- emo.gr
- Τέχνες
- Μικρές υποχωρήσεις
Άνοιξη έφτασε το γράμμα, καλοκαίρι αφομοιώθηκε, φθινόπωρο μελαγχόλησε και νοστάλγησε, χειμώνα υπέμενε την σιωπή μέχρι τα νέα μαντάτα
(Διήγημα σε τρεις συνέχειες)
Άννα, η κυρά-Άννα για τους λιγοστούς γνωστούς της, περπατούσε με μεγάλα σταθερά βήματα στις κρύες πλάκες του πεζοδρομίου χωρίς να προσέχει το χειμωνιάτικο σούρουπο στον ουρανό. Το τοπίο της ήταν εντελώς αδιάφορο αφού είχε διανύσει αμέτρητες φορές ετούτο τον ίδιο δρόμο. Η μακριά φούστα της μπλεκόταν ανάμεσα στους αστραγάλους, σκούπιζε τα πεσμένα φύλλα, σφούγγιζε τις μικρές λάσπες της περασμένης βροχής.
Δούλευε ακατάπαυστα ακόμη κι όταν εκείνη σταματούσε, η μακριά μαύρη φούστα της. Μια ριπή παγωμένου αέρα στην στροφή την ανάγκασε να κόψει ρυθμό για δευτερόλεπτα. Τότε τον είδε, τον ήλιο που χανόταν μέσα σε γκριζοκόκκινα σύννεφα, ένα αλλιώτικο ηλιοβασίλεμα απόψε της τράβηξε την προσοχή. Τα χρώματα πάντοτε την συγκινούσαν, τα διάβαζε και τα προφήτευε. Συνήθιζε να τα απλώνει στην ωχρή παλέτα του μυαλού της, σχεδίαζε, μουτζούρωνε, αναμείγνυε, πιτσίλαγε διαρκώς ώσπου δεν έμεινε πια άλλος χώρος κενός. Έτσι βάλθηκε να καθαρίζει αφού δεν υπήρχε τίποτε άλλο για να λερώσει με τις εγκεφαλικές μπογιές της. Καθάριζε τα πάντα στο σπίτι του Μάνου Βελισάρη, γνωστού καρδιολόγου στην μικρή κωμόπολη. Η υποδειγματική οικιακή βοηθός και οικονόμος της έπαυλης με το παραφορτωμένο πινελιές μυαλό, την μαύρη μακριά φούστα και τα ροζιασμένα χέρια.
Τα χέρια της είχαν παγώσει, πάλι ξέχασε να φορέσει φανελένια γάντια. Ασυναίσθητα έχωσε τις παλάμες της στις τσέπες της ποδιάς, από την βιασύνη της φορούσε ακόμη την ποδιά της κουζίνας- ας ήταν – την βόλεψε μια χαρά στο κρύο. Τα λιγοστά δευτερόλεπτα της παγωμένης ριπής αέρα στη γωνία που την έκανε να σταθεί στο ηλιοβασίλεμα, μόλις τότε, η Άννα κατάλαβε πως η ποδιά της κουζίνας ήταν η φορεσιά της. Κάπως έτσι γίνεται πάντα, μια παγωμένη ριπή μας αναγκάζει να σταματήσουμε για να δούμε «τα χρώματα» και τότε δυστυχώς είναι αργά, ο ήλιος δύει. Ο ήλιος είχε δύσει επάνω της εδώ και χρόνια, η εικόνα της ήταν αδιάφορη τόσο σε εκείνη όσο και στους ελάχιστους περαστικούς. Την γνώριζαν οι περισσότεροι, όμως κανένας δεν θα διέκοπτε το βήμα του για να την χαιρετίσει αναγνωρίζοντάς την, χωρίς ντροπή λοιπόν και η ποδιά που ζέσταινε τώρα τις χούφτες της.
Θυμήθηκε πόσο βιαστικά είχε φύγει πριν λίγο από το σπίτι, αφού είχε ετοιμάσει τα πάντα για το πρωινό της επόμενης μέρας. Βγήκε από την πόρτα του δωματίου υπηρεσίας αφήνοντας την λάμπα στο παράθυρο ανοιχτή σαν να επρόκειτο να διαβάσει όλη νύχτα εκεί μπροστά αλλά τελικά αναγκάστηκε να υποδεχτεί με καρτερία έναν ανεπιθύμητο επισκέπτη. Ο χειμώνας αυτός ήταν πράγματι ανεπιθύμητος στην μικρή κωμόπολη, αφού την ερήμωνε από περαστικούς εποχιακούς εκδρομείς και τουρίστες. Ακούσια έγιναν και θα γίνουν όλα. Η αναμμένη λάμπα, ο ερχομός του χειμώνα, η εγκατάλειψη του δωματίου υπηρεσίας και οι συναντήσεις…
Πρώτες απ΄ όλα συναντούσε τις μουριές, στερημένες κι ετούτες από τις φουντωτές πλατύφυλλες φούστες τους, απέμειναν με τα μπράτσα ορθωμένα ψηλά μέχρι να περαστεί ξανά η αρματωσιά τους από τον κυρίαρχο ήλιο. Τα κλαδιά τους έμοιαζαν με τις φλέβες των χεριών της όταν σφούγγιζε τα νερά της χίμαιρας, πράγματι, υπήρχε οικειότητα και οι μουριές μπορούσαν να την καλωσορίζουν πάντα στο σταθμό.
