- emo.gr
- Τέχνες
- Φελίσια (part 2, Μεζονέτες)
Η Φελίσια αρχίζει να γνωρίζει τον κόσμο και βρίσκεται αντιμέτωπη με το “πόθεν έσχες”, με μια μητέρα σε απόγνωση και με μία άλλη φαινομενικά χαρούμενη, που έδωσε την επιμέλεια των τέκνων στον σύζυγο…
Όποιος έχασε τον πρόλογο της νουβέλας ξεκινά την ανάγνωση από εδώ
Μεζονέτες
Α1
Τα κοντινότερα και πιο εύκολα προσβάσιμα για τη Φελίσια οικήματα ήταν μια σειρά από φωτισμένες μεζονέτες. Εκεί, σίγουρα θα ζούσαν εύποροι άνθρωποι και θα έβρισκε άφθονη τροφή. Πώς όμως θα κατάφερνε να μπει μέσα σε κάποιο από αυτά; Κάθισε στο πλατύσκαλο του πρώτου από αυτά, στο παχύ χαλάκι της εξόδου, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή, που δεν άργησε να έρθει, αφού η πόρτα άνοιξε ξαφνικά απότομα και με ανεξήγητη δύναμη από ένα πιτσιρίκι που έτρεχε προς την αυλή ουρλιάζοντας χαρωπά.
Η Φελίσια τρόμαξε και έκανε να κρυφτεί πίσω από μια μεγάλη γλάστρα, αλλά αμέσως το μετάνιωσε και άρπαξε τη μοναδική ευκαιρία να τρυπώσει στο σπίτι. Η μητέρα του μικρού αγοριού δεν την πρόσεξε, κόντεψε να την κλο-τσήσει καθώς έτρεχε για να σταματήσει τον πιτσιρικά, που της ξέφυγε στην προσπάθειά της να τον γραπώσει απ’ το μπράτσο. Το αγόρι, παρά την καταδίωξη, παρέμενε απτόητα χαρούμενο, κρατώντας ως έμβλημα νίκης ένα πανάκριβο βάζο, το πρόσωπο της μητέρας του όμως έδειχνε κούραση και τρόμο. Ήταν μια όμορφη νέα γυναίκα γύρω στα σαράντα, ντυμένη με ακριβά, εντυπωσιακά ρούχα, και με τα κατάξανθα μαλλιά της δεμένα σ’ έναν περίτεχνο κότσο. Η έκφρασή της, βέβαια, δεν ταίριαζε καθόλου με την υπόλοιπη εμφάνισή της. Το γοητευτικό πρόσωπό της είχε αλλοιωθεί από μια παράλογη αγωνία για ένα βάζο που το είχε μετακομίσει σαν αταίριαστο στολίδι μέχρι τον κήπο ο μικρός πειρατής. Η Φελίσια βρισκόταν ήδη στο πιο ενδιαφέρον μέρος του σπιτιού, την κουζίνα. Ο φούρνος, αναμμένος, ανέδιδε τη μυρωδιά σουφλέ τυριών. Με την πρόβλεψη πως σύντομα όλοι θα κατέληγαν εκεί, κρύφτηκε κάτω από το τραπέζι με το μακρύ λινό τραπεζομάντιλο και περίμενε την ευλογημένη στιγμή του σερβιρίσματος.
Η πρόβλεψή της ήταν σωστή. Η κυρία, πολύ σύντομα, αφού ξανάβαλε το βάζο στη θέση, έριξε μια ματιά στον φούρνο ελέγχοντας το ρόδισμα του φαγητού, κάθισε στον μικρό κυκλικό καναπέ της κουζίνας και άρχισε να τηλεφωνεί. Πάλι η φωνή της ήταν γεμάτη αγωνία – αλήθεια, πώς κατάφερνε ν’ αντέξει τόση ένταση αυτός ο κότσος;
Η Φελίσια δεν είχε μάθει να είναι διακριτική στα τηλεφωνήματα του Γιώργου και έτσι άρχισε να ακούει:
«Τους αλήτες! Περιμένω να βγω στη σύνταξη και να εξαφανιστώ από αυτήν τη βρομοχώρα! Στην Αγγλία θα πάω, να κάνω τις βόλτες μου στο Χάυντ Παρκ και να πίνω τσάι! Τα παιδιά μου κινδυνεύουν, η περιουσία μου κινδυνεύει… Αν είναι δυνατόν! Μας αναγκάζουν να δηλώνουμε “πόθεν έσχες” στα εισοδήματά μας. Και πού ξέρω εγώ ποιος αλήτης θα μπει στο ίντερνετ να δει τι έχω και να έρθει να μου κάψει το σπίτι, επειδή δεν έβγαλα ευνοϊκή απόφαση γι’ αυτόν! Είναι βαρύ το επάγγελμα του δικαστή, και επικίνδυνο! Δεν μπορούν να το κάνουν όλοι, φιλενάδα… Πολύ βαρύ!».
