• emo.gr
  • Τέχνες
  • Φελίσια, μέρος τέταρτο: Δυάρια
Φελίσια, μέρος τέταρτο: Δυάρια

Η πλοκή κορυφώνεται, οι περιπέτειες της Φελίσια, της γάτας της νουβέλας της Ήρας Ραΐση συνεχίζονται

(Για όσους μπαίνουν για πρώτη φορά να διαβάσουν τη νουβέλα, ας ακολουθήσουν σειριακά τα τρία παρακάτω link, με τα ήδη δημοσιευμένα κομμάτια της Φελίσια)

Πρόλογος

Μεζονέτες

Οροφοδιαμερίσματα

Τo πλατύ σιδερένιο κάγκελο που ξεκούρασε τη στρουμπουλή, ταλαιπωρημένη Φελίσια άρχισε σιγά σιγά να κρυώνει. Η Φελίσια είχε καταφέρει ν’ αποκοιμηθεί ανενόχλητη αρκετή ώρα και μόνο η σταδιακή απώλεια της ζεστασιάς στο σίδερο κάτω από την κοιλιά της άρχισε να την αναστατώνει. Σούρουπο…

Άνοιξε δύσθυμα και βαριεστημένα τα μάτια της και είδε τα χρώματα του ουρανού ανάμεσα από τις γκρίζες πολυκατοικίες του ορίζοντα. Δεν μπορούσε να μείνει άλλο εκεί, ακίνητη πάνω σ’ ένα παγωμένο κάγκελο βεράντας, σε λίγο θα επέστρεφαν οι ιδιοκτήτες από τις δουλειές τους και θα την ανακάλυπταν. Ίσως την κρατούσαν μέσα σε κάποιο σπίτι, ίσως την έδιωχναν με τον χειρότερο τρόπο, με μια κλοτσιά που θα πόναγε, ίσως… Αναστάτωση…

Όμως πού μπορούσε να πάει; Οι εξώπορτες των οροφοδιαμερισμάτων ήταν κλειστές κι εκείνη βρισκόταν εγκλωβισμένη στο σημείο που ενώνονταν οι βεράντες τους. Ήταν εύκολο γι’αυτήν να τρυπώσει πάλι μέσα σε κάποιο διαμέρισμα, με τον ίδιο τρόπο που μπήκε και βγήκε πρωτύτερα, όμως αυτό δεν έλυνε το πρόβλημα της κλειδωμένης εξώπορτας και των περιορισμένων επιλογών. Έπρεπε πρώτα να διαλέξει προς τα πού θα κινηθεί, να αποφασίσει σε ποιο από τα δύο διαμερίσματα θα κρυβόταν περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία ν’ ανοίξει η εξώπορτα ώστε να πεταχτεί έξω στην πολυκατοικία, ελεύθερη ξανά. Προς τα πού να πήγαινε λοιπόν; Στο διαμέρισμα της εργαζόμενης στην κλινική κοπέλας με την ιδιόρρυθμη ηλικιωμένη μητέρα ή στο διαμέρισμα του ζευγαριού που τσακωνόταν λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων;

Η εικόνα με τα σκεύη γεμάτα πουρέ και σουτζουκάκια τη δελέασε στιγμιαία και ένιωσε τα σάλια της να αυξάνονται. Εκεί μέσα σίγουρα θα περνούσε καλά με το κορίτσι, θα την περιποιούνταν, θα την τάιζε, θα τη χάιδευε, θα την έπαιρνε στο κρεβάτι της το βράδυ. Όμως… αν την έδινε για συντροφιά στην απαιτητική γριούλα; Χμμ… θα κατέληγε πατάκι θέρμανσης για τα πόδια της γιαγιάς και ένα άβουλο, καλοταϊσμένο, ζωντανό παιχνίδι. Άσε που θα την καθάριζαν διαρκώς και θα πρόσεχαν πάντα πού πατάει και πού βρίσκεται. Δεν ήθελε καθόλου να καταλήξει έτσι μέσα σ’ αυτήν την αποστειρωμένη φυλακή μισής ευημερίας.

Αν έμπαινε πάλι στο δεύτερο διαμέρισμα του ζευγαριού θα διασκέδαζε αρκετά. Ήταν έντονοι, άκουγαν μουσική, είχαν ευκολία στο τραπέζι τους και σίγουρα θα πηγαινοερχόταν delivery και κόσμος. Άφθονη τροφή, άφθονα χάδια και κοινωνικότητα. Υπήρχε όμως ένας κίνδυνος. Να καταλήξει τόπι στον «μαξιλαροπόλεμό» τους, είτε να βρεθεί ψητή στον φούρνο για εκδίκηση αν κάποιος από εκείνους τους δύο την αγαπούσε περισσότερο. Θα μπορούσαν ακόμη να της κουβαλήσουν και σκύλο εκεί μέσα, έτσι από αντίδραση. Δεν κάνεις ειρηνευτικές αποστολές ανάμεσα σε άσπονδους εχθρούς, δεν γεφυρώνεις επικίνδυνα ορμητικά ποτάμια, είναι μάταιο και επικίνδυνο. Όχι… Ούτε εκεί. Πρόβλημα.

Όπως σε κάθε δυσεπίλυτο πρόβλημα η λύση έρχεται από ψηλά, έτσι και στην περίπτωση της Φελίσια, πριν εκείνη προλάβει να βαδίσει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, δυο χέρια την ξεμάγκωσαν από το κάγκελο και βρέθηκε στον αέρα χωρίς να το καταλάβει. Έπειτα ένιωσε το σώμα της να πιέζεται πάνω σ’ ένα σκληρό, γυμνασμένο αντρικό στέρνο και το μούτρο της να καλύπτεται από μια μεγάλη παλάμη. Την είχαν τσακώσει! Η καρδούλα της χτυπούσε τρελά και τα νύχια της είχαν τεντωθεί, όμως δεν μπορούσε να κάνει απολύτως τίποτα. Κατέληξε πάνω στον πάγκο της κουζίνας, όσο γινόταν μακρύτερα από την απειλητική βρύση, ελπίζοντας ο «αφέντης» να μην πάρει καμιά ανόητη πρωτοβουλία. Ευτυχώς, δεν μπήκε στον κόπο να την κάνει μπάνιο. Της έβαλε γάλα σ’ ένα μπολ, και μάλιστα της πίεζε το κεφάλι μέσα σ’ αυτό, προτρέποντας επίμονα: «Πιες, πιες…».

Ουφ! Ο τύπος ήταν μπελάς, σε λίγο θα την έβαζε ν’ ακούσει σκυλάδικα, επιμένοντας: «Άκου! Άκου! Είναι θεός!». Ποιος θεός μπορούσε να τη γλιτώσει από τα χέρια ενός ανόητου; H κυρία του σπιτιού έκανε μεγαλειωδώς την είσοδό της κρατώντας ένα σωρό τσάντες με ψώνια και μια μαύρη μικρή βαλίτσα. Χαμογελούσε πλατιά και ήταν αναψοκοκκινισμένη από το «σαφάρι» παπουτσιών, δίνοντας την εντύπωση πως είχε ξεχάσει εντελώς το πρωινό «καβγαδάκι».

