• emo.gr
  • Τέχνες
  • Γαλήνη
Γαλήνη

Του Ηλία Βενέζη
Το μυθιστόρημα αποτελεί το χρονικό της εγκατάστασης των προσφύγων στην περιοχή της Αναβύσσου. Τα γεγονότα είναι σχεδόν όλα αληθινά.

Του Ηλία Βενέζη

(Το μυθιστόρημα αποτελεί το χρονικό της εγκατάστασης των προσφύγων στην περιοχή της Αναβύσσου. Τα γεγονότα είναι σχεδόν όλα αληθινά. Τα πρόσωπα έχουν τις ιδιότητες υπαρκτών ανθρώπων. Για λόγους οικονομίας της αφήγησης και του μύθου, τα πραγματικά γεγονότα και οι χαρακτήρες κεντήθηκαν μαστορικά από το συγγραφέα πάνω στον καμβά του μυθιστορήματος. Τα πάθη της προσφυγιάς μέσα από τις ιστορίες δύο οικογενειών. Το έργο αφηγείται τις περιπέτειες των οικογενειών του γιατρού Δημήτρη Βένη, και του απλού αγρότη Φώτη Γλάρου, προσφύγων από την Παλαιά Φώκαια της Μικράς Ασίας, που εγκαταστάθηκαν μαζί με άλλους Φωκιανούς το Φθινόπωρο του 1924 στην παραλία της Αναβύσσου.)

Η ιστορία αυτή αρχίζει τον Ιούλιο του 1923. Ανάβυσσος είναι ένα έρημο μέρος παραθαλάσσιο, στον κόρφο του Σαρωνικού, πάνω‐κάτω δέκα μίλια πριν απ’ το Σούνιο. Κανένας δημόσιος δρόμος δε βγάζει σ’ εκείνο το μέρος. Όλοι οι δρόμοι τραβούν πίσω απ’ τους μικρούς λόφους που κλείνουν την άγονη γη του τόπου, όπου ο οδοιπόρος δε θα βρει δέντρο μήτε ένα. Σκίνα μονάχα βρίσκουνται, αγκάθια, βούρλα και άμμος. Χέρια ανθρώπου από πολλούς αιώνες δεν όργωσαν το χώμα, κι ο άμμος κ’ η βροχή και ο ήλιος έκαμαν το έργο τους χωρίς τον ίδρο του ανθρώπου. Οι λόφοι προχωρούν ως χαμηλά στη θάλασσα, τη ζώνουν και κάνουν ένα φυσικό κόρφο που αφήνει ένα στενό πέρασμα κατά το πέλαγο.
Μέσα από τούτο το πέρασμα τα τσακάλια, οι λαγοί κ’ οι αγριομέλισσες βλέπουν στο βάθος τη γαλανή γραμμή της Πελοποννήσου, της Αίγινας και της Ύδρας, και ποιος ξέρει τι λένε συναμεταξύ τους γι’ αυτούς τους μακρινούς τόπους.
Ένα μονοπάτι μονάχα μπορεί να φέρει στην ακρογιαλιά της Αναβύσσου τον οδοιπόρο που έρχεται πίσω απ’ τους λόφους. Το μονοπάτι τελειώνει στις αλυκές, μοναδικό σημάδι πως υπάρχει ζωή ανθρώπινη σ’ εκείνη την ερημιά. Το χώμα έχει πολλή άργιλο, οι απανωτοί λόφοι κάνουν ρέματα και τραβούν τα σύννεφα, το αλάτι ξεραίνεται εύκολα στις “αυλές” κ’ ύστερα γίνεται πυραμίδες, άσπρα και τραγικά μνημεία της σιωπής.