Η Φελίσια τρόμαξε και σαν να της κόπηκε ξαφνικά η όρεξη. Τι κίνδυνος ήταν αυτός; Κατάλαβε ότι η κυρία του σπιτιού αποφάσιζε για την τύχη ανθρώπων και θεωρούσε ότι κινδύνευαν τα παιδιά της και η περιουσία της από κάποια νέα νομοθεσία του Κράτους. Το τηλεφώνημα διακόπηκε απότομα με την εμφάνιση του εργαζόμενου, κατάκοπου συζύγου και η οικογένεια κάθισε να φάει σουφλέ τυριών και κοτολέτες. Η κυρία συνέχιζε να μουρμουράει για τη νομοθετική συμφορά που χτύπησε το σπιτικό τους κάθε φορά που εκείνος κατάπινε μια μπουκιά, με αποτέλεσμα κάποια μικρά κομμάτια φαγητού να πέφτουν στο πάτωμα.
Η Φελίσια πλησίασε αθόρυβα, ακούμπησε τη ροζ μυτούλα της στα κομμάτια του πεσμένου πολυτελούς γεύματος και κύρτωσε ψηλά την ουρά της. Μύριζε υπέροχα, αλλά για κάποιον λόγο δεν τόλμησε να το φάει… Δεν είχε συνηθίσει τόσο επικίνδυνα φαγητά… Χωρίς να την αντιληφθούν, μόλις άνοιξε η μπαλκονόπορτα για να ανάψουν τσιγάρο, εξαφανίστηκε από την πρώτη μεζονέτα.
Α2
Η δεύτερη μεζονέτα ήταν φωτισμένη η μισή, μόνο στην αριστερή της πλευρά, και θεοσκότεινη στην άλλη πλευρά. Πιθανότατα κάπου δεξιά θα ήταν η καταλληλότερη είσοδος, αφού με σβηστά τα φώτα δεν θα δυσκολευόταν να μπει κρυφά μέσα. Πράγματι το παράθυρο ήταν μισάνοιχτο, και με ένα σάλτο, όχι εύκολο για τα κιλά της, σωριάστηκε στη βελούδινη μπερζέρα που βρέθηκε μπροστά της. Δεν υπήρχε κανείς και τίποτα το ενδιαφέρον σε εκείνο το βαρύ γραφείο: η μυρωδιά πούρου, μελανιού και χαρτούρας δεν μπορούσε να την κρατήσει ούτε λεπτό. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί που ακούγονταν ψίθυροι. Δυο όμορφες νέες γυναίκες κάθο- νταν σ’ έναν σικ σατέν καναπέ και έπιναν τσάι, τρώγοντας κέικ σοκολάτα. Η μία ήταν πολύ βαμμένη, με στενή φούστα και ψηλές γόβες, κοκκινομάλλα και προ- κλητική, η άλλη λεπτεπίλεπτη ξανθιά, ντυμένη με μια φόρμα σε απαλό γαλάζιο και αθλητικά παπούτσια. Η ξανθιά γυναίκα μιλούσε ψιθυριστά και ήταν βουρκωμένη.
«Είναι φρικτός… δεν συνεννοείται… εχτές το βράδυ με χτύπησε και ήταν μπροστά το κοριτσάκι μου… έκλαιγε όλο το βράδυ η Μαρία, τρόμαξε έτσι όπως τον είδε…»
«Πρέπει να φύγεις πριν να είναι αργά. Φοβάμαι για σένα…»
«Δεν μπορώ να φύγω… Η μικρή το δήλωσε: εδώ είναι το σπίτι της, δεν φεύγει… Έπειτα είναι το σχολείο, οι φίλοι της, όλη η ζωή της… Δεν μπορώ να της τα στερήσω όλ’ αυτά».
«Μα είσαι δυστυχισμένη… Τον ανέχεσαι τόσα χρόνια…»
«Πέρασαν τρεις μήνες που τόλμησα να ζητήσω διαζύγιο και κοίτα πώς έγινε η ζωή μου, σκέτη κόλαση… Κάνει σαν τρελός, σου λέω».