Ο άντρας έσπευσε να την προϋπαντήσει, κουνώντας έντονα τα χέρια του και φωνάζοντας ενθουσιασμένος: «Κοίτα τι βρήκα στην βεράντα μας! Δεν είναι κούκλος; Κούκλος!».

«Πώς σκέφτηκε πως είμαι αρσενικός γάτος;» απόρησε η Φελίσια.

«Τι είναι αυτό; Τι μου κουβάλησες πάλι εδώ μέσα;» απάντησε η κυρία αποσύροντας μονομιάς το χαμόγελό της.

«Δεν είμαι γάτος, αλλά γάτα, κύριοι. Φελίσια το όνομά μου» μια εσωτερική φωνή κυρίευσε την αγανακτισμένη Φελίσια.

«Μη μου πεις πως δεν σου αρέσει! Κοίτα χρώμα, κοίτα τρίχωμα…» συνέχισε ο κύριος με γουρλωμένα μάτια.

«Ποιος θα μαζεύει τις τρίχες; Πάρε τον γάτο από κει πάνω, θα κόψω σαλάτα σε λίγο…» απάντησε η κυρία συνοφρυωμένη.

«Μα επιτέλους! Δεν υποφέρεσαι! Τίποτα δεν σου αρέσει απ’ ό,τι κάνω, δεν ικανοποιείσαι με τίποτα πια».

«Είχα ζητήσει σκύλο, αν θυμάσαι καλά, εκείνο το υπέροχο άσπρο κανίς. Δεν ήθελες σκύλο όμως εσύ».

«Ο σκύλος είναι μπελάς, θέλει βόλτες και θέλει συντροφιά όλη την ώρα, ενώ αυτός ο καμαρωτός γάτος ούτε που θα μας ενοχλεί καθόλου. Λέω να τον κρατήσουμε!»

«Έπεσα μέσα! Ορίστε που θα μου κουβαλούσαν και σκύλο» σχολίασε η εσωτερική φωνή της απελπισμένης Φελίσια.

«Ούτε γι’αστείο να μην το σκεφτείς! Είμαι αλλεργική στους γάτους! Διώξ’ τον αμέσως τώρα! Δεν βλέπεις ότι φορά κάτι στον λαιμό; Από κάπου το ’σκασε, κάπου ανήκει. Άσ’ τον να πάει στο καλό, να βρει το αφεντικό του…»

«Ναι… ναι… ναι… Αφήστε με ελεύθερη… τη γάτα!» η Φελίσια λαχτάρησε στο σάλπισμα της ελευθερίας.

«Όχι! Εγώ τον αγάπησα τον γάτο και θα τον κρατήσω, θα του βγάλω όνομα… Φάνη θα τον λέω».

«Μπλιαχ! Φελίσια με λένε!»

«Αποκλείεται! Ή ο γάτος ή εγώ! Διάλεξε!»

«Ο γάτος, λοιπόν!»

«Φεύγω!»

«Στα τσακίδια!»

Αυτή ήταν επιτέλους η θεόσταλτη ευκαιρία! Οι τσάντες με τα ψώνια ρίχτηκαν απότομα στο πάτωμα και τα τακούνια της κυρίας έκαναν μεταβολή και γάζωσαν τα πλακάκια. Έφευγε! Η εξώπορτα θ’ άνοιγε, ο δρόμος προς την ελευθερία και την σωτηρία ανοιχτός. Γρήγορα!

Η Φελίσια, μ’ ένα αστραπιαίο σάλτο, κατέβηκε από τον πάγκο της κουζίνας και, πριν ο κύριος προλάβει να τη γραπώσει, πρόλαβε τα βήματα της κυρίας, με κίνδυνο να την τσαλαπατήσει, και πετάχτηκε έξω ταυτόχρονα με το απότομα άνοιγμα της εξώπορτας. Ένα λευκό μαλλιαρό κουβάρι κάλπασε στις σκάλες πριν προλάβουν να συνειδητοποιήσουν ούτε τι έγινε, ούτε προς τα πού πήγε. Λαχανιασμένη κρύφτηκε στην κόγχη του ασανσέρ του πάνω ορόφου και άκουσε την πόρτα να βροντά. Έπειτα πάλι φωνές, αντρικές και γυναικείες. Η κυρία είχε επιστρέψει στο σπίτι, και μάλιστα από τα θυμωμένα λόγια τους κατάλαβε ότι, μέσα στο μαύρο βαλιτσάκι, είχε επιστρέψει μαζί της και το δανεισμένο στην άνεργη φίλη netbook. O χορός θα συνεχιζόταν για πολύ ακόμη…

Γ1

Ο όροφος επάνω από τα οροφοδιαμερίσματα ήταν αρκετά διαφορετικός από τον προηγούμενο, πιο σκοτεινός και στενός, με διαφορετική διαρρύθμιση του διαδρόμου που συνέδεε τα σπίτια των ενοίκων. Η Φελίσια παρέμεινε αρκετή ώρα κρυμμένη στην καινούρια της φωλιά που ανακάλυψε πλάι στο ασανσέρ: μια ανοιγμένη κόγχη για σωλήνες καλοριφέρ που όμως ήταν κρύοι, χωρίς ευεργετική ζεστασιά.

Αφού βεβαιώθηκε πως δεν διέτρεχε κανέναν κίνδυνο, περίμενε και πάλι ν’ ανακαλύψει νέες διόδους σε σπίτια όπου θα έβρισκε φρέσκο φαγητό γιατί η κοιλιά της γουργούριζε πλέον αισθητά. Αν δεν ήταν αυτή η δυσάρεστη αίσθηση της πείνας, πιθανότατα θα περνούσε τη νύχτα εκεί μέσα, δίπλα στις ψυχρές σωλήνες της κεντρικής θέρμανσης, σχετικά βολεμένη, νοσταλγώντας βέβαια το καλοριφέρ λαδιού και τα γεμάτα κροκέτες πιατάκια της στο δώμα. Φυσικά δεν της άρεσε καθόλου που αναγκαζόταν να κυνηγάει για να βρει τροφή σαν αγρίμι, προσαρμοζόταν όμως διαρκώς στις νέες συνθήκες που προέκυψαν αναπάντεχα.

Γυρίζοντας δεξιά-αριστερά το κεφάλι της, έβλεπε τρεις κλειστές πόρτες με φθηνά σχοινένια πατάκια στην είσοδό τους. Τι κρυβόταν άραγε πίσω τους; Είχαν μαγειρέψει φαγητό; Όσο κι αν τέντωνε τα μουστάκια της, καμιά μυρωδιά δεν μπορούσε να «πιάσει». Σκούραιναν τα πράγματα όπως και ο ουρανός έξω από τον φωταγωγό, όμως αυτό καθόλου δεν την ενοχλούσε. Οι γάτες μπορούν να κυνηγούν και να κινούνται καλύτερα τη νύχτα, είναι προικισμένες γι’ αυτό. Όραση και όσφρηση σε εγρήγορση, έλειπε μόνο η κατάλληλη ευκαιρία ώστε να αρχίσει μια νέα περιπέτεια επιβίωσης.