Οι χωριάτες, που ζουν πίσω απ’ τους λόφους, όταν η χρονιά είναι δύσκολη κ’ οι βροχές δε βλογήσουν τα κλήματα στα Μεσόγεια, παίρνουν με τις φαμίλιες τους το μονοπάτι, γυρεύοντας να δουλέψουν στο αλάτι για να ζήσουν. Άλλοι βολεύουνται, άλλοι δε βρίσκουν σειρά γιατί τους προλάβανε από μέρη πιο πεινασμένα, άλλοι δεν αντέχουν στους πυρετούς που φέρνουν τα βαλτονέρια του μικρού κάμπου.
Έτσι θα περάσει η γενιά τους, ύστερα θα ‘ρθει άλλη γενιά, και όταν κ’ εκείνη φύγει θα ‘ρθει η νεώτερη, που θα πάρει σαν πεινάσει το ίδιο μονοπάτι για τη θάλασσα, ακολουθώντας τα βήματα των προγόνων. Έτσι έγινε αυτό το μονοπάτι, στέρεο έργο πεινασμένων ανθρώπων.
Τον Ιούλιο του 1923, ένα πρωί δε φυσούσε το μελτέμι, καθώς γίνεται τέτοιον καιρό στο Σαρωνικό. Σ’ έναν απ’ τους γυμνούς λόφους της Αναβύσσου δυο άνθρωποι σκάβαν μισόγυμνοι. Ο ίδρος έσταζε από πάνω τους. Κάτω, στο βάθος, η θάλασσα λαμποκοπούσε απ’ τον ήλιο, η ατμόσφαιρα ήταν πυκνή και θολή. Και το φυλακισμένο νερό στις αλυκές, στις “αυλές”, τόσο ακίνητο ήταν, που έδινε μονάχο του τη μορφή της ώρας και του τόπου.
—Κουράστηκα, λέει ο ένας απ’ τους δυο ανθρώπους. Μ’ αυτή τη ζέστη!…
Ο άλλος σταματά να χτυπά τη γη.
—Κ’ εγώ, Βασίλη, βαρέθηκα πια. Που θα πάει αυτό;
—Θα κάμουμε υπομονή, λέει ο πρώτος. Αν έχουμε τύχη, σωθήκαμε!
—Α, αν έχουμε τύχη! Όμως στο μεταξύ πεινάμε, τη στιγμή που οι άλλοι κει κάτω βγάζουν το ψωμί τους.
Κ’ έδειξε χαμηλά, την ακίνητη αλυκή.
—Εγώ λέω, είπε πάλι ο ίδιος, να κατέβουμε κ’ εμείς κατά κει. Βαρέθηκα!
Μα ο άλλος δεν ήθελε να γονατίσει.
—Ένα μήνα τώρα σκάβουμε, και να τα παρατήσουμε έτσι σύξυλα; Κι όμως δε μπορεί: “Εδώ γύρω, μας είπε ο Π ρ ά σ ι ν ο ς, πρέπει να βρεθεί το άγαλμα. “Κ’ ύστερα, σα βρεθεί, ε… τότες…
Δεν αποτέλειωσε τη σκέψη του, επειδή τόσες φορές είχαν μιλήσει για το ίδιο θέμα.
—Κ’ είσαι σίγουρος, είπε ο άλλος, πως θα σου το πληρώσει στην τιμή του, ε; Θυμήσου τι έγινε με τη
γυναίκα που είχαν βρει πριν από τρία χρόνια…
Ναι, το θυμόταν τι είχε γίνει πριν από τρία χρόνια. Άλλοι χωριανοί την είχαν βρει, τότε, τη θαυμάσια κόρη με τα κλειστά βλέφαρα, διατηρημένη στοργικά απ’ τη γη τρεις χιλιάδες χρόνια. Τους την πήρε, τότε, ο Π ρ ά σ ι ν ο ς μ’ ένα τίποτα. Μα, αν δεν ήταν πάλι αυτός, θα ‘πρεπε να την παραδώσουν στην αρχή του τόπου, πάλι χωρίς τίποτα. Αργότερα μάθαν, απ’ τις εφημερίδες, τι τεράστιο ποσό πήρε ο αρχαιοκάπηλος για να πουλήσει την κόρη που ταξίδεψε στην Αμερική.

