- emo.gr
- Τέχνες
- Ένα παλιό αυτοκίνητο
Κώστας Μόντης
Ήταν ένα παλιό, σακατεμένο αυτοκίνητο. Η μια του ρόδα διπλωμένη, σπασμένα τα πλευρά του, τρύπιο τ’ αδιάβροχό του. Βροχές πολλές κι ατέλειωτος καλοκαιριάτικος ήλιος θα το χτύπησαν ανυπεράσπιστο και του πήραν το γαλάζιο του χρώμα και το γέμισαν ασπροκίτρινες ρυτίδες. Τα φανάρια του έχασκαν άδεια. Κάποιος τούς είχε ξεριζώσει τις μικρές λαμπίτσες, ίσως ο ίδιος που τα ’πλενε πριν κάθε μέρα και τα σκούπιζε απαλά σα να τα χάιδευε. Με το χάδι του στην καρδιά προσπαθούσαν κι αυτά οληνύχτα να του δείχνουν τα χαντάκια, τις πέτρες, τα στριψίματα, τον κίνδυνο. Ακούραστα (κουράζεσαι όταν αγαπάς;) ψηλαφούσαν το σκοτάδι να ξεδιαλύσουν το καλό απ’ το κακό χωρίς ο ύπνος να μπορεί να τα κλείσει (κοιμάσαι όταν αγαπάς;)
Και δεν ήταν μονάχα τις λαμπίτσες, ήταν και τα στολίδια τ’ αραδιασμένα τόσο σοφά μπροστά στο τιμόνι που είχαν ξεριζώσει: τους κόκκινους δείχτες, τ’ άσπρα χερούλια, το μιλίμετρο που καθώς έδειχνε με το δαχτυλάκι του τα πενήντα, τα εξήντα μίλια σάστιζε πλάι του το ρολόι και σταματούσε στην τρελή, απέραντη στιγμή τού μεθυσιού του τον χρόνο. Ήταν αραγμένο, πεταμένο, κοντά στο παράθυρό μου. Παραπέρα, μισό βηματάκι παραπέρα, γκρεμνιζόταν σχεδόν κατακόρυφη η χαράδρα. Και τ’ αυτοκίνητο ακουμπούσε στο χαμηλό πετρόχτιστο τοίχο που οροθετούσε το χάος της. Δεν είχα ρωτήξει ποιου ήταν, πώς βρέθηκε εκεί. Το παραδέχτηκα χωρίς ιστορία. Τι να την κάνεις τώρα την ιστορία; Ωστόσο σκεφτόμουνα το στερνό του κύλημα πόσο φοβερό θα ’ταν.
– Σπρώχτε, σπρώχτε ν’ ακουμπήσει στον τοίχο.
Έπρεπε ν’ ακουμπήσει στον τοίχο για να νιώθει καλύτερα πως άγγιξε το σκληρό πέτρινο τέρμα, πως δεν είχε πια ούτε τόσο δα κομματάκι δρόμου μπροστά του. Έκανε το τελευταίο αυτό ανήμπορο βήμα άθελά του, χωρίς ψυχή, χωρίς φωτιά. Στο μηδενικό οι κόκκινοι δείχτες, όλοι οι κόκκινοι δείχτες στο μηδενικό. Κι ήταν βέβαια, πολύ παραξενεμένο και τρομαγμένο μα δεν νομίζω να είχε φανταστεί πως το ’χωναν αυτού ώσπου να λιώσουν τα σίδερά του. Θα ’ταν δύσκολο να το φανταστεί. Ποιος ξέρει πόσο καιρό ήταν έτσι ακουμπημένο στον τοίχο. Από κάτω είχαν μαζευτεί ένας σωρός σκουπίδια. Και τ’ αυτοκίνητο τους επέτρεψε και τα προστάτεψε.
– Εντάξει, μείνετε, κανείς δεν θα σας πειράξει.
Μικρή υπηρέτρια, ε μικρή υπηρέτρια, δεν μπορείς να σκουπίσεις κάτω από ένα αυτοκίνητο που χιλιάδες άνθρωποι μέριασαν για να περάσει (να που χρειάζεται κι η ιστορία, να τη φοβάσαι την ιστορία). Αν αποπειραθείς μια τέτοια ανοησία, μα τον Θεό η φωτιά του θ’ ανάψει ξανά, τα σβησμένα μάτια του θα πετάξουν σπίθες, τα σκουριασμένα σίδερα θα τρίξουν, το τρύπιο του αδιάβροχο θ’ ανεμίσει οργισμένο, οι πόρτες του θα κλείσουν (τρακ!) και θα ορμήσει στον γκρεμνό σέρνοντάς σε μαζί του, ασυλλόγιστο κοριτσάκι.