Ήταν θέμα χρόνου να συμβεί! Ευτυχώς η κοντινότερη πόρτα άνοιξε και παρέμεινε διάπλατη με απροσδόκητη ευκολία. Η φιγούρα ενός νεαρού άνδρα εμφανίστηκε στιγμιαία και μετά χάθηκε βιαστικά στον εσωτερικό χώρο. Τώρα! Η Φελίσια σε δευτερόλεπτα βρισκόταν ήδη μέσα στο μικρό δυάρι, κρυμμένη πίσω από την πάνινη θήκη για εφημερίδες και περιοδικά – για την ακρίβεια, χωμένη κάτω από σκόρπιες εφημερίδες, αφού η θήκη είχε ξεχειλίσει από παλιά χαρτούρα.

Ο νεαρός άνδρας έβγαζε κάτι περίεργους ήχους, βογκητά έμοιαζαν, ενώ καθόταν σ’ ένα μηχάνημα με σιδερένια βάρη, προφανώς γυμναζόταν έντονα. Δεν έδινε καμιά σημασία γύρω του, ήταν απόλυτα προσηλωμένος στο φούσκωμα των μυών του. Μια όμορφη ξανθιά κοπέλα με μακριά αλογοουρά, ροζ τζόκεϊ καπέλο και σορτσάκι εμφανίστηκε δυναμικά στο σπίτι και έκλεισε με ορμή την πόρτα πίσω της.

«Ευτυχώς σε πρόλαβα! Τι κατάρα κι αυτή! Έχασα πάλι τα κλειδιά μου!»

«Αφού δεν έχεις μυαλό…»

«Τι μυαλό και κουραφέξαλα, σήμερα γινόταν πάλι χαμός στην πισίνα, κάπου θα παράπεσαν, δεν βαριέσαι, έψαξα όπου μπορούσα, δεν θα ψειρίσω και ολόκληρο το γκαζόν!»

«Το γκαζόν! Τα βγάλατε τα ποντίκια από το γκαζόν;»

«Σιγά… Δεν ασχολείται κανείς πια, έφεραν ένα συνεργείο, ψέκασε λίγο και… τέλος: δεν κατάφεραν τίποτα,  αυτά γεννάνε συνέχεια κάτω από τα decks».

«Πού να ήξεραν σε τι μέρος κάθονται οι trendy θαμώνες, πάνω στις μαξιλάρες, και πίνουν ποτάκι παρέα με τα ποντικάκια… Χα χα χα!…»

«Άφησε τώρα τα δικά σου “ποντικάκια” κι έλα να μιλήσουμε γιατί τα ’χω παίξει τελείως».

«Τι έγινε πάλι;»

«Εννιά ώρες στο λιοπύρι να κόβω εισιτήρια χωρίς ανεμιστήρα, τους χαλάει τη μόστρα της εισόδου, βλέπεις. Δεν είναι trendy εργαλείο αυτό…»

«Ας έβαζαν έναν “μοδάτο” ανεμιστήρα… Δεν υπάρχει;»

«Δεν ασχολείται και δεν ενδιαφέρεται κανείς… Άσε που θα μας πληρώσουν σε τρεις βδομάδες, τέρμα τα μεροκάματα και οι καθημερινές πληρωμές, διέρρευσε από το λογιστήριο, σήμερα δεν πήρα φράγκο».

«Έλα…»

«Βέβαια… Και να κάνουμε και τον σταυρό μας, είπαν, γιατί στα υπόλοιπα μαγαζιά της παραλιακής έχουν να τους πληρώσουν δυο μήνες».

«Γιατί; Δεν έχει κόσμο; Αφού είστε φίσκα κάθε Σάββατο, αυτό το ξέρω τουλάχιστον».

«Καλέ, ναι, δουλειά έχει, όμως είναι η νέα πολιτική των μαγαζιών: περικοπές μισθών και μείωση των εξόδων…»

«Οργανωμένη εξόντωση εργαζομένων, θες να πεις».

«Κάπως έτσι… Αν μπορούμε, ας κάνουμε κι αλλιώς. Δουλειά δεν βρίσκεις τέτοια εποχή ούτε για πλάκα».

«Πονούσες σήμερα;»

«Κάθε μέρα πονάω, πρέπει να πάω στον γιατρό. Πες μου πότε και με τι λεφτά όμως…»

«Κάτι θα γίνει… Κανόνισε να πας σ’ ένα ρεπό σου. Μην το παραμελείς αυτό».

«Φοβάμαι πως, αν αργήσω την επέμβαση, δεν θα μπορέσω ποτέ να κάνω παιδί».

«Λες βλακείες! Είσαι μόλις είκοσι πέντε!»

«Λόγια του γυναικολόγου επαναλαμβάνω, δεν το ’βγαλα από το μυαλό μου. Και το ξέρεις καλά: δεν έχει σχέση η ηλικία, αλλά το πρόβλημα, σε συνδυασμό με την ταλαιπωρία που έχω τραβήξει. Η ορθοστασία και η ζέστη το επιδεινώνουν…»

«Να είσαι αισιόδοξη, δεν θέλω αηδίες, όλα θα πάνε καλά, έχουμε τα νιάτα μας!  Κοίτα ποντίκι!»

«Ωραίο… Εσύ δεν θα φύγεις για δουλειά;»

«Αργότερα… Άσε… Βαριέμαι… Θα γίνει πάλι χαμός σήμερα, είναι όλα réservé…»

«Απορώ… Αυτοί πού βρίσκουν τα λεφτά για μπουζούκια;»

«Ωχ, καημένη… Ξέρω γω; Πάντως γίνεται πανικός κάθε βράδυ! Με το φορτηγό έρχονται τα γαρίφαλα… »

«Μήπως να έρθω για λουλουδού;»

«Όχι, ρε συ αδερφούλα, νύχτα. Άσε με εμένα, είμαι άντρας και δουλεύω “πόρτα”. Δεν κάνει για σένα να μπεις εκεί μέσα… Σε φάγανε!»

«Ναι, γιατί τη μέρα δεν με τρώνε… Εσείς τουλάχιστον έχετε καθημερινό μεροκάματο και καλά λεφτά απ’ ό,τι λες».

«Δεν κάνει, σου λέω. Η νύχτα δεν πληρώνεται με τίποτα».

«Ναι, γιατί η μέρα είναι καλύτερη… Αν έβλεπες τα γκαρσόνια να στάζουν ιδρώτα, φορτωμένα δίσκους στο καταμεσήμερο, θα σου ’λεγα εγώ…»

«Νέοι είμαστε! Αντέχουμε!»

«Ως πότε… Ξέρεις, όλοι σπουδάζουν όπως εμείς, μόνο δύο είναι αλλοδαποί».