Έπειτα την προϋπαντούσε το χτιστό φωτισμένο αχνά ρολόι, ρολόι από πέτρα, αλάθητο και σταθερό. Το πορτοκαλί φως που φώτιζε τους δείκτες του το έκανε να μοιάζει με παράταιρο φεγγάρι που ατύχησε και σφηνώθηκε κοντά στις ράγες του τρένου. Ακούσια και αυτό. Γήινο φεγγάρι, ολόγιομο και φωτεινό ο Αντώνης, ο κυρ- Αντώνης για τους αμέτρητους γνωστούς του. Ο Αντώνης μετρούσε, συνέχεια και συνεχόμενα μετρούσε. Χρόνο, χρήμα, πρόσωπα, βαλίτσες, εισιτήρια, τραίνα, σταθμούς, αναχωρήσεις και αφίξεις. Τόσα πολλά, τόσοι πολλοί.
Εκείνη, η Άννα, μία και μοναδική ανάμεσα στα πολλαπλάσια πρόσωπα με απροσδόκητα πολλές και φανταχτερές αποσκευές και τελείως αδειανά χέρια από εισιτήρια και προορισμούς. Πώς να την καταμετρήσει και πού να την κατατάξει ετούτη τη γυναίκα; Δεν μπόρεσε. Έτσι έγιναν φίλοι. Αρχικά και με το πέρασμα του χρόνου έγιναν αχώριστοι φίλοι, δεμένοι τόσο που ακόμη και την ώρα της υπηρεσίας τους επικοινωνούσαν με την σκέψη. Γνώριζαν πότε υπήρχε φόρτος εργασίας, πότε χαρά και πότε λύπη. Πως το κατάφεραν αυτό; Ίσως από τις πολύωρες μεταμεσονύχτιες εκατέρωθεν αφηγήσεις, πιθανόν λόγω της ανάγκης τους για μοιρασιά, για συντροφιά, για ύπαρξη κοντινή, ή ακόμη χάρη σε εκείνο το παράδοξο και άγραφο σχέδιο που επινοεί η ζωή. Το αποτέλεσμα πάντως ήταν αυτό, ο σταθμάρχης της κωμόπολης, Αντώνης και η οικιακή βοηθός της έπαυλης, Άννα, έγιναν φίλοι καρδιακοί.
Τα ξύλινα παγκάκια παρατάσσονταν όσο πλησίαζε κοντά του. Ο κυρ- Αντώνης κάθε άνοιξη τα φρόντιζε, τα επιδιόρθωνε και τα περνούσε λούστρο, έπειτα τα καμάρωνε, ώσπου να τα δανείσει στους ταξιδιώτες για να ξαποστάσουν. Κάπως έτσι συνέβη και με τον μοναχογιό του. Τον φρόντισε, τον εκπαίδευσε στην αρετή και στον σεβασμό, τον εξανθρώπισε και πριν χορτάσει καμάρι, τον δάνεισε στην ξενιτιά.
Ο Ηλίας δεν επρόκειτο να επιστρέψει στην μικρή παραθαλάσσια πατρίδα του μετά τις σπουδές του αφού η καριέρα του εξελισσόταν λαμπρή στο εξωτερικό. Έτσι ο κυρ- Αντώνης άρχισε να μετρά. Ώρες, μέρες, χρόνια, γράμματα, τηλεφωνήματα κι αφού κουράστηκε πια να το κάνει, αποφάσισε να μετρά απλά αφίξεις και αναχωρήσεις τραίνων, βαλίτσες και ταξιδιώτες χωρίς να ελπίζει να δει το πρόσωπο του Ηλία ανάμεσα στους περαστικούς, αφού το δικό του ταξίδι ήταν υπεραντλαντικό.
Το τρένο μπορούσε να του φέρει γράμματα, μονάχα τρία –τέσσερα το χρόνο, όχι περισσότερα. Έφταναν, μέχρι να διαβαστούν ξανά και ξανά, να σχολιαστούν, να του επιτρέψουν να φανταστεί και να ονειρευτεί, ο καιρός περνούσε, οι εποχές εναλλάσσονταν όπως τα συναισθήματα. Άνοιξη έφτασε το γράμμα, καλοκαίρι αφομοιώθηκε, φθινόπωρο μελαγχόλησε και νοστάλγησε, χειμώνα υπέμενε την σιωπή μέχρι τα νέα μαντάτα. Ο κυρ- Αντώνης δεν ήξερε γράμματα και δεν μπορούσε να διαβάζει τα γράμματα του παιδιού του από την Αμερική. Κάπως έτσι ξεκίνησε μάλλον η φιλία του με την Άννα, από πρωτόγονη ανάγκη, έπειτα πήρε μορφή από εξιδανικευμένα όνειρα.
(Συνεχίζεται)
-
Πολυτεχνείο: Πολιτικές τελετουργίες ή το τραπέζι του Ινδιάνου
1 εβδομάδα ΠΡΙΝ -
Κράτα σημειώσεις πως κερδάνε εκλογές, άχαστε
3 εβδομάδες ΠΡΙΝ -
Προφήτες της καταστροφής, σπεκουλαδόροι της συμφοράς
3 εβδομάδες ΠΡΙΝ -
Οι Τόρις είναι συντηρητικοί, όχι τραμπικοί ρατσιστές
3 εβδομάδες ΠΡΙΝ -
Τελικά έκανε παρέλαση ή όχι ο Αλόνσο;
4 εβδομάδες ΠΡΙΝ