χαρτόνι που γράφαμε τους ήρωες της ημέρας. Πριν κοιμηθούμε, βγάζαμε το χαρτόνι κι ο πατέρας χαράκωνε τους νέους σταυρούς από το Πλατανόδασο. Ο πατέρας ήταν άνθρωπος γραμματισμένος κι ευαίσθητος. Εμείς συναζόμαστε γύρω του και παρακολουθούσαμε με πόση λύπη έκανε τη δουλειά του. Τέλος-τέλος τράβαγε κάτου απ’ τους σκοτωμένους μια γραμμή όλο πένθος κι έβγανε την άθροιση:
«17 και 16, 33 και 5, 38…»
Κανείς άλλος από μας δεν ήξερε τόσο καλή αριθμητική μα όλοι απορούσαμε με το νούμερο του πατέρα. Κείνος κοντοστεκόταν λιγάκι, μπέρδευαν τα δάχτυλά του κι ο νους του σε τόσα πτώματα και τα ξαναμέτραγε, μουρμουρίζοντας μια προσευχή.
«38!»
Τότε συλλογιόμαστε περισσότερο τη λευτεριά κι ο τόπος αγρίευε απ’ τις φωνές μας. Ο φεγγίτης μας άκουγε κι αυτός, και τα κάγκελά του παραξενεύονταν και λύγιζαν.
Μονάχα ο μπάρμπα Θυμιατός δε μίλαγε. Αυτός είχε ξεπέσει στον τόπο μας από τη Μικρασιατική καταστροφή κι έκανε το θεληματάρη. Έσερνε πάντα μαζί του και κάτι περίεργα εργαλεία. Μόλις του κουβέντιαζες, έπαιρνε ένα λουρί, τόβαζε στ΄ αυτί του και σ’ αφουγκραζότανε, ρίζωνε σε μια γωνιά και ησύχαζε.
Όταν ούρλιαζε από μακριά το καμιόνι, εμείς φωνάζαμε ακόμα. Ο μπαρμπα Θυμιατός έβαζε τα’ ακουστικά του και στιμωγνόταν στο μπροστινό τοίχο. Εκεί δα το λουρί του έτρεμε αλλόκοτα κι ο μπάρμπα Θυμιατός χύμαγε καταπάνω μας και μας σταμάταγε.
«Συσκότιση!»
«Ε;»
«Το καμιόνι!..»
Στην άκρη, κοντά στο κενοτάφιο, έκαιγε ένα μικρό λυχνάρι. Σηκωνόμαστε τότες όρθιοι, κάναμε ένα κύκλο γύρω του και το κρύβαμε, οι ήσκιοι μας ήταν μαύροι, μάζευαν τις φωνές μας και τις χώνευαν.
Βαθιά τη νύχτα ο πατέρας ίσα που έκλεινε τα μάτια του. Η Αννίκα ήταν το μικρότερο κορίτσι μας και κοιμότανε δίπλα στην καρδιά του. Μόνο που η σκέψη των σκοτωμένων στρογγυλοκάθονταν στο μαξιλάρι της και της ανακάτευε τα μαλλιά. Ξύπναγε λοιπόν τον πατέρα και ρώταγε:
«Και μπορούν πατέρα;»
«Τι, Αννίκα;»
«Μπορούν τα πόδια τους νάνε κρεμασμένα;»
«Μπορούν…»
«Από τα πλατάνια;»
«Ναι. Από κει.»
Την άλλη μέρα που ξαναπέρασε το καμιόνι έβρεχε. Ήταν Δεκέμβρης πια, αγριοχείμωνο. Μισή ώρα πριν οι τελευταίοι διαβάτες πήραν τον κατήφορο και χάθηκαν με τα νερά. Το σκοτάδι που πέρσευε από το δρόμο, χυνότανε απ’ το φεγγίτη στο υπόγειο και μας βούρκωνε την ψυχή. Στα χέρια του κρατούσε και χοντρά κομμάτια λάσπη, τά ‘ριχνε κι’ αυτά εκεί μέσα κι η ελπίδα μας θόλωνε πιο πολύ.
Εμείς κινδυνεύαμε να κλάψουμε κι ο πατέρας μας έλεγε να καθήσουμε σταυροπόδι και ν’ ακούμε τις ιστορίες της βροχής. Είχε ζήσει κάποτε σ’ ένα ορεινό νεραϊδοχώρι και πίστευε πως η βροχή έρχεται μακριά από τους τόπους του Θεού και διηγιέται στους ανθρώπους τη μοίρα τους. Έβαζε μάλιστα τη χούφτα του πίσω απ’ το αυτί του, άκουγε τα λόγια της που πέφτανε στο χώμα και το πιτσίλιζαν, και κάθε τόσο μας τα εξηγούσε.