«Αυτοί είναι καλά, τα μαζεύουν και τα στέλνουν έξω, ενώ εμείς θα τα ξοδέψουμε σε επιστημονικά βιβλία που θα μείνουν στο ράφι, όπως τα πτυχία στον τοίχο…»

«Τώρα εσύ γίνεσαι απαισιόδοξος».

«Είμαι τσαντισμένος, έχασα το τελευταίο μάθημα, δεν κατάφερα να ξυπνήσω…»

«Σε είχα προειδοποιήσει… Αν θυμάσαι, επέμενα να πάρεις το ρεπό σου. Έκανες δυο βάρδιες απανωτά, ήταν επόμενο να τα παίξεις…»

«Χρειαζόμαστε τα λεφτά, η μάνα είναι στην Κρήτη και ξενοδουλεύει ακόμα. Περιμένει και η επέμβασή σου, μην το ξεχνάς. Θέλω να σε βοηθήσω όσο μπορώ».

«Σ’ ευχαριστώ, αδερφέ. Χαίρομαι που σ’ έχω… Πεινάω όμως πολύ τώρα. Έχει τίποτα να φάμε;»

« Άντε να μπούμε στο “ψητό” γιατί “ψήθηκα” από τη στενοχώρια» η εσωτερική φωνή της Φελίσια δεν μπόρεσε να σιγήσει άλλο.

«Έφτιαξα φακές με λίγη πιπεριά, είναι ό,τι πρέπει για να σου ανέβει το σίδηρο και για την γυμναστική μου…»

«Σκέτες φακές; Δεν έχει καμιά πατάτα, κανένα αυγό;»

«Αυγά βραστά έχει μόνο δυο-τρία. Μπορείς να τα φας, αν θες».

«Δεν μ’ αρέσουν τα βραστά αυγά, θα τηγανίσω πατάτες. Έχει;»

«Νομίζω υπάρχουν δυο-τρεις πατάτες στο μπαλκόνι, τις φύλαξα για σένα, τηγάνισε να φάμε».

«Δεν θα σας φάω το φαγητό σας, παιδιά…» η Φελίσια ένιωσε το στομάχι της να μαζεύεται και την πείνα της να κοπάζει ξαφνικά.

Με γρήγορες, κοφτές, χοροπηδηχτές σχεδόν, πατημασιές η Φελίσια πέρασε πίσω από τα σιδερένια βάρη που ανεβοκατέβαιναν θορυβωδώς και ακολούθησε με λίγη καθυστέρηση τα ψιλόλιγνα πόδια της κοπέλας. Πέρασε πίσω της απαρατήρητη, καθώς εκείνη, φορώντας ακόμη το ροζ τζόκεϊ, ετοίμαζε τηγανητές πατάτες για να συνοδεύσει το λιτό δείπνο με τις φακές.

Η μπαλκονόπορτα της βεράντας είχε μείνει μισάνοιχτη, έξω ήταν τελείως σκοτάδι, η Φελίσια προετοιμαζόταν για το απρόβλεπτο άλλη μια φορά. Ετούτη η βεράντα που εγκατέλειπε, δεν είχε καμιά γλάστρα με λουλούδια ή πρασινάδα, μονάχα δυο-τρία χρωματιστά φαναράκια με κεριά, ένα μικρό τραπέζι και δυο ξύλινες σπαστές καρέκλες. Ήταν εμφανώς αφρόντιστη και παραμελημένη.

Δεν υπήρχε χώρος, ούτε λόγος για να παραμείνει εκεί: σίγουρα θα γινόταν βάρος. Έτσι, μ’ ένα ανεπαίσθητο φευγαλέο σύρσιμο διαπέρασε το άνοιγμα που σχηματιζόταν κάτω από το γυάλινο διαχωριστικό και κατέληξε εύκολα στο διπλανό δυάρι.

Γ2

Τα χαρισματικά στο σκοτάδι γατίσια μάτια της πολύ γρήγορα εξερεύνησαν το νέο περιβάλλον. Ακόμη μία διαφορετική βεράντα… Και… τι περίεργο… υπήρχαν πιατάκια με γατοτροφή εκεί έξω! Ναι! Ένα στρογγυλό μπολ για νερό κι ένα για ξηρά τροφή, ολόιδια σχεδόν με τη δική της όσο ζούσε στο δώμα πλάι στον Γιώργο. Άρα… σ’ αυτό το σπίτι υπήρχε κάποια ή κάποιος που της έμοιαζεΑυτό ήταν καλό; Ή μήπως θα μπλεκόταν σε καβγά διεκδικώντας «κεκτημένα εδάφη» άλλων; Αναλογίστηκε πως, σε αντίστοιχη κατάσταση, δεν θα της άρεσε καθόλου να εισβάλει στο δώμα ένα καινούριο ζωντανό και να πρέπει να μοιραστεί μαζί του το φαγητό και την αγάπη του Γιώργου. Τα πράγματα φαινόταν λίγο περίεργα εδώ και χρειαζόταν περισσότερη προσοχή. Ένας γάτος μπορούσε να τη μυριστεί στο λεπτό. Κρυμμένη πίσω από μια γλάστρα γεμάτη φυτεμένα άγουρα ντοματάκια, ξεπρόβαλε δειλά το κεφάλι της προκειμένου να εντοπίσει πού βρίσκονταν κάτοικοι και κατοικίδια. Μια παχουλή γυναίκα καθόταν πάνω σ’ ένα μονό κρεβάτι και μιλούσε στο τηλέφωνο που υπήρχε στο κομοδίνο δίπλα της. Έσφιγγε στην αγκαλιά της ένα καφετί μικροκαμωμένο γατί και εκείνο, το κακόμοιρο, ήταν ανήμπορο να ξεφύγει από τον κλοιό του πλούσιου στήθους της. Η Φελίσια γουργούρισε με ανακούφιση: ο «αντίζηλος» ήταν πολύ αδύναμος για να της κάνει κακό, αμελητέος. Γρήγορα αναθάρρησε και αγαλλίασε διότι το γεμάτο μπολ με την ξηρά τροφή ήταν στη διάθεσή της. Επιτέλους κάτι γνώριμο! Μπορούσε να φάει όσο ήθελε και να μην υπάρξει πρόβλημα. Πλησίασε κοντύτερα πίσω από την δαντελωτή παλιομοδίτικη κουρτίνα και αφουγκράστηκε. Η παχουλή γυναίκα πότε έκλαιγε με αναφιλητά και πότε η φωνή της ακουγόταν θυμωμένη και σκληρή.

«Πες μου! Γιατί με απέλυσαν έπειτα από δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια; Αφού ήμουν εξαιρετική επιμελήτρια. Κάποια μού έσκαψε τον λάκκο εκεί μέσα, και ξέρω πολύ καλά ποια είναι αυτή. Έννοια σου, όμως, και θα την κανονίσω εγώ όπως της αξίζει! Μπορεί να έπιασα πάτο, αλλά θα πάρω στον γκρεμό μαζί μου κι άλλους».

«…………»

«Δεν ακούω τίποτα, είμαι απαρηγόρητη, σου λέω, δεν μπορώ να σταματήσω τα δάκρυα που τρέχουν από τα μάτια μου. Είναι άδικο! Άδικο!»