venezis
Αυτά λέγαν, όταν ο ένας, κοιτάζοντας κατά το βάθος, πρόσεξε ένα σύννεφο σκόνη που σηκωνόταν στο πιο μακρινό σημείο του μονοπατιού, εκεί που άγγιζε τους λόφους.
—Για κοίταξε! είπε ξαφνιασμένος. Τι να ‘ναι;
—Κοπάδι γίδια θα ‘ναι! Τι άλλο;
Μα ο πρώτος δε συμφωνούσε.
—Δε γίνεται να ‘ναι κοπάδι στο μονοπάτι πάνω τέτοια ώρα. Άνθρωποι θα ‘ναι.
—Άνθρωποι εδώ; Και τόσοι πολλοί! Οι αλυκές είναι γεμάτες χέρια. Τι να κάμουν;
—Κι όμως, κοίταξε! Κοίταξε!
Βάλαν τα χέρια τους αντήλιο και κοίταξαν. Το μεγάλο σύννεφο ολοένα ανέβαινε ψηλά, πλησίαζε. Ήταν σαν ύλη ζωντανή που τρύπωσε, με φόβο και με προφύλαξη, απ’ το άνοιγμα των λόφων στο ακίνητο τοπίο και πορευόταν σιωπηλά στη μόνη φιλική διέξοδο του χώρου, κατά τη θάλασσα, με το σίγουρο ένστιχτο του ζώου.
—Θαρρείς πως είναι στρατός! είπε πάλι ο ένας χωριάτης, ακόμα πιο πολύ ξαφνιασμένος. Μα όχι! διόρθωσε σε λίγο. Βλέπω γυναίκες και παιδιά.
Κοιταχτήκαν μες στα μάτια φοβισμένοι. Τι γύρευε τόσος κόσμος, γυναίκες και παιδιά, στην ερημιά της Αναβύσσου; Μπας και χτύπησε πουθενά σεισμός τη γη και γκρεμίστηκαν τα χωριά, κ’ οι άνθρωποι πήραν στην απελπισία τους το μονοπάτι για τη θάλασσα;
—Κατεβαίνουμε γλήγορα να δούμε!
—Κατεβαίνουμε!
Η μακρινή λιτανεία ολοένα πλησιάζει. Το σύννεφο η σκόνη μακραίνει πιο πολύ μες στην πυκνή ατμόσφαιρα. Σιγά ‐ σιγά εξοικειώνεται, δένεται μαζί της και χάνεται μέσα της, με την ικανότητα της προσαρμογής που έχουν τα πράγματα του κόσμου τούτου. Όμως, κάτω απ’ το σύννεφο η εξοικείωση δεν είναι εύκολη. Ένα κοπάδι γυναίκες, παιδιά και γέροντες βογκούν δυνατά, κυνηγημένοι απ’ τον ήλιο, απ’ τη στέρηση και απ’ την εξάντληση του δρόμου. Στα πρόσωπα ο ίδρος, ζυμωμένος με τη σκόνη, στάζει σα λάσπη. Νέοι άντρες είναι λίγοι. Οι πιο πολλοί του κοπαδιού περπατούν ξυπόλητοι, κι όλοι σηκώνουν στον ώμο ένα φορτίο, ένα τσουβάλι γεμάτο ή έναν μπόγο.
—Αχ! Που μας στέλνουν να ζήσουμε! Που μας στέλνουν! τσίριζε δυνατά μια γυναίκα. Εδώ είναι έρημος! Έρημος!
Τότε οι άλλες γυναίκες, με το σύνθημα το δοσμένο απ’ τη μια, άρχισαν να ολολύζουν, όλες μαζί, και να καταριούνται τη μοίρα τους.
—Θα πεθάνουμε σ’ αυτό τον άγριο τόπο! Θα πεθάνουμε, εμείς και τα παιδιά μας! Θα πεθάνουμε!
Οι άντρες κ’ οι γέροι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να πολεμήσουν τον πανικό. Καθένας πολεμούσε να ησυχάσει την πλαϊνή του γυναίκα, τη γυναίκα του, τη μητέρα του. Μα η απελπισία έτρεχε μες στον πηχτόν αγέρα, δύναμη γόνιμη σαν τη γύρη.
—Τίποτα!… ολόλυζαν. Τίποτα δε θα μας γλυτώσει! Εδώ θα μείνουμε!…
Φώναζαν για ένα δέντρο. Να ήταν ένα δέντρο να ξαποστάσουν κάτω απ’ τον ίσκιο του. Μα σ’ όλη την άπλα του μικρού κάμπου μια γραμμή καν δε φαινόταν στυλωμένη κατά τον ουρανό. Μαύριζε μονάχα ο τόπος απ’ τα σκίνα, που πάνω τους έτρεμε ο ήλιος.
Το μαρτύριο του νερού ήρθε, τότε, στη δύσκολη ώρα. Όταν ξεκίνησαν απ’ τα Καλύβια, το τελευταίο κατοικημένο μέρος της περιοχής, τους είχαν πει πως στο μονοπάτι απάνω θα βρουν δυο πηγάδια. Κ’ ύστερα, κοντά στη θάλασσα, θα βρουν άλλο ένα. Είχαν βρει το πρώτο, ξεδίψασαν, και πήγαιναν για το άλλο. Η προσδοκία του μέρευε τη φοβερή δίψα, κ’ επειδή ήταν μια προσδοκία, μέρευε λίγο την καρδιά τους με φως.