«Τώρα το θυμήθηκε πως σ’ αγαπάει; Τόσα χρόνια γυρίζει με άλλες και δεν δίνει λογαριασμό».
«Δεν είναι από αγάπη, φιλενάδα: δεν θέλει να χάσει τον έλεγχο πάνω μου, ούτε την εικόνα του καλού οικογενειάρχη. Με εκβιάζει ότι θα βρεθώ στον δρόμο, δεν θα μου δίνει διατροφή, και δεν έχω τίποτα δικό μου».
«Δουλεύεις τόσα χρόνια στις εταιρείες του, έχεις σπουδάσει οικονομικά, εσύ κρατάς τα πάντα, γραμματεία, λογιστικά…»
«Δεν μου δίνει μισθό. Έχεις όλα αυτά, μου λέει, και τη χρυσή μου πιστωτική κάρτα για τα ψώνια σου, δεν χρειάζεσαι τίποτε άλλο».
«Μπορείς να βρεις κάποια άλλη δουλειά, με τον μισθό σου να γίνεις ανεξάρτητη και να καταφέρεις να απεγκλωβιστείς».
«Θ’ αστειεύεσαι, βέβαια… Εδώ δεν βρίσκουν δουλειά τα νέα παιδιά με τόσα μεταπτυχιακά, απολύουν συνεχώς κόσμο. Εμένα θα πάρουν; Που πάτησα τα σαράντα; Δεν βλέπεις τι γίνεται… Επιστήμονες σε ημιαπασχόληση, υπερωρίες που δεν πληρώνονται, δουλειά για ένα κομμάτι ψωμί, αμφίβολη η ασφάλιση… Δεν έχω τύχη στην ελεύθερη αγορά εύρεσης εργασίας…»
«Την έχεις άσχημα, φιλενάδα… Χωρίς χρήματα δεν μπορείς να δραπετεύσεις από εδώ. Αυτός έχει δύναμη… Σ’ εκβιάζει κιόλας…»
«Αν δεν υπήρχε η Μαρία… Για μένα δεν νοιάζομαι… το παιδί όμως… δεν μπορώ να της τα στερήσω όλ’ αυτά… Θα διαλέξει να μείνει εδώ, μαζί του. Έτσι θα τη χάσω την κόρη μου. Αλίμονο!»
Η χλωμή ομορφιά της μούσκεψε πάλι δάκρυα και η Φελίσια δύσκολα συγκρατήθηκε να μην ανέβει στα γόνατά της. Πίσω από τον καναπέ, κρυφάκουγε τα πάντα:
«Αφού σ’ εκβιάζει, πρέπει να περάσεις στην αντεπίθεση. Είναι βρόμικος, κάπου θα κάνει λάθη στις δουλειές του. Το βρήκα! Ντετέκτιβ! Θα βάλουμε ντετέκτιβ να τον παρακολουθήσει, και τότε θα μπορείς να τον εκβιάσεις κι εσύ! Θα τηλεφωνήσω αμέσως τώρα, ξέρω έναν πολύ καλό και εχέμυθο!»
«Με τι χρήματα;»
«Δέχεται πιστωτικές κάρτες, γλυκιά μου. Παίρνω τώρα!»
Η κοκκινομάλλα σηκώθηκε αποφασιστική και λικνίστηκε σαν μοντέλο πάνω στις ψηλοτάκουνες γόβες της για να πραγματοποιήσει την ιδέα της. Η φίλη της την ακολούθησε μηχανικά προς το χολ όπου βρισκόταν το τηλέφωνο, για να βρει μια σανίδα σωτηρίας εγκαταλείποντας το σοκολατένιο κέικ και τα δάκρυα.
Το τραπέζι του τσαγιού ήταν χαμηλό, κι εύκολα η Φελίσια θα μπορούσε μ’ ένα σάλτο ν’ αρπάξει τα υπολείμματα του κέικ, χωρίς καθόλου να διακινδυνεύσει. Όμως η σοκολάτα δεν της άρεσε… Θα ήταν μάταιος κόπος…
Aκολούθησε τον γνώριμο δρόμο της εξόδου. Ανεβαίνοντας τώρα πιο εύκολα στη βελούδινη μπερζέρα, δεν χουζούρεψε λεπτό πάνω της. Και βγήκε εύκολα, ακριβώς έτσι όπως μπήκε.