«…………»

«Όχι, δεν μπορώ να το δεχτώ πως κάνουν περικοπές και την πλήρωσα εγώ. Δεν έπαιρνα δα και τον μεγάλο μισθό… Κάτι άλλο συνέβη, λάσπη, συκοφαντία! Όλα τα σενάρια που έκανα με το μυαλό μου σ’ εκείνη οδηγούν. Με μισούσε, έκανε τα πάντα για να με σαμποτάρει. Έχω πάρει την απόφασή μου!»

«…………»

«Αύριο πρωί-πρωί θα πάω στο γραφείο των διευθυντών και θα μαρτυρήσω ό,τι ξέρω γι’ αυτήν τόσα χρόνια. Και τότε θα δει, θα καταλάβει… Να μάθει να μην παίρνει το ψωμί φτωχών ανθρώπων!…»

«…………»

«Δεν ακούω τίποτα! Οφθαλμόν αντί οφθαλμού. Θα την απολύσουν κι εκείνη. Και τότε… θα προταθώ εγώ για τη θέση της! Πρέπει οπωσδήποτε να βρω δουλειά, και ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Αφού το θέλουν έτσι, θα γίνει όπως λέω: ο θάνατός σου, η ζωή μου, λοιπόν. Θα διεκδικήσω τη θέση της, να διώξουν εκείνην και να προσλάβουν εμένα. Έχω τον τρόπο να το πετύχω!»

«…………»

«Καταλαβαίνεις ότι είμαι απελπισμένη; Θα βρεθώ στους δρόμους, δεν έχω να πληρώσω το νοίκι και φυσικά κανέναν λογαριασμό, η σπιτονοικοκυρά μού το ξέκοψε, δεν δίνει άλλη πίστωση. Δεν με νοιάζει για μένα. Για την Τιτίκα μου κλαίω… το “παιδί μου”. Oρκίσου ότι θ’ αναλάβεις την Τιτίκα! Ότι θα την πάρεις να την ταΐζεις και να τη φροντίζεις αν μου συμβεί κάτι κακό!»

Η παχουλή γυναίκα ούρλιαζε σχεδόν και η τσιριχτή φωνή της ήταν άκρως ενοχλητική στα ευαίσθητα αυτιά της Φελίσια. Τα δάκρυά της δεν τη συγκινούσαν, ούτε συμπονούσε τη «συντρόφισσα» Τιτίκα. Απομακρύνθηκε από την ανοιγμένη μπαλκονόπορτα και έφερε μερικές βόλτες γύρω από το μπολ με την ξηρά τροφή του γατιού. Προς στιγμήν δίστασε να το κάνει. Αυτές οι κροκέτες ίσως να ήταν οι τελευταίες προμήθειες γατοτροφής μέσα στο σπίτι . Η οικονομική κατάσταση της απολυμένης γυναίκας ακουγόταν τραγική και πολύ γρήγορα η μικρούλα γάτα θα έμενε νηστική, στο έλεος των περαστικών.

Παρά τον αρχικό δισταγμό, η Φελίσια ανενόχλητη άρχισε να μασάει λαίμαργα όσο περισσότερες κροκέτες μπορούσε. Πεινούσε πολύ και αυτή ήταν η τροφή που είχε συνηθίσει και προτιμούσε. Ευκαιρία! Χωρίς καμιά τύψη για την Τιτίκα, άφησε ελάχιστες κροκέτες στο μουσκεμένο μπολ, αδιαφορώντας για τη μετέπειτα ασιτία της. «Ο θάνατος σου, η ζωή μου» λοιπόν, και δεν ήταν πρώτη η Φελίσια που αποφάσισε κάτι τέτοιο εκεί μέσα. Η παχουλή γυναίκα με τα σκληρά και εκδικητικά της λόγια την ανάγκασε να υποκύψει στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης ώστε να θεραπεύσει την πείνα της, κλέβοντας την τροφή μιας άλλης γάτας. Όπως ακριβώς την είχε παραδειγματίσει η κυρία της Τιτίκας με την απόφασή της να κλέψει τη δουλειά κάποιας άλλης συναδέρφου με συκοφαντίες και αντιδεοντολογική συμπεριφορά. Η Φελίσια δεν είχε λόγο να πράξει διαφορετικά…

Πριν η αραχνοΰφαντη δαντέλα την προδώσει και την πάρουν χαμπάρι, η Φελίσια σκαρφάλωσε πάνω σε μια αυτοσχέδια απλώστρα με λιγοστές πετσέτες και ακροβάτησε ξανά στο κάγκελο. Έφευγε βιαστικά κι αθόρυβα σαν κλέφτης από κει.
Γ3

Ένα μικρό παράθυρο φωταγωγού βρέθηκε δίπλα της ανοιχτό. Πρόσκληση και πρόκληση την οποία αποδέχτηκε αμέσως, και μ’ ένα σάλτο βρέθηκε πάλι μέσα στον διάδρομο της πολυκατοικίας. Πολλά φώτα. Άναβαν κι έσβηναν συχνά. Μια κινητικότητα ασυνήθιστη. Να φοβηθεί; Συχνές πατημασιές ακούγονταν από τον επάνω όροφο και το ασανσέρ λειτουργούσε αδιάκοπα. Πού μπορούσε να κρυφτεί μέχρι να βεβαιωθεί τι ακριβώς συνέβαινε; Η κόγχη με τους σωλήνες θέρμανσης ήταν αρκετά μακριά από την κίνηση, άρα έπρεπε να ρισκάρει για μια ακόμη φορά να εγκαταλείψει τα γνώριμα σημεία και ν’ ανέβει μερικά σκαλιά. Περιμένοντας να σβήσει το κοινόχρηστο φως και να υπάρξει ησυχία, ανέβηκε αργά και προσεκτικά ένα-ένα τα λιγοστά σκαλοπάτια. Μπροστά της βρισκόταν ένας στενός διάδρομος όπου υπήρχε μονάχα μια εξώθυρα διαμερίσματος με αναμμένο το φως πάνω από το χαλάκι του καλωσορίσματος. Νοικοκυρόσπιτο φαινόταν… Υπήρχαν μεγάλες πήλινες γλάστρες με τριανταφυλλιές στην είσοδό του, και μάλιστα θεριεμένες από το φως που έμπαινε από το πλατύ τζάμι του φωταγωγού. Στον κοινόχρηστο τοίχο ήταν κρεμασμένα μερικά πήλινα κάδρα που απεικόνιζαν ήλιους, γλάστρες με γεράνια και χρωματιστά παραθυρόφυλλα σπιτιών στην εξοχή. Υπήρχαν ακόμη δυο ονειροπαγίδες που στο παραμικρό αεράκι έβγαζαν χαρούμενους ήχους σαν από παιδικό δωμάτιο, ενώ από το ταβάνι κρέμονταν άφθονα γλαστράκια με φυτεμένο νυχτολούλουδο που ευωδίαζε. Σαν παλιά αυλή ενός ξεχασμένου καιρού…

