- emo.gr
- Τέχνες
- Μικρές υποχωρήσεις (η συνέχεια και το τέλος)
Ένας αθώος στην ιστορία αυτή γλίτωσε. Ο περισσότερο αθώος όμως υπήρξε το τραγικό θύμα. Εκεί ξέσπασε η οργή της τύχης.
Η συνέχεια και το τέλος
(Έχουν προηγηθεί το πρώτο μέρος και το δεύτερο του διηγήματος)
Ξημέρωσε. Έπρεπε να τρέξει να τον βρει, να του εξηγήσει, να ζητήσει ακόμη και την βοήθειά του. Η Ελένη μπορούσε να είναι κόρη τους, όσοι είναι πλασμένοι για γονείς, έχουν δικά τους όλου του κόσμου τα παιδιά. Τι θράσος να ελπίζει πως θα τον ξανασυναντήσει! Ο κυρ- Αντώνης μόλις ξύπνησε και συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, άρπαξε το βαλιτσάκι που ετοίμαζε μαζί με τις οικονομίες του και ανέβηκε στο πρώτο τρένο. Χωρίς καθόλου χρήματα. Άφαντος, χωρίς θορύβους, κατηγόριες και εξηγήσεις. Ο αξιοπρεπέστερος και ασφαλέστερος δρόμος του προδομένου.
Η κυρά – Άννα κατανόησε πλήρως την αθόρυβη φυγή του σταθμάρχη. Το ίδιο δεν είχε κάνει άλλωστε κι εκείνη αρκετά χρόνια πριν; Εξαφανίστηκε από το χωριό και από την ίδια της την ζωή όταν έμαθε τα κατορθώματα του Αντρέα. Ο δικός της έρωτας είχε αποδειχτεί αλητήριος και ποταπός. Η πτώση του από τον θρόνο που μόνο ο έρωτας τοποθετεί ήταν ακαριαία, μοιραία. Ο Αντρέας είχε κλέψει τις οικονομίες και τα ασημικά της μητέρας του και είχε εγκαταλείψει το χωριό. Ήταν ο μοναχογιός της , το στήριγμα και η παρηγοριά της, όμως την έκλεψε. Ήταν ο πρώτος της έρωτας κι όμως την λήστεψε. Η ντροπή άρπαξε την καρδιά της και την πυρπόλησε. Ντροπή, όχι απογοήτευση. Που να σταθεί; Εγκατέλειψε με την σειρά της το χωριό, άλλαξε όνομα και προσλήφθηκε σαν οικονόμος στο σπίτι του γιατρού.
Έφτασε να τον καταραστεί. Τον Αντρέα και την θλιβερή του αδυναμία για την εύκολη ζωή, τον πλούτο, τον αδικαιολόγητο πλούτο.
Με αυτοκαταστροφική σοφία φυλλομέτρησε τη νουβέλα του έρωτα και την πέταξε στη φωτιά. Με προστατευτική λογική αυτοσυντήρησης κατάφερε να διώξει την ντροπή και την απελπισία. Έτσι έγινε μια άψογη οικονόμος, μια τέλεια μηχανή οικοκυρικών για αρκετά χρόνια. Όταν αντίκρισε την Ελένη , την φτωχή δασκάλα του μικρού Κωστή μπροστά στην βιτρίνα με τα ακριβά φορέματα κατάλαβε αμέσως. Η Ελένη ήταν ερωτευμένη με τον Μάνο Βελισάρη. Το αφεντικό της ήταν εδώ και τέσσερα χρόνια χήρος, ο γιός του, ο μικρός Κωστής, ήταν μαθητής Δημοτικού στην τάξη της νεοφερμένης δασκάλας. Ο έρωτας είχε πάρει τον εύκολο δρόμο για την καρδιά της, καθώς εκείνος άρχισε να την φλερτάρει καθημερινά. Ο Μάνος Βελισάρης όμως ήταν πλούσιος, είχε κοινωνική θέση και μολονότι έδειχνε το ενδιαφέρον του για εκείνη τους χώριζαν τόσα πολλά… Παρόλα αυτά την είχε καλέσει στη γιορτή της έπαυλης με ιδιαίτερη πρόσκληση και ξεχωριστό τρόπο. Η καρδιά της Ελένης σκίρτησε, υπόσχεση ήταν αυτό στο βλέμμα του; Αποδοχή;
