- emo.gr
- Τέχνες
- Εξήγηση
Γιάννης Ρίτσος:
“…Κράτησα εντός το φέρετρο της μάνας μου ανοιχτό
και του πατέρα την ψυχρή βραχώδη αλαζονεία…”
Ω, δε θυμάμαι νάμουν κ’ εγώ μικρός ποτές∙
σα γέρος παραλυτικός κρυβόμουν στα δωμάτια
διαβάζοντας βιβλία παλιά – πικρές των σκιών ακτές –
κι όλη η ζωή μου λίμναζε στα εκστατικά μου μάτια.
Σε μουσική ανταπόκριση βομβούσε μου η καρδιά
κ’ ήθελα, θε’ μου, να χαρώ, να ζήσω, ν’αμαρτήσω,
μα έφερνε δάχτυλο σιωπής στα χείλη μου η βραδιά:
να βάλω ιμάτια προσευχής κι αβρά να γονατίσω…
Στο σπίτι μας η μάνα μου τριγύριζε βουβή,
κλεισμένη μες στο δράμα της, μασώντας το λυγμό της∙
απ’ τη ματιά της έπεφτε νέφος παντού μαβί
κ’ έπλεε στις κάμαρες θολή θανάτου επισημότης.
Μες στην καρδιά ενα φέρετρο κρατούσε μυστικό –
δεν έμαθα ποιανού νεκρού τα κόκκαλα φυλάττει∙
το στόμα της το επιεικές ανθούσε ευγενικό
κ’ ενός θρύλου την κύκλωνε το γυάλινο παλάτι.
Ο ήλιος πάνω στα τζάμια μας τσακίζονταν χλωμός,
γέμιζαν οι καθρέφτες μας τη σκόνη της μητέρας,
και στο κατώφλι πρόβαινε, σα χάρος, σα λοιμός,
ψηλός, ωραίος κι αλαζών, ο δύστροπος πατέρας.
Όταν βροντούσε στην αυλή, στους δούλους, προσταγές,
πίσω απ’ τα βελουδένια στορ σα γάτα μαζευόμουν,
στ’ άλλο δωμάτιο ακούγοντας της μάνας τις κραυγές –
κι ώρες το πέλαο βλέποντας έκλαια κι ωνειρευόμουν…
Όλοι το χάδι ζήταγαν… κι όμως ποτέ κανείς
δε χάιδευε, και σάπιζε στα στήθια η τρυφερότης∙
υψώνανε τα κάγκελλα της ίδιας τους ποινής
κ’ ήταν περήφανη η ματιά στο δέσμιον όνειρό της.
Τις καλοκαιρινές βραδιές, της θάλασσας οι αχοί
απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα περνούσαν στους κοιτώνες
και μια ασημένια ανταύγεια – του απείρου πράα ψυχή –
έλυωνε των επίπλων μας τους μαύρους παγετώνες∙
και τότε η θλίψη των ετών, σαν άνθος που μαδεί,
διαχύνονταν στης πένθιμης κιθάρας τη μαγεία –
όλων ο πόνος έπαλλε μαζί σε μια χορδή
κι όλοι κατάπιναν δειλοί μια ωραία ομολογία.
Δεν αποφάσιζαν να βγούν από το κρύο αμπρί∙
έμεναν οι ώρες των σκυφτές σε αρχαίου ναού στασίδια,
κ’ έξω πολυέλαιοι αστεριών φωσφόριζαν λαμπροί
και τρίζαν άνθινοι χυμοί στα θερινά στασίδια.
Τείχη παρεξηγήσεων τους έχτιζε η σιωπή
– μ’ ένα παράπον’ όλοι τους, όλοι μαζί και μόνοι
μ’ αξιοπρέπεια έκρυβαν των πόνων την οπή
κ’ έβλεπαν αδυσώπητα τον ίσκιο να σιμώνη…
Τ’ ανάκτορα έζωσε καπνός κι ακρίδα τους καρπούς –
άνοιξε ο φάντης εύκολα τη θύρα στην πενία
η αρχοντική παράδοση που φύλαγε ο παππούς
γινόταν μάσκα ειρωνική στη σημερνή αγωνία…
Θε’ μου, χαθήκαν όλοι τους!
…Κράτησα εντός το φέρετρο της μάνας μου ανοιχτό
και του πατέρα την ψυχρή βραχώδη αλαζονεία…
-
Προσωπικές “αναστάσεις”
13 ώρες 2 λεπτά ΠΡΙΝ -
Τα έθιμα της Μεγάλης Πέμπτης
3 ημέρες ΠΡΙΝ -
Ο μισοπάλαβος κι αποκτηνωμένος πρέζας της Τρούμπας
3 ημέρες ΠΡΙΝ -
NBA: ματς χωρίς αύριο για τα play in σε Δύση & Ανατολή
5 ημέρες ΠΡΙΝ -
Πρωτάθλημα χωρίς εξτρέμ και δεκάρι
5 ημέρες ΠΡΙΝ