Α3
Ένα απαλό γαλάζιο φως πίσω από τα δένδρα του κήπου τράβηξε την προσοχή της. Κάτι υπήρχε εκεί πίσω. Η μάντρα δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλή, υπήρχαν όμως αρκετά φυτά. Μπορούσε να τα διασχίσει; Η Φελίσια για μια στιγμή νοστάλγησε τις κούτες με τα πεσμένα βιβλία του Γιώργου. Κάπως έτσι εξασκούσε το αιλουροειδές της ένστικτο μέσα στο στενό δώμα: περνώντας ανάμεσα από κούτες με βιβλία, πεταμένα παπούτσια, ζώνες και πουλόβερ. Εκείνη η εξάσκηση θα της φαινόταν χρήσιμη τώρα, ώστε να διασχίσει πυκνά πράσινα κλαδιά και φυλλωσιές. Το γαλάζιο φως οφειλόταν σε μια μικρή πισίνα της αυλής. Δεν είχε αντικρίσει ξανά κάτι τέτοιο και εντυπωσιάστηκε. Μήπως είχαν σκύλο; Προσοχή!
Ευτυχώς ο σκύλος αυτής της μεζονέτας ήταν λούτρινος: μεγάλος αλλά ψεύτικος, απλώς διακοσμητικός. Το καθιστικό, που έβλεπε στον κήπο, προστατευόταν από μια τεράστια τζαμαρία χωρίς κουρτίνες, με σηκωμένα στόρια, και η Φελίσια μπορούσε να δει καθαρά στο εσωτερικό. Μια γιγαντοοθόνη home theater πρόβαλλε κάποια ταινία. Υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι στην τραπεζαρία και πολλά φαγητά πάνω στο τραπέζι. Ευτυχία!
Μεγάλος όμως ο βαθμός δυσκολίας προσέγγισης, διότι υπήρχαν πολλά φώτα στο σαλόνι και η συντροφιά ήταν μεγάλη. Έκαναν αρκετή φασαρία, έπαιζαν κάποιο παιχνίδι στο οποίο κάποιος από την μία ομάδα παρίστανε σιωπηλός, κουνώντας μόνο τα χέρια του, τίτλους από ταινίες. Παντομίμα.
Το μόνο που μπορούσε να βοηθήσει τη Φελίσια ήταν ο σκύλος, ο μαλλιαρός λούτρινος λευκός σκύλος που καθόταν με τη γλώσσα έξω και γελούσε χαζοχαρούμενα προς τη συντροφιά, στημένος δίπλα στον μπουφέ. Χρησιμοποιώντας την ψεύτικη γούνα του ως παραλλαγή, η Φελίσια κουλουριάστηκε κάτω από την κοιλιά του, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία. Η ώρα περνούσε και η συντροφιά δεν έλεγε να διαλυθεί. Μια οικιακή βοηθός με κοντοκουρεμένα μαλλιά έφερνε και ξανάφερνε πιάτα και ποτήρια στο τραπέζι. Αφθονία και χαρά. Κόντευε να χαράξει πια όταν αποφάσισαν να φύγουν, εύθυμοι και ολότελα πιωμένοι. Η οικιακή βοηθός είχε ανέβει στη σοφίτα για ύπνο, παντού επικρατούσε απόλυτη ακαταστασία, αλλά η οικοδέσποινα παρέμενε ιδιαίτερα ενεργητική. Ήταν μια γυναίκα εντελώς μεσογειακή, με μακριά μαύρα μαλλιά και έντονα χαρακτηριστικά. Φαινόταν έξυπνη και πολύ δραστήρια, η ομάδα της είχε κερδίσει στην παντομίμα χάρη στο ταλέντο της ηθοποιίας της, τη χειροκροτούσαν διαρκώς. Αφού έφυγαν όλοι, απέμεινε μόνη μ’ έναν από τους άντρες της παρέας και κάθισαν σ’ έναν καναπέ δίπλα στον μπουφέ. Η Φελίσια δεν αφέθηκε καθόλου να γουργουρίσει, αλλιώς μπορούσαν εύκολα να την αντιληφθούν. Αυτή η ανυπομονησία ήταν απίστευτη, τόση ώρα περίμενε να φύγουν για να γλείψει τα πιάτα με τις λιχουδιές και, μόλις επιτέλους ήρθε η ώρα, ένα καινούριο εμπόδιο! Τι συζητούσαν επιτέλους τέτοια ώρα; Ο άντρας, που φορούσε γυαλιά, μπήκε κατευθείαν στο θέμα.