Δεν είχε τίποτα να φορέσει στην δεξίωση, δεν μπορούσε να σταθεί δίπλα του αξιοπρεπώς. Κοιτούσε τα ακριβά φορέματα στο τζάμι της βιτρίνας και δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της. Εκεί ακριβώς την συνάντησε η κυρά – Άννα και μέσα από τις λιγοστές χαραμάδες της καρδιάς της σφύριξε η παλιά κατάρα. Ο πλούτος… της στέρησε εκείνον τον έρωτα… ετούτος εδώ μπορεί να είχε καλύτερη τύχη… Έπρεπε λοιπόν να κάνει κάτι, να βοηθήσει, σαν φόρο καθήκοντος σαν εξιλέωση για το κρίμα εκείνου, σαν να ήθελε να διορθώσει τα σφάλματα του σύμπαντος. Έτσι αποφάσισε να κλέψει τις οικονομίες του μοναδικού αγαπημένου της φίλου. Ήταν για καλό σκοπό, για έναν ρομαντικό, αθώο έρωτα, για την δασκάλα των παιδιών που ερωτεύτηκε τον πλούσιο γιατρό της πόλης… Έμοιαζε με παραμύθι… Δεν ήταν παρά παραμύθι…
Η κυρα- Άννα ήταν ο μυστηριώδης αποστολέας των δώρων της Ελένης , όμως εκείνη δεν μπορούσε καν να το φανταστεί, αντίθετα, με τις ευέλπιδες φαντασιώσεις που δημιουργεί ο έρωτας, νόμιζε πως τα είχε στείλει ο Μάνος Βελισάρης για να την ενισχύσει να βρεθεί κοντά του… Πόσο λάθος… Πετούσε ψηλά και δεν γλίτωσε από την πτώση. Η αναγγελία των αρραβώνων του με την αντίστοιχη περιουσία της διπλανής πόλης, μαύρη λάβα που μαρμάρωσε και τις δυο τους. Ποια πόνεσε περισσότερο δύσκολο να πει κανείς, η ταύτιση στον πόνο τον κάνει αναρίθμητο, ανυπολόγιστο, σίγουρα ανυπόφορο. Κι όταν οι ψυχές πονέσουν μέχρι τα μύχια τους, μαύρη λάβα ξεχύνεται πάλι στον αέρα. Κακά μαντάτα συνεχίζουν να φέρνουν κι άλλα, περισσότερα…
Ο Αντώνης ο σταθμάρχης, πρόλαβε να φύγει πριν η σκόνη τον πνίξει, προτού πετρώσει από το ραγδαίο κύμα της πυρακτωμένης λάσπης. Διαχειρίστηκε τον πόνο του, συγχώρησε την προδοσία, δεν έβλαψε κανέναν. Έπαυσε να μετρά τρένα, χρήμα , χρόνο. Κίνησε με την παρόρμηση που σακάτεψε την απόφαση να συναντήσει το παιδί του, διάλεξε την ησυχία, πήγε κατά κει που τον έσπρωξε η μοίρα γρηγορότερα. Ένας αθώος στην ιστορία αυτή γλίτωσε. Ο περισσότερο αθώος όμως υπήρξε το τραγικό θύμα. Εκεί ξέσπασε η οργή της τύχης. Ο μικρός γιος του γιατρού, ένα απόγευμα κλειδώθηκε κατά λάθος στην τάξη του Δημοτικού. Η Ελένη σε κακή ψυχολογία δεν τον πρόσεχε πια όπως παλιά. Ήταν ολομόναχος όταν ξέσπασε η φωτιά στην αίθουσα με τα πειράματα. Όταν έσβησε η φωτιά, το μικρό αγόρι δεν ζούσε.
Όλοι μιλούσαν για ένα φρικτό ατύχημα, έκαναν το σταυρό τους, όμως ήταν πια αργά.
ΤΕΛΟΣ
-
Πολυτεχνείο: Πολιτικές τελετουργίες ή το τραπέζι του Ινδιάνου
1 εβδομάδα ΠΡΙΝ -
Κράτα σημειώσεις πως κερδάνε εκλογές, άχαστε
3 εβδομάδες ΠΡΙΝ -
Προφήτες της καταστροφής, σπεκουλαδόροι της συμφοράς
3 εβδομάδες ΠΡΙΝ -
Οι Τόρις είναι συντηρητικοί, όχι τραμπικοί ρατσιστές
3 εβδομάδες ΠΡΙΝ -
Τελικά έκανε παρέλαση ή όχι ο Αλόνσο;
4 εβδομάδες ΠΡΙΝ