Όταν, απ’ την εμπροσθοφυλακή τους, τους πρώτους που βαδίζαν, ήρθε το άγγελμα:
—Είναι ξερό! Το πηγάδι είναι ξερό!
Τότε, αδύναμοι πια να χτυπηθούν με τη μοίρα τους, καθήσαν όλοι μονομιάς καταγής, και το σύννεφο που σήκωναν τα ματωμένα ποδάρια σταμάτησε απάνω τους. Ένα βαρύ μουκανητό πέρασε μέσα απ’ το κίτρινο τούτο πέπλο και προσπάθησε ν’ ανέβει στο Θεό.
—Τι φταίξαμε! φωνάζανε. Τι φταίξαμε!
Φωνάζαν. Ύστερα, σιγά, η φωνή τους αδυνάτισε, ίσαμε που έσβησε σε χαμηλά βογκητά. Τότε ακούστηκαν τα βήματα ενός συντρόφου τους, που είχε πάει μπροστά μονάχος και τώρα γύριζε πίσω φωνάζοντας:
—Σηκωθείτε! Σηκωθείτε! Η θάλασσα!
Η θάλασσα! Που ήταν, λοιπόν, η θάλασσα! Ο πεσμένος όγκος σάλεψε μονομιάς σαν κύμα. Η ζεστή εικόνα το ανατάραξε, κ’ ύστερα το κίνησε ορμητικά, με τη φοβερή δύναμη που έχουν οι λέξεις.
—Σηκωθείτε! Σηκωθείτε! φώναζαν οι άντρες. Λίγο κουράγιο ακόμα! Φτάνουμε στη θάλασσα!
Το σύννεφο, που είχε χαμηλώσει απάνω τους, έκαμε πάλι πανιά και κίνησε πάλι μαζί τους, ουράνιο πλοίο. Τρέχαν χαμηλά, στρίψαν ένα μικρό ύψωμα, όταν νέα φωνή, πιο ζεστή και πιο άγρια, σηκώθηκε να διαλυθεί μες στη σκόνη:
—Το αλάτι! Το αλάτι! Κοιτάξτε λοιπόν κει κάτω!
Οι άσπρες κολόνες των αλυκών, ακίνητο και ανέκφραστο μνημείο, παίζαν με τη σιωπή του βάθους και με το φως. Τίποτα δεν μπορούσε να είναι πιο ακίνητο και πιο ανέκφραστο από αυτό στο ξερό τοπίο.
Όμως για τους ανθρώπους τούτους οι κολόνες γίνονταν μονομιάς μαγεία, πλέαν πάνω στο κύμα και στα βουνά, πέρα, κατά τη μακρινή πατρίδα, εκεί όπου ίδιες κολόνες άσπριζαν, ίδιες σαν αυτές εδώ. Ήταν ένα ξαφνικό ανασάλεμα της μνήμης και της καρδιάς, ένα μακρινό μήνυμα απ’ την εφέστια γη.
—Ας είσαι βλογημένος! φώναζαν στο Θεό. Τουλάχιστο είναι αυτό εκεί, — και δείχναν το αλάτι.
Πάνω στην ώρα φάνηκαν να σιμώνουν κ’ οι δυο χωριάτες που έρχονταν απ’ το λόφο.
—Ε, σεις! Σταθείτε μια στιγμή! φώναξαν στο κοπάδι.
Στάθηκαν, βλέποντας άξαφνα ανθρώπους.
—Που πάτε;
—Ανάβυσσο δεν είναι δω; αποκρίθηκε μια φωνή. Εδώ ερχόμαστε!
—Τι είσαστε;
—Πρόσφυγες είμαστε.
—Και τι γυρεύετε σ’ αυτά τα μέρη;
—Μας δώσαν τη γη! αποκρίθηκε η φωνή του κοπαδιού. Θα μείνουμε εδώ!
—Τη γη! Ποια γη; είπε ξαφνιασμένος ο ένας απ’ τους χωριάτες. Εδώ φυτρώνουν μονάχα βούρλα, στον τόπο ετούτο.
Κ’ ύστερα:
—Θα πεθάνετε, τους λέει, εσείς και τα παιδιά σας! Θα πεθάνετε αν, στα σωστά, ερχόσαστε να μείνετε σ’ αυτά τα μέρη!
Μα το κοπάδι, κινημένο τώρα απ’ το δράμα του αλατιού, κατέβαινε κιόλας χαμηλά, με τις δυνάμεις που του απόμεναν.

  • Εντυπωσιασμένος
  • Χαρούμενος
  • Απογοητευμένος
  • Θυμωμένος
  • Βαρετό
  • Φοβισμένος

#emo attacks
  • Κασσελίστας -υπόλοιπο ΣΥΡΙΖΑ 2-0
    Τζάκρη και Πούλου τα γκολ στις καθυστερήσεις
  • Αξιωματική αντιπολίτευση το ΠΑΣΟΚ μετά από 15 χρόνια: το λες και κανονικότητα
  • Σιγά τον Μασκ. Αφού μάζεψε όλο το χαρτί, έγινε Υπουργός. Και οι δικοί μας το κάνουν αυτό, αλλά ανάποδα
  • Επιμένει ο Τραμπ στη νοθεία. Κατάλαβε πως τον έβγαλαν για να τον εκθέσουν