«Για την άνοιξη λέει, πατέρα;»
«Ναι. Και γελάει.»
«Γελάει η βροχή πατέρα;»
«Προσέχετε και θα δείτε!..»
Τότες ακουμπάγαμε τ’ αυτί μας στον αέρα και κείνο μας γιόμιζε χαχανητά. Δίπλα μας στεκόταν κι ο μπάρμπα Θυμιατός, πέρναγε τ’ ακουστικά του και πάσχιζε κι αυτός να μάθει πως μιλούσε η βροχή. Αργότερα, από τη νύχτα που άρχισε η Κατοχή, έρχονταν όλο μπόρες και καταιγίδες. Αυτές τσάκιζαν τα κλαριά και σέρνονταν στα μονοπάτια κλαίγοντας….
Το καμιόνι ούρλιαζε απ’ την τελευταία στροφή κι όταν έφτασε μπροστά στο φεγγίτη μας, χώθηκε ανάμεσα στις λάσπες του δρόμου και σταμάτησε απότομα. Για μια στιγμή μάλιστα οι μπροστινές του ρόδες τινάχτηκαν ψηλά, προσπάθησαν να ξεκολλήσουν από κει χάμου μα στο τέλος ξανάπεσαν μ’ ένα βογγητό που αναστάτωσε το σκοτάδι.
Εμείς σκαλώσαμε τα μάτια μας άκρη-άκρη στα κάγκελα κι αγωνιζόμαστε να δούμε τι γινόταν όξω. Απ’ το καμιόνι βλέπαμε τα πελώρια στρογγυλά του λάστιχα, τα φτερά κι ένα χοντρό πλατύ σίδερο που δεν είχε τέλος. Από κει και πέρα ήταν ένας όγκος βαρύς και σκοτεινός. Ο όγκος αυτός μεγάλωσε μονομιάς, άπλωσε και μας έκοψε τη θέα του ουρανού, αυτή που μας είχε απομείνει.
Ο πατέρας στεκόταν πίσω μας, μας είχε αγκαλιάσει με τα δυο του χέρια και μας κρατούσε την ανάσα. Οι Γερμανοί δεν ήθελαν να μας βλέπουν τα βράδια ούτε στα παράθυρά μας. Γυρίζανε περίπολα, ψάχνανε τις γρίλλιες των σπιτιών και πυροβολούσαν κατάσαρκα. Στη γειτονιά μας ήταν ένας γέρος που είχε χάσει το γιό του μια νύχτα από την πείνα. Την ίδια ώρα που πέθανε εκείνο το παιδί, ο γέρος είδε ένα αστέρι να φεύγει τρέχοντας από τον ουρανό και να κατρακυλάει στη θάλασσα. Ο γέρος νόμισε πως το αστέρι ήταν ο γιός του κι από τότες κάθε βράδυ έβγαινε στο παράθυρό του κι έψαχνε να τον βρει. Μια φορά τον είδε το περίπολο, τον σημάδεψε και τον σκότωσε.
«Και το αστέρι;» Ρωτήσαμε τον πατέρα.
«Ποιο αστέρι!»
«Το παιδί του, πατέρα. Το βρήκε το παιδί του;»
«Α, ναι! Μόλις σκοτώθηκε ο γέρος, λένε πως πέρασ’ εν’ αστέρι όξω απ’ το παράθυρὀ του κι έπεσε στη θάλασσα…
«Και τόπιασε;»
«Βέβαια! Και φύγανε μαζί.»
Έπειτα η βροχή αραίωσε…
Η Αννίκα είχε σκαρφαλώσει στον ώμο του πατέρα και σε μια στιγμή τινάχτηκε απότομα, μας τράβηξε όλους βιαστικά – βιαστικά πιο κοντά στο φεγγίτη και μας έδειξε απέναντι.
«Που, Αννίκα!»
«Να, εκεί: στο αριστερό φτερό!»