Η Φελίσια ένιωσε αμέσως ασφάλεια και σιγουριά: μπορούσε να κουρνιάσει και να διασκεδάσει εκεί πέρα. Το περιβάλλον ήταν ιδιαίτερο, αφού δεν έμοιαζε με κοινόχρηστο χώρο, αλλά εξέπεμπε ζεστασιά κι έμοιαζε φιλόξενο για τους ανθρώπους. Και για τα ζώα φυσικά… Δεν θα δυσκολευόταν καθόλου να τρυπώσει εκεί μέσα. Ένα σπίτι που δεν έμοιαζε με τα προηγούμενα που είχε δει, ξεχωριστό και ασυνήθιστο για πολυκατοικία. Μάλλον της άρεσε πολύ εκεί πέρα, τόσο, που για μια στιγμή νόμισε πως ο Γιώργος θα κατέφθανε κι αυτός, σαν ένας επισκέπτης του σπιτιού. Πού πήγε λοιπόν το αφεντικό της και την εγκατέλειψε τόσες μέρες; Η πιθανότητα να του έχει συμβεί κάτι κακό δεν υπήρχε σαν εκδοχή στο μυαλό της – θα το είχε διαισθανθεί. Όχι, σίγουρα κάπου θα έμπλεξε, σε κάποιο από τα συνηθισμένα ταξίδια του, και ήταν ζήτημα χρόνου να φανεί. Η Φελίσια δεν κρύφτηκε πουθενά, δεν φοβόταν τίποτα πια, αντίθετα κάθισε επάνω στο μαλακό χαλάκι της εξώπορτας περιμένοντας καρτερικά το επόμενο άνοιγμα, που δεν επρόκειτο ν’ αργήσει…

Η πόρτα άνοιξε ζωηρά διάπλατα και μια έκπληκτη φωνή συνόδευσε τα χέρια που σήκωσαν τη Φελίσια ψηλά στον αέρα.

«Τι όμορφη γάτα!! Πώς βρέθηκες εδώ εσύ; Πώς σε λένε;»

«Συστηθήκαμε αμέσως…»  η εσωτερική φωνή και η συγκατάβαση της Φελίσια εκδηλώθηκε στις ναζιάρικες νωχελικές κινήσεις της και η ιδιοκτήτρια του σπιτιού την έφερε κοντά στο σώμα της με στοργή και προστατευτικότητα. Τέλεια! Όπως το φανταζόταν και το περίμενε, ένα σπιτικό τόσο φιλικό για εκείνη. Επιτέλους, πάνω που κόντευε ν’ απελπιστεί και να απομακρυνθεί περισσότερο από το συγκρότημα, η τύχη τής χαμογέλασε και όχι μόνο δεν βρέθηκε στο πεζοδρόμιο, αλλά μάλιστα απέκτησε δική της θέση μέσα σ’ αυτό το τελευταίο σπίτι. Η ιδιοκτήτρια, μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, αφού τη χάιδεψε στοργικά, έπειτα την ακούμπησε μαλακά δίπλα στο σβηστό τζάκι, μέσα σ’ ένα ψάθινο καλάθι με μπλε μαξιλάρι. Βολεύτηκε μια χαρά… Σαν να την περίμεναν. Η πραγματικότητα ξεπέρασε κάθε προσδοκία αφού η κυρία έφερε μπροστά της ένα χάρτινο πιάτο με λίγο μαδημένο κοτόπουλο που άχνιζε. Μόλις είχε βγει από τον φούρνο. Βασιλική περιποίηση… Η Φελίσια γευόταν στιγμές ευτυχίας ξανά.

«Το κακόμοιρο το ζωντανό. Από πού να το σκασε; Φαίνεται από σπίτι, είναι καθαρό, ήμερο και φοράει περιλαίμιο»  η γυναίκα που μίλησε πρώτη, είχε σκύψει ελαφρά πάνω από το καλάθι και περιεργαζόταν τη Φελίσια χωρίς όμως να της προσφέρει ένα χάδι.

«Δεν το βλέπω και τόσο καθαρό, μάλλον ταλαιπωρημένο μου φάνηκε και πεινασμένο…» απάντησε η κυρία του σπιτιού.

«Εσύ, ό,τι βρεις στον δρόμο και στην πόρτα σου, το μαζεύεις. Όπου πονεμένος και καταφρονεμένος, να τον φροντίσεις…»

«Μην κοροϊδεύεις, πολλοί χρειάζονται βοήθεια εκεί έξω».

«Δεν κοροϊδεύω καθόλου, να σε προφυλάξω προσπαθώ, γιατί δεν είναι αγγελικά πλασμένα τα πράγματα… Εκεί που βοηθάς, εκεί σε πάνε κάτω…»

Η δεύτερη γυναίκα, συνομήλικη με την πρώτη, είχε μπει στο σαλόνι με τη στρωμένη τραπεζαρία κι έκανε άσκοπες βόλτες πάνω-κάτω, μεταφέροντας εργαλεία σερβιρίσματος την ώρα που προσπαθούσε να επιβάλει τις απόψεις της. Ευτυχώς είχε απομακρυνθεί από το καλάθι και δεν την ενοχλούσε άλλο, μπορούσε να μασουλάει απολαυστικά το ζεστό της φαγητό. Η Φελίσια, που την κοιτούσε απορημένη, έδειχνε αστεία με τις κλωστές από τη σάρκα του ψημένου κοτόπουλου να κρέμονται ανάμεσα στα δόντια της. Για ποιον λόγο ακριβώς ζοριζόταν τόσο αυτή;

Η στοργική οικοδέσποινα, αφού παρέμεινε για λίγα λεπτά σκεπτική, ξεκίνησε να μιλάει με απολογητικό σχεδόν ύφος.

«Δεν έχεις άδικο, αλλά δεν μπορώ να μην ανακατευτώ, είναι ο χαρακτήρας μου. Πάντως οφείλεις να ομολογήσεις ότι μερικές φορές μού βγαίνει σε καλό. Αν δεν ήμουν έτσι, ποτέ δεν θα κατάφερνα τη σημερινή συγκέντρωση. Σκέψου! Ολόκληρη η οικογένεια ενωμένη ξανά…»

«Ναι, είναι συγκινητικό, μετά από τόσα χρόνια θα βρεθείτε όλοι μαζί στο ίδιο τραπέζι. Πόσα χρόνια, αλήθεια;»

«Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια…»

«Πολύς καιρός. Αγεφύρωτο έμοιαζε το χάσμα που άνοιξε μ’ εκείνη την παράλογη δίκη. Είχε παραγίνει το κακό, τέτοια βεντέτα…»

«Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που θα τους συγκεντρώσω όλους σήμερα εδώ. Έναν ολόκληρο χρόνο το προσπαθούσα, προσέγγιζα προσεκτικά όλες τις πλευρές για να καταφέρω να τους συμβιβάσω… Ήταν ανόητο, ήταν εγκληματικό. Και πολύ περισσότερο για τα ξαδέρφια. Μεγαλώσαμε μαζί, και ο καβγάς των μεγάλων μάς χώρισε αδικαιολόγητα. Εμείς δεν είχαμε κάτι να χωρίσουμε… Δεν είχαμε καμιά δουλειά να μας παρασύρουν στην έχθρα τους».

