• emo.gr
  • Τέχνες
  • Μικρές υποχωρήσεις (2)
Μικρές υποχωρήσεις (2)

Δικαιολογία για την αδικία δεν υπάρχει εκτός ίσως από την ίδια την αδικία.

Η αρχή της νουβέλας εδώ

********

Ήταν φθινόπωρο, αρχή μιας απροσδιόριστης νοσταλγίας όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά.  Η Άννα συνόδευε τον μικρό Κωστή, τον ορφανό από μητέρα γιο του καρδιολόγου, που αποχαιρετούσε τους φίλους του στο σταθμό. Τα ξέγνοιαστα καλοκαιρινά παιχνίδια είχαν τελειώσει, οι φιλοξενούμενοι επέστρεφαν στους γονείς τους, το σχολείο ξεκινούσε σε λίγες μέρες.  Τα βότσαλα του γιαλού ησύχασαν πια, οι θορυβώδεις αφρισμένες νιάτα πατημασιές υποχώρησαν και σαν παλίρροια εμφανίστηκαν τα πρώτα κύματα στολισμένα ξέπλεκα φύκια. Μια αδιαφιλονίκητη, ακαταμάχητη διαδοχή στη φύση μπορούσε να διδάξει νέους μαθητές. Ο μικρός Κωστής ήταν απαρηγόρητος για την αναχώρηση των καλοκαιρινών του φίλων, η Άννα προσπαθούσε να του αποσπάσει την προσοχή με νέα ενδιαφέροντα ενώ ο Αντώνης την παρακολουθούσε στη σκιά του τρένου που σφύριζε εκκωφαντικά. Έφευγαν όλα. Το καλοκαίρι, οι φίλοι, ο δικός του γιος και τώρα εκείνη… Αυτήν μπορούσε να την προφτάσει! Οι ματιές τους συναντήθηκαν όπως εκείνες των μοιραίων εραστών σε στιγμιαία τύχη και ασυναίσθητα εκείνη ανέκοψε το βήμα κρατώντας πιο σφιχτά τον Κωστή από το χέρι.

«Συμβαίνει κάτι; Ξεχάσαμε κάτι;» μίλησε παρορμητικά επηρεασμένη από την στολή του σταθμάρχη προσπαθώντας να αγνοήσει το βλέμμα του.

« Όχι… Όχι… Ήθελα την βοήθειά σας , δεν ξέρω αν είναι η κατάλληλη στιγμή, είναι το παιδί σας, δεν θέλω να σας απασχολώ…»

« Δεν είναι παιδί μου, είμαι η γκουβερνάντα του, δεν έχω παιδί… τι θέλετε, πως μπορώ να βοηθήσω;»

« Ξέρετε γράμματα;… εννοώ, μήπως θα μπορούσατε να μου διαβάσετε αυτό;» Ο Αντώνης έβγαλε από την τσέπη του αρκετά φύλλα διπλωμένα επιστολόχαρτα και τα έτεινε προς το μέρος της, την στιγμή που ο μικρός Κωστής άρχισε να κλωτσάει το χώμα με ανυπομονησία.

« Ευχαρίστως, αλλά όχι τώρα. Θα περάσω μετά την αναχώρηση του βραδινού τρένου. Θα έχουμε περισσότερη ησυχία πιστεύω.»

« Σας ευχαριστώ! Θα σας περιμένω!»

Έτσι ξεκίνησαν. Το ίδιο βράδυ η Άννα καθισμένη στο παγκάκι του σταθμού μπροστά στο μικρό δωμάτιο του σταθμάρχη διάβασε με αργή ζεστή φωνή το πρώτο γράμμα του γιου του. Ο Ηλίας με φαρμακωμένη στοργή προσπαθούσε να εξηγήσει τους λόγους που προτίμησε να παραμείνει και να δουλέψει στο εξωτερικό. Η Άννα μετά την ανάγνωση κατάλαβε πως ο άνθρωπος που ανέπνεε δίπλα της χρειαζόταν οξυγόνο. Δυο κουβέντες ανθρώπινης παρηγοριάς και φροντίδας.

« Πρέπει να είναι θαυμάσιο παιδί και καλός επιστήμων για να τον κρατήσουν στην Πανεπιστημιακή Κλινική, να είστε περήφανος , να τον χαίρεστε!» έπειτα σώπασε και αφουγκράστηκε την αναπνοή του.

« Είναι το καμάρι μου! Βέβαια…» ο ανθρωπάκος κατάφερε να ρουφήξει λίγο οξυγόνο όπως – όπως.

Ήταν αδύνατο να τον αφήσει μόνο εκείνη την νύχτα. Έτσι το ξημέρωμα τους βρήκε να εξιστορούν τα χρόνια που πέρασαν χωρίς να έχουν γνωριστεί, αβίαστα, σαν να γνωρίζονταν για χρόνια, πότε με κέφι σαν να ανταγωνίζονταν στο καλύτερο ανέκδοτο και πότε με σοβαρότητα σαν να τραβούσαν την κουρτίνα του εξομολογητηρίου.

Εκείνο το βράδυ ήταν μόνο η αρχή, ακολούθησαν αμέτρητα άλλα, ετούτα τα ιστορικά τρένα διασταυρώνονταν πολύ συχνά χωρίς ποτέ να συγκρουστούν, στερεωμένα  καλά στις ράγες της μοίρας τους.