«Τι…»
«Είναι δυο παιδιά! Τα βλέπετε;»
Εμείς ανεβήκαμε όπως – όπως στο μικρό της δαχτυλάκι, κάναμε δυο σάλτους και πέσαμε απάνω στο καμιόνι, αθόρυβα. Στο γύρο της ρόδας στέκανε ακόμα τα πόδια. Είχαν ξυλιάσει απ’ την πολυκαιρία και το κρύο κόντευε να τ’ αποσώσει. Τα πιάσαμε κιόλας, με τα μάτια μας. Τα βάλαμε μπροστά στη νύχτα και πίσω απ’ το πετσί τους έφεγγε ένα μακρύ κόκκαλο, κι εκείνο ετοιμόρροπο. Λίγο ψηλότερα απ’ το γόνατο, είδαμε και δυο κουρέλια που είχαν κρεμάσει τη γλώσσα τους και κορόιδευαν τον εαυτό τους.
Ύστερα τα πόδια σάλεψαν αργά, φτάσανε στη μέση της ρόδας και στάθηκαν. Τα κουρέλια κατέβηκαν πιο κάτω, κοίταξαν γύρω τους και μάζεψαν τη γλώσσα τους μεσ’ στο σκοτάδι. Από κει τα πόδια αραίωσαν κάπως, χώρισαν, και το ένα άρχισε σιγά σιγά ν’ ανοίγει σε μια καμπύλη πάνω απ’ το φτερό…
Ο πατέρας μας έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά του, και στη σιωπή. Αυτή η σκηνή γινόταν πολλές φορές εκείνη την εποχή στον τόπο μας. Τα παιδιά έμεναν ολόκληρους μήνες νηστικά, γύριζαν στους δρόμους, ανακάτευαν τα σκουπίδια για λίγη τροφή και πέθαιναν εκεί χάμου, με μια σάπια φλούδα στο στόμα τους. Μερικά από δαύτα δε μπορούσαν να υποφέρουν τούτη την ιστορία κι ήθελαν αν ζήσουν. Σκαρφάλωναν, λοιπόν, πίσω απ’ τα Γερμανικά καμιόνια που περνούσαν με τρόφιμα, άρπαζαν δυο τρία ψωμιά και χάνονταν στους ίσκιους του δειλινού. Μεσ’ απ’ τα τζάμια του σπιτιού μας είχαμε δει πολλά τέτοια παιδιά να κλέβουν τους Γερμανούς. Τα παρακολουθούσαμε αμίλητοι και παραξενεμένοι. Ύστερα, όταν πια είχαν φύγει, ρωτούσαμε τον πατέρα για τα ονόματά τους. Εκείνος απορούσε σαν και μας και μας έλεγε πως δεν τάξερε.
«Τι λες πατέρα!»
«Μα το Θεό, πώς να ξέρω…»
«Κι όμως κείνο το τελευταίο…»
«Ε, τι!»
«Έμοιαζε σαν το Γύψο. Λες νάταν ο Γύψος πατέρα;»
«Ο Γύψος; Όχι!»
«Ποιος άλλος!»
«Δεν ξέρω. Πάντως ο Γύψος δεν ήταν.»
Σε λίγο το ένα πόδι σφίχτηκε ακόμα πιο πολύ. Προσπάθησε να γαντζωθεί μα γλίστρησε ξαφνικά κι έπεσε απάνω στο φτερό σκούζοντας. Οι πατούσες ήταν φτενές και ίσα που το συγκράτησαν. Εκεί χάμου φάνηκαν και τα δάχτυλά τους, δέκα μικρά απογοητευμένα κόκκαλα. Τέντωσαν και κείνα και χώθηκαν μεσ’ στο λάστιχο της ρόδας.
Το καμιόνι άκουσε το σκούξιμο κι αναστατώθηκε. Εμείς το είδαμε να σαλεύει ολόκληρο. Έπειτα άστραψαν στο δεξί φτερό δυο μαύρες σκληρές μπότες, έκαμαν ένα στιγμιαίο κύκλο και πήδησαν στη γη. Ψηλότερα από τις μπότες πρόβαλε τη μουρίτσα του ένα ηλεκτρικό φανάρι, ανήσυχο κι οργισμένο. Το φανάρι γλιστρούσε από τις μπότες, κατέβαινε στη γη, σκαρφάλωνε στο καμιόνι, σήκωνε τα μάτια του κι ίσαμε το Θεό, πρόστυχα.
Ο πατέρας μας είπε να κρύψουμε την ψυχή μας, πιο μέσα απ’ το φεγγίτη. Μας έβαλε κιόλας έναν-έναν δώθε από τον τοίχο, κι έτρεμε παράξενα.