«Και τι έχθρα! Μηνύσεις, καταγγελίες στο ΙΚΑ και στην Πολεοδομία, απειλές, εξυβρίσεις…»

«Ένας ανελέητος πόλεμος ανάμεσα σε στενούς συγγενείς. Θλιβερό. Οι δικαστικές διαμάχες είναι σκέτη χασούρα, ψυχοφθόρες και δυσάρεστες, ειδικά όταν πρόκειται για τα μέλη μιας οικογένειας… Χρειάζεται εξυπνάδα ώστε να μπορεί να συμβιβάζεται κανείς και ν’ αποφεύγει τα δικαστήρια. Είναι πιο φρόνιμο, πιο ανθρώπινο και πιο αποτελεσματικό τις περισσότερες φορές. Η έριδα είχε εξαντλήσει και τις δυο πλευρές, έφτασαν να κάνουν απανωτές μηνύσεις μεταξύ τους, το ένα έφερνε το άλλο, δεν θα σταματούσαν ποτέ».

«Τέλος καλό, όλα καλά. Είναι σπουδαίο που θα μαζευτούν σήμερα, εδώ, στο σπίτι σου, ξανά. Κατάφερες το αδύνατο! Συγχαρητήρια!»

«Πιστεύω πως θα τα πάμε καλά, θα βοηθήσει το κρασί, η μουσική, έχω καλέσει κι έναν φίλο με κιθάρα που τραγουδάει πολύ όμορφα».

«Προβλέπεται μεγάλο γλέντι…»

«Κανονικό γλέντι, το έχουμε ανάγκη όλοι μας, να σκεπάσουν τα τραγούδια κι ο στόχος της συμφιλίωσης τους τσακωμούς και την κενοδοξία».

«Σωστά μιλάς, δεν μπορώ να επέμβω στην περίσταση αυτήν καθόλου».

«Δεν είναι ανάγκη να επεμβαίνεις πάντα, καλή μου…»

«Βλέπεις, είναι ο δικός μου χαρακτήρας αυτός. Βιώματα… Τι να λέμε τώρα… Χαίρομαι που με κάλεσες πάντως, θα διασκεδάσω κι εγώ πολύ, έχω να τους δω χρόνια».

«Ευχαριστώ για τη συντροφιά και για τη βοήθεια. Χωρίς εσένα δεν θα μπορούσα να ετοιμάσω τόσα φαγητά, ούτε να έχω τόσο ανάλαφρη διάθεση.Μ’ έκανες να ξεχάσω το πρωινό περιστατικό…»

«Τι έγινε πάλι;»

«Εκνευρίστηκα πολύ το μεσημέρι στο μετρό…»

«Γιατί; Ήταν καμιά γριούλα και δεν της έδωσαν θέση;»

«Όχι… Χειρότερο… Την ώρα που έριχνα τα κέρματα για να βγάλω εισιτήριο από το μηχάνημα, με πλησίασε ένα πολύ όμορφο παλικάρι. Κούκλος, με κάτι υπέροχα πράσινα μάτια… Μου ζήτησε να του βγάλω ένα εισιτήριο…»

«Αχάαα! Πόσων χρονών;»

«Δεκαοκτώ… Έτσι μου είπε, τουλάχιστον…»

«Τον ρώτησες ηλικία; Γιατί; Τι έγινε;»

«Όπως κατάλαβες και όσο με ξέρεις, φυσικά του έδωσα ένα εισιτήριο και σκέφτηκα ότι ήταν κρίμα που ήταν τόσο φτωχός και δεν είχε να ταξιδέψει με το μετρό…»

«Καημένη… Πρεζόνι ήταν… Σε κορόιδεψε!»

«Όπως το λες… Αφηρημένη καθώς ήμουν, πήρα λάθος κατεύθυνση και γύρισα πίσω. Τον εντόπισα στο ίδιο σημείο, να συμπεριφέρεται παρόμοια και σε άλλους επιβάτες του μετρό… Άρα δεν ήθελε εισιτήριο για να ταξιδέψει. Τζάμπα τον λυπήθηκα!»

«Φυσικά…»

«Ξέρεις… Πήγα και τον έπιασα… Του μίλησα…»

«Εεε, όχι!»

«Εεε, ναι!… Προσπάθησα να του κάνω δίδαγμα ότι αυτό που κάνει δεν είναι σωστό και ζήτησα το εισιτήριο πίσω».

«Το πήρες;»

«Ναι, αν και μου είπε πως δεν αλλάζει κάτι, θα ζητούσε από τον επόμενο και μετά θα τα πουλούσε για να πάρει τη δόση του. Πάντως τον ανάγκασα να μου το επιστρέψει».

«Πράγματι δεν θα άλλαζε κάτι…»

«Για μένα αλλάζει. Τον κοίταξα κατάματα και του είπα “Επίτηδες ζητάω το εισιτήριο πίσω, για να ’χεις να το θυμάσαι”… Πρέπει να προσπαθήσει να μην παίρνει ναρκωτικά…»

«Κοντεύεις να γίνεις γραφική. Το ξέρεις;»

«Ας γίνω… Αν συμπεριφέρονταν κι άλλοι όπως εγώ, ίσως να υπήρχε ελπίδα για κάποιους από αυτούς τους χαμένους ανθρώπους».

«Θα το φας εσύ το κεφάλι σου κάποια μέρα… Άκου να πάρει πίσω το εισιτήριο για να βάλει μυαλό στο πρεζόνι…»  η αυταρχική φωνή της γυναίκας έσβησε από το χαρούμενο και επίμονο χτύπημα του κουδουνιού. Επισκέπτες…

Μετά από τόση ξαφνική φασαρία, η Φελίσια ήταν αδύνατον να μείνει κουλουριασμένη μέσα στο καλάθι σαν να ήταν ψεύτικη. Δεν τρόμαξε, όμως αναστατώθηκε από την παρουσία της μεγάλης συντροφιάς που εισέβαλε χαρωπά στο μικρό δυάρι. Πώς ήταν δυνατόν να χωρέσουν όλοι αυτοί εκεί μέσα; «Χίλιοι καλοί χωράνε» επαναλάμβανε κάποτε ο Γιώργος σε μία ονομαστική γιορτή.

Θα μπορούσαν εύκολα να σκουντουφλήσουν πάνω της ή ακόμη και να την πατήσουν έτσι όπως προσπαθούσαν ν’ ακουμπήσουν τα κρασιά τους, τα γλυκά τους και να βολευτούν όπως-όπως.

Γρήγορα προνόησε και απέφυγε το παραμάζωμα και την περιττή ταλαιπωρία που θα υφίστατο αν την έπιαναν και την κανάκευαν ένας-ένας με τη σειρά. Μα… δεν ήταν ψεύτικη!