«Είδες που είχα δίκιο; Σε συμβούλεψα σωστά. Η ζωή σου είναι τώρα όπως τη θες, είσαι ελεύθερη, ζεις σ’ ένα υπέροχο σπίτι με υπηρέτρια, δέχεσαι τους φίλους σου, κοιμάσαι και ξυπνάς ό,τι ώρα θες, δεν σε καταπιέζει κανείς, ούτε έχεις να ξυπνήσεις αύριο νωρίς για να πας τα παιδιά στο σχολείο. Έκανες την “κίνηση ματ”, κοπέλα μου, πήρες και τόσα χρήματα που θα περάσεις καλά για χρόνια».
«Το βλέπω κι εγώ, Κώστα. Μπορεί να ακούγεται παράξενο μια μάνα να δίνει την επιμέλεια των παιδιών της οικειοθελώς, όμως δεν θα τα κατάφερνα μόνη με τρία παιδιά. Αυτός δεν είχε σκοπό να δώσει διατροφή, ούτε μπορούσα να συντηρώ εκείνο το τεράστιο σπίτι με τους νέους φόρους που μας έβαλαν. Έτσι τα πήρε όλα, τη βίλα του και τα παιδιά του, και με αντικατέστησε με “νεότερο μοντέλο”. Έχουμε και το ίδιο όνομα με την καινούρια, που να πάρει, αυτή είναι η πλάκα».
«Ήσουν χαρούμενη και όλοι σε καμάρωναν σήμερα. Η ζωή σου θα φτιάξει σύντομα και πάλι, θα το δεις. Είναι μέχρι να συνηθίσεις τη νέα κατάσταση. Πότε θα τα δεις τα παιδιά;»
«Το επόμενο Σαββατοκύριακο. Περνάω και τα παίρνω Σάββατο πρωί. Μετά, Κυριακή στις εννέα το βράδυ, τα αφήνω πίσω όπως συμφωνήσαμε. Η “άλλη” περιμένει στη βεράντα να τα υποδεχτεί…»
«Εντάξει, θα τα πάτε καλά με τα νέα δεδομένα, αρκεί να φροντίσεις κι εσύ να μην του πας κόντρα. Πραγματικά έδειχνες ήρεμη και χαρούμενη σήμερα».
«Πάντα ήμουν καλή στην παντομίμα… Καληνύχτα, Κώστα, ώρα για ύπνο, να προσέχεις κι εσύ τέτοια ώρα στον δρόμο».
Επιτέλους! Τα ενοχλητικά φώτα της τραπεζαρίας έκλεισαν και απέμεινε μόνο το φως του απορροφητήρα της κουζίνας να φωτίζει τον θησαυρό με τα αποφάγια που η Φελίσια τόσο στωικά περίμενε να κλέψει. Η οικοδέσποινα ανέβηκε βαριεστημένα τη σκάλα και σίγουρα θα κοιμόταν ξερή στο λεπτό. Η ώρα είχε φτάσει! Η Φελίσια, μην έχοντας άλλη υπομονή, έτρεξε γρήγορα στην τραπεζαρία και, με τη βοήθεια του τραπεζομάντιλου, ανέβηκε πάνω στο τραπέζι. Τζίφος! Τι ερημιά ήταν αυτή; Δεν είχαν αφήσει τίποτα απολύτως, τα είχαν καταβροχθίσει όλα. Απέμεναν μόνο κάτι μουσκεμένα ψωμιά μέσα σε αδιάφορες ανακατεμένες σαλάτες με σος. Φρίκη!
Η Φελίσια μ’ ένα πήδημα βρέθηκε πίσω στο πάτωμα και όρμησε εντελώς οργισμένη προς την έξοδο με το γαλάζιο φως. Σταμάτησε μόνο κι έριξε μια περιφρονητική ματιά στον λούτρινο σκύλο με το ηλίθιο χαμόγελο και τη βγαλμένη γλώσσα.
(Συνεχίζεται…με ….οροφοδιαμερίσματα)
-
Πολυτεχνείο: Πολιτικές τελετουργίες ή το τραπέζι του Ινδιάνου
1 εβδομάδα ΠΡΙΝ -
Κράτα σημειώσεις πως κερδάνε εκλογές, άχαστε
3 εβδομάδες ΠΡΙΝ -
Προφήτες της καταστροφής, σπεκουλαδόροι της συμφοράς
3 εβδομάδες ΠΡΙΝ -
Οι Τόρις είναι συντηρητικοί, όχι τραμπικοί ρατσιστές
3 εβδομάδες ΠΡΙΝ -
Τελικά έκανε παρέλαση ή όχι ο Αλόνσο;
4 εβδομάδες ΠΡΙΝ