Το φανάρι γύριζε μεσ’ στη βροχή επίμονα. Φορές-φορές έπεφτε με ορμή στο δρόμο και γύρευε να τον τρυπανίσει. Άλλοτε πάλι μπερδευόταν στο νερό, κοβόταν λουρίδες-λουρίδες και κινδύνευε να λιώσει. Πίσω του πήγαιναν οι δυο μπότες. Είχαν ένα πετσί γυαλιστερό και παχύ που έφτανε ως τις λαγόνες. Στις φτέρνες σπίθιζαν δυο νευρικά σπιρούνια, ψάχνανε κι εκείνα στους γύρους που άνοιγε και γκρίνιαζαν, κακόηχα.
Ο μπάρμπα Θυμιατός καθόταν σε μια γωνία και είχε περάσει το λουρί του. Κάπου-κάπου το βλέπαμε να τραντάζεται αλλόκοτα και τρομάζαμε. Σερνόμαστε τότες πιο κοντά, απλώναμε τα χέρια μας και το χαϊδεύαμε.
«Έχει τίποτα μπάρμπα Θυμιατέ;»
«Όχι. Γιατί;»
«Που τρέμει…»
«Α! Είναι απ’ το κρύο. Δεν το ξέρετε;»
«Που να τα ξέρουμε!»
Στην άλλη άκρη τα δυο ξυλιασμένα πόδια φοβήθηκαν το φως που τα κυνηγούσε, ακούμπησαν τα νύχια τους και πήρανε φόρα να πηδήσουν. Το φανάρι είχε σταθεί κείνη τη στιγμή σε μια χούφτα λάσπη χάμου στο δρόμο και την ανακάτευε. Από κει σηκώθηκε απότομα, είδε τους ίσκιους των ποδιών να μακραίνουν στο άπειρο και χύμηξε κατά πάνω τους. Τους πρόλαβε την τελευταία ώρα. Το φως ήταν απαυδημένο από το πείσμα και τη μοχθηρία. Έπεσε γύρω-γύρω στα πόδια και κόντεψε να τα πνίξει, με την κακία του. Στο τέλος, έπειτ’ απ’ το φανάρι, ήρθε και μια φωνή χοντροκομμένη:
«Γκρέκο, άλτ!»
Εμείς σιμώσαμε πάλι στα κάγκελα, κατατρομαγμένοι. Αντίκρυ ο δρόμος είχε γίνει κίτρινος. Το φανάρι πλησίασε περισσότερο και οι μπότες με τα σπιρούνια χτυπούσαν τη γη σαν να την πρόσβελναν καταπρόσωπο. Απάνου στη ρόδα είχαν ξεμείνει ακίνητα τα δυο πόδια μέσα στον κύκλο του φαναριού που έπηζε και πάγωνε ολοένα και πιο πολύ γύρω τους. Μόνο που το πετσί τους ήτανε πιο διάφανο τώρα και το κόκκαλό τους έδειχνε πως στη μέση είχε κάμει μια παράξενη χαρακιά…
Ύστερα το φανάρι στάθηκε. Ο Γερμανός άπλωσε απότομα το χέρι του, άρπαξε τα πόδια απ’ το γόνατο και τα πέταξε κατάχαμα. Μαζί τους παρασύρθηκε κι έπεσε κι ένας ολόκληρος όγκος, ανθρώπινος. Ο όγκος ήτα από κουρέλια κι από πείνα και δεν μπόρεσε ν’ αρθρώσει ούτε λέξη. Διπλώθηκε μονάχα γύρω του, μάζεψε τις σάρκες που του απόμειναν κι έγινε μια τούφα μηδαμινή.
Το φως ξανάπεσε απάνω του, από περιέργεια ίσως. Εμείς είχαμε κολλήσει στο φεγγίτη, σκύψαμε στο φεγγίτη, σκύψαμε κάπως περισσότερο και τον κοιτάξαμε. Η Αννίκα ήταν πάλι στον ώμο του πατέρα, και τον γνώρισε πρώτη-πρώτη. Όταν γύρισε σε μας, έκλαιγε κιόλας.
«Μα τον είδες καλά, Αννίκα;» ρώτησε ο πατέρας
«Τον είδα πατέρα. Ο Γύψος, είπε.»
«Ο Γύψος;»
«Ναι. Αυτός δεν έχει το μεγάλο σημάδι στο μάγουλο;»
«Έτσι λένε.»
«Ε! Κοιτάχτε κι εσείς.»