Έτσι, λοιπόν, η Φελίσια εγκατέλειψε πρόθυμα τ’ απομεινάρια μιας καλοσερβιρισμένης τροφής και χώθηκε κάτω από το μακρύ λινό τραπεζομάντιλο, άφαντη και προσδοκώντας πια μόνο αποφάγια. Έτσι είναι τα ρίσκα.

Το καρτέρι της εκεί κάτω έμοιαζε με λημέρι σ’ένα δάσος από παντελόνια, γόβες και δαντελωτές άκρες από κομπινεζόν.

Οι καλεσμένοι είχαν πάρει θέσεις στο στρωμένο τραπέζι, η Φελίσια μπορούσε να βλέπει τα πόδια τους να σταυρώνονται χαλαρά, να πατάνε σταθερά, να τρεμοπαίζουν νευρικά, μπορούσε ν’ ακούει τα γέλια τους, τις κουβέντες τους, ν’ αφουγκράζεται τους ήχους από τα μαχαιροπίρουνα και το τσούγκρισμα των ποτηριών.

Ευτυχώς δεν ήταν καθόλου προσεκτικοί. Ένα λουκάνικο, λίγο ροκφόρ, πατάτες, μερικά φύλλα τυρόπιτας και το «τραπέζι» κάτω από το τραπέζι φάνταζε πλουσιοπάροχο.

Προσέχοντας μην μπερδευτεί σε κανένα παντελόνι ή στην αλλαγή από κάποιο σταυροπόδι, άρπαζε δειλά ό,τι έβρισκε, ακόμη και λίγο κοκκινιστό κριθαράκι. Άφθονο το κυνήγι στο δάσος με τα παντελόνια.

Απροειδοποίητα ακούστηκε κελαρυστή ευχάριστη μουσική που την προϋπαντούσαν τσουγκρίσματα ποτηριών. Έπειτα ενθουσιώδεις φωνές:

«Κράτησες ως τώρα το juke box;»

«Φυσικά! Αυτό θα μείνει πάντα. Ήταν του πατέρα μου. Απίστευτη συλλογή από δίσκους σαράντα πέντε στροφών. Πολύτιμος θησαυρός. Διαλέξτε τραγούδια. Με το μαλακό όμως!»

Φωνές ενθουσιασμού, βήματα χορού, παλαμάκια του κεφιού και το γλέντι καλά κρατούσε.

Η κυρία του σπιτιού ήταν μια πρώτης τάξεως οικοδέσποινα που φρόντισε τη διασκέδαση των καλεσμένων της χωρίς να παραμελήσει κανέναν. Ούτε καν την αδέσποτη γάτα που βρέθηκε ξαφνικά στην πόρτα της. Τη θυμήθηκε και την αναζήτησε, παρ’ όλη την οχλοβοή και την ανακατωσούρα.

«Ψιψίνα… ψιψίνα… πού είσαι, ψιψίνα…» άρχισε να την ψάχνει παντού και ήταν ζήτημα χρόνου να την ανακαλύψει, δεν ήταν και πολύς ο χώρος που είχε απομείνει ελεύθερος μέσα στο σαλόνι.

Ανασήκωσε το τραπεζομάντιλο και έσκυψε από κάτω.

«Έλα έξω, μικρή μου, μη φοβάσαι…»

«Δεν φοβάμαι… Βαριέμαι… Είμαι σχετικά αντικοινωνική. Μου χαλάσανε την ησυχία όλοι αυτοί».  Η Φελίσια δεν μπόρεσε να διαμαρτυρηθεί στην οικοδέσποινα αλλά κουλουριάστηκε πιο πίσω και απέφυγε τα χέρια που της έγνεφαν. Μήπως ήταν αχάριστη;

«Έλα έξω, ψιψίνα, και μη φοβάσαι, θα σε βγάλω στον διάδρομο, να ελευθερωθείς…»

Άψογη η οικοδέσποινα!

Η Φελίσια ακολούθησε το ένστικτό της και έδειξε εμπιστοσύνη στην κυρία. Εκείνη την έχωσε ολόκληρη στην αγκαλιά της, ακουμπώντας την μαλακά στο στήθος της και την πέρασε απαρατήρητη σχεδόν από τη συντροφιά που χόρευε έναν νησιώτικο χορό.

Η εξώπορτα άνοιξε κι έκλεισε γρήγορα. Τόσο γρήγορα, όσο χρειαζόταν ώστε η Φελίσια να πατήσει μαλακά στο χαλάκι της εξόδου και η φασαρία να μην ξεχυθεί στους υπόλοιπους κοινόχρηστους χώρους.

Έμεινε για λίγο κουλουριασμένη εκεί έξω, χορτάτη κι έκπληκτη από την καλή της μεταχείριση. Πού θα μπορούσε να πάει τώρα; Την έδιωξαν ή τη σεβάστηκαν; Αδιάφορο, αφού απέμεινε πάλι μόνη κι εκτεθειμένη. Ώρα για ύπνο, έναν ύπνο προστατευμένο και ήσυχο. Σκαλοπάτια… Βήματα…

Ο Γιώργος!

Ο Γιώργος, αξύριστος, μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη και αποφασιστικές κινήσεις, έψαχνε τα κλειδιά στις τσέπες του παντελονιού.

Η χαρά της ήταν τεράστια. Το αφεντικό της είχε επιστρέψει την πιο κατάλληλη στιγμή: όταν η περιπέτεια είχε τελειώσει, ενώ δεν είχε πού αλλού να πάει. Ίσως να έπρεπε να γίνει έτσι, μπορεί να ήταν απαραίτητη ετούτη η μικρή περιπλάνηση για εκείνην, όσο για εκείνον το μακρύ ταξίδι του. Πάντως επέστρεφαν μαζί στο σπίτι. Δεν την είχε αντιληφθεί στα σκοτεινά κι εκείνη δεν έκανε τίποτα για να του αποσπάσει την προσοχή, oύτε το παραμικρό νιαούρισμα – θαυμαστή αυτοσυγκράτηση! Τον ακολούθησε αθόρυβα, πειθήνια, με τον αρχοντικό τρόπο εκείνου που ξέρει από πού έρχεται και πού πηγαίνει. Σιγουριά, ασφάλεια και νοσταλγία.

 

  • Εντυπωσιασμένος
  • Χαρούμενος
  • Απογοητευμένος
  • Θυμωμένος
  • Βαρετό
  • Φοβισμένος

#emo attacks
  • Κασσελίστας -υπόλοιπο ΣΥΡΙΖΑ 2-0
    Τζάκρη και Πούλου τα γκολ στις καθυστερήσεις
  • Αξιωματική αντιπολίτευση το ΠΑΣΟΚ μετά από 15 χρόνια: το λες και κανονικότητα
  • Σιγά τον Μασκ. Αφού μάζεψε όλο το χαρτί, έγινε Υπουργός. Και οι δικοί μας το κάνουν αυτό, αλλά ανάποδα
  • Επιμένει ο Τραμπ στη νοθεία. Κατάλαβε πως τον έβγαλαν για να τον εκθέσουν