Θυμάμαι ένα ένα τα σκουπίδια που ήταν στοιβαγμένα κάτω απ’ τη φύλαξή του: Μερικά κουτιά τσιγάρων, ένα κομμάτι ξεθωριασμένο μεταξωτό ρούχο, μια ξεσκισμένη κάλτσα, μισός σπασμένος καθρέφτης, σκουριασμένα καρφιά, τσαλακωμένα χαρτιά, ένα παπούτσι (δεν σκηνοθετώ. Έτσι ήταν). Μια φορά είχαν ζήσει, βέβαια, κι αυτά ώσπου ήρθε ξαφνικά ο χαμός κι έτρεξαν βιαστικά να κρυφτούν. Αλήθεια, πού να κρυφτούν; Πίσω απ’ το κοτέτσι, απ’ τη μεγάλη άσπρη πέτρα, απ’ τον σωρό τα ξύλα; Όχι. Κάτω απ’ τ’ αυτοκίνητο. Αυτό δεν ήταν όμοιό τους, δεν ήταν σκουπίδι, δεν μπορεί να γίνει σκουπίδι ένα αυτοκίνητο.
Ήταν το νούμερο 5540. Του άφησαν τον αριθμό, δεν τον χρειαζόντουσαν και τον άφησαν να πεθάνει κι αυτός τον αργό, τον ατέλειωτα αργό θάνατο (ώσπου να λιώσουν τα σίδερα). Τ’ αλλοπρόσαλλο ήταν που οι πόρτες ήταν κι οι τέσσερις ανοιχτές σα να περίμεναν τους επιβάτες, ολάνοιχτες σαν αγκαλιές και σα φτερούγες. Κι ούτε που σκεφτόταν κανείς να τις κλείσει.
– Τι περιμένεις, δεν υπάρχει πια δρόμος, δεν υπάρχουν πια επιβάτες.
Κι όμως υπήρχε κάποιος δρόμος ακόμα. Γυρνώντας ένα απόγιομα στο σπίτι είδα τ’ αυτοκίνητο στην άκρια του γκρεμνού απάνω απ’ τον πετρόχτιστο τοίχο και τέσσερις πέντε ανθρώπους να το σπρώχνουν να πέσει. Οι γειτόνισσες κι ένας σωρός παιδιά ήταν γύρω και χάζευαν και χειρονομούσαν κι απολάμβαναν. Είχα φτάξει την τελευταία τελευταία στιγμή, τόσο που μόλις πρόλαβα να το δω κι εκείνο γυρνώντας ανάστροφα χάθηκε με θόρυβο στο χάος. Πίσω του αλάλαξε το πλήθος κι έσκυψε να το δει που κατρακυλούσε. Η σπιτονοικοκυρά μου μου ξήγησε πόσο καιρό το μελετούσαν κι αμελούσαν. Ήταν μεγάλη ασκήμια. Και μαζευόντουσαν τόσα σκουπίδια αποκάτω.
Α ναι, ήταν και τα σκουπίδια. Τα είδα όλα ξεσκεπασμένα, απροστάτευτα, φοβισμένα, έκπληχτα, να μένουν ακίνητα το ένα κοντά στ’ άλλο και να περιμένουν.
-
Πολυτεχνείο: Πολιτικές τελετουργίες ή το τραπέζι του Ινδιάνου
1 εβδομάδα ΠΡΙΝ -
Κράτα σημειώσεις πως κερδάνε εκλογές, άχαστε
3 εβδομάδες ΠΡΙΝ -
Προφήτες της καταστροφής, σπεκουλαδόροι της συμφοράς
3 εβδομάδες ΠΡΙΝ -
Οι Τόρις είναι συντηρητικοί, όχι τραμπικοί ρατσιστές
3 εβδομάδες ΠΡΙΝ -
Τελικά έκανε παρέλαση ή όχι ο Αλόνσο;
4 εβδομάδες ΠΡΙΝ