Κοιτάξαμε κι εμείς μα δεν είδαμε τίποτε. Ο Γύψος ούτε που αναδευόταν. Τότες ο Γερμανός τέντωσε τη μια του μπότα, του την έφερε κατάσαρκα και τον έριξε τα’ ανάσκελα. Το παιδί ξετυλίχτηκε σαν ένα κουβάρι χάμου στο δρόμο, σκόρπισε εδώ δω κι εκεί και βόγγηξε. Στο κορμί του φορούσε ένα σακάκι, ρημαγμένο. Όταν αναποδογύρισε, το σακάκι άνοιξε ακόμα πιο πολύ κι απ’ τον κόρφο του ξεγλίστρησε ένα καρβέλι ψωμί. Το ψωμί πήδησε γελώντας μεσ’ στη νύχτα, βρήκε μια κατηφοριά του δρόμου και κύλησε…
Η βροχή άρχισε να πυκνώνει πάλι. Ο Γερμανός πήρε κυνηγώντας το ψωμί μα εκείνο μπλέχτηκε στο σκοτάδι και στη μπόρα και χάθηκε. Ύστερα ο Γερμανός γύρισε με τη φάτσα του γιομάτη λάσπες, άδραξε το Γύψο απ’ τα μαλλιά, τον σήκωσε με τη χερούκλα του και τον πέταξε απάνου στο καμιόνι. Εμείς ούτε που προφτάσαμε να δούμε πως έγινε τούτη η ιστορία. Στο τέλος ακούμε μόνο ένα ξερό πράμα; Να πέφτει στο καμιόνι και να σκούζει.
Το καμιόνι σε μισή ώρα ξεκόλλησε απ’ τις λάσπες, βλαστήμησε το Θεό μας κι έφυγε. Πίσω του πήγαιναν τρέχοντας τα νερά. Τα είδαμε να σκαρφαλώνουν απάνω του απ’ όλες τις μεριές και να χυμάνε να το πνίξουν. Στη γωνιά του σπιτιού μας είχε σταθεί ανάμεσα σε δυο πέτρες το ψωμί, και δίπλα του η βροχή καθόταν και τότρωγε ψίχουλο-ψίχουλο.
Περ’ απ’ τα μεσάνυχτα είχαμε σχεδόν αποκοιμηθεί. Μονάχα ο πατέρας έμενε ξάγρυπνος. Σηκώθηκε σιγά-σιγά, άνοιξε το κενοτάφιο, πήρε το μεγάλο χαρτόνι και ξανακάθισε να κάμει τους λογαριασμούς του. Πλάι του η Αννίκα, βασανιζόταν από τη σκέψη του Πλατανόδασου. Είχε ακούσει πως όταν οι Γερμανοί πιάνανε τα παιδιά που τους κλέβανε τα τρόφιμα, τα φόρτωναν στα καμιόνια, τα πήγαιναν εκεί απάνω και τα κρέμαγαν. Ο πατέρας τα ήξερε όλα αυτά μα δεν έλεγε τίποτα. Είχε ακουμπήσει το χαρτόνι στα γόνατά του, αριθμούσε τους σταυρούς της ημέρας, τους έβαζε τον έναν πίσω απ’ τον άλλο και τους ξαναμέτραγε:
«59 και 3, 62. Και 1, 63…»
«Και 1 πατέρα;»
«Ναι Αννίκα. Γιατί;»
«Είναι ο Γύψος;»
«Όχι. Σταυρός.»
«Ε λοιπόν, τ’ απόγιομα είχαμε 62. Δε θυμάσαι;»
«Θυμάμαι. 63.»
Απέναντι, κάτου απ’ το φεγγίτη, ήταν ξαπλωμένος ο μπάρμπα Θυμιατός. Είχε περάσει το λουρί του κι αφουγκραζόταν. Ο πατέρας έγειρε λίγο στο μέρος του και τον ρώτησε:
«Ακούς τίποτα μπάρμπα Θυμιατέ;»
«Ναι. Τ’ αγριοχείμωνο. Ξαναδυνάμωσε ε;»
«Ξαναδυνάμωσε.»
Αλήθεια είχε ξαναδυναμώσει.
-
Προσωπικές “αναστάσεις”
20 ώρες 35 λεπτά ΠΡΙΝ -
Τα έθιμα της Μεγάλης Πέμπτης
3 ημέρες ΠΡΙΝ -
Ο μισοπάλαβος κι αποκτηνωμένος πρέζας της Τρούμπας
3 ημέρες ΠΡΙΝ -
NBA: ματς χωρίς αύριο για τα play in σε Δύση & Ανατολή
6 ημέρες ΠΡΙΝ -
Πρωτάθλημα χωρίς εξτρέμ και δεκάρι
6 ημέρες ΠΡΙΝ