Η Άννα αποχαιρέτισε τον ήλιο που έδυε, πήρε μια βαθιά ανάσα και εντόπισε τα υπνωτικά χάπια στην τσέπη της ποδιάς της. Αποφασισμένη, ντυμένη το καλύτερο προσποιητό χαμόγελό της του έκανε συντροφιά στο λιτό του δείπνο. Ήταν πολύ εύκολο να ρίξει υπνωτικό στο κρασί του τόσο που την εμπιστευόταν. Ήταν πολύ δύσκολο να κλέψει όλες του της οικονομίες…τόσο που την εμπιστευόταν. Το δίλημμα την βασάνιζε για μέρες, τελικά πιεσμένη από τον χρόνο αποφάσισε να τον προδώσει. Ίσως κάποτε να του εξηγούσε, αν της έδινε την ευκαιρία. Φοβόταν την αντίδρασή του , πιθανότατα να τον έχανε για πάντα… Ας ήταν, ένα παράξενο χρέος την καλούσε να το κάνει. Δικαιολογία για την αδικία δεν υπάρχει εκτός ίσως από την ίδια την αδικία.

***

΄Ετσι λοιπόν εκείνο το βράδυ, η κυρα – Άννα έκλεψε τις οικονομίες που κρατούσε ο κυρ- Αντώνης για να συναντήσει περήφανος τον γιο του στην Αμερική, μετά την συνταξιοδότησή του. Τον ξάπλωσε στο κρεβάτι, έσβησε τα αποτυπώματά της και ανακάτεψε το δωμάτιο σαν να μπήκαν ξένοι περαστικοί αλήτες. Δεν άφησε ίχνη για την αστυνομία, εκείνον όμως, ήταν σίγουρη, δεν επρόκειτο να τον ξεγελάσει.

Το επόμενο πρωί πηγαίνοντας στο φούρνο έκανε την στάση που έπρεπε στο πολυκατάστημα. Το ακριβό φόρεμα με τα απαραίτητα αξεσουάρ απομακρύνθηκε από την κούκλα της βιτρίνας και απεστάλη σε συσκευασία δώρου στο σπίτι της Ελένης. Αποστολέας άγνωστος, ανέλπιστη τύχη, απρόσμενη χαρά.

Η νεαρή Ελένη μπορούσε να αποδεχτεί την πρόσκληση του γιατρού για την αποψινή δεξίωση χωρίς να διστάζει και να ντρέπεται για την φτώχια της. Η ιστορία έμοιαζε με γνωστό παραμύθι, πλησίαζε την έπαυλη με φλογισμένη έρωτα την καρδιά και κατακόκκινα μάγουλα. Πόσο τον αγαπούσε! Πόσα όνειρα , ελπίδες, πίστη! Πόσες νύχτες αυπνίας για έναν ύψιστο αγνό έρωτα!

Ο Μάνος Βελισάρης την υποδέχτηκε με πλατύ χαμόγελο και την συνόδευσε με μια κίνηση αβρότητας στο φωτισμένο και κατάμεστο από καλεσμένους σαλόνι.  Έπειτα την άφησε μόνη. Η κυρά – Άννα καλοχτενισμένη και με την γιορτινή στολή υπηρεσίας κερνούσε σαμπάνια και την παρακολουθούσε με άγρυπνο βλέμμα. Ευχόταν μέσα από τα βάθη της καρδιάς της να είναι ευτυχισμένη, είχε θυσιάσει κάτι πολύτιμο για τούτο το αποτέλεσμα. Ξαφνικά την είδε να λυγίζει και να σωριάζεται στην πρώτη κοντινή πολυθρόνα. Τι είχε συμβεί; Ψίθυροι, βουητό, χειροκροτήματα , γέλια και η Ελένη άρχισε να σβήνει και να λιώνει ώσπου χάθηκε μέσα στην νύχτα, όπως εκείνη η κοπέλα του παραμυθιού όταν το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα…

Ένας επικείμενος γάμος! Ο Μάνος Βελισάρης ανήγγειλε τους αρραβώνες του με την κόρη του πλουσιότερου έμπορου της διπλανής πόλης. Η δεξίωση είχε τον σκοπό της, πράγματι μεγάλη χαρά, η οικονόμος έπρεπε να φροντίσει για την υπόλοιπη σαμπάνια των καλεσμένων, έπειτα να σκουπίσει την αυλή γιατί τα πυροτεχνήματα άφηναν αρκετά απομεινάρια. Στη συνέχεια, να καθαρίσει τα πιάτα και το επόμενο πρωί να φτιάξει πρωινό, αυτά ήταν τα καθήκοντά της. Έπρεπε να δουλεύει, χωρίς να μιλά, και το κυριότερο, χωρίς να παρεμβαίνει και να ελπίζει.

Η ζωή της είχε δώσει ένα σκληρό μάθημα για δεύτερη φορά. Αφού ακόμη και τώρα, στα γεράματα, μυαλό δεν έλεγε να βάλει… «Δεν ορίζεις, ορίζεσαι!» ούρλιαξε πάλι καταπάνω της η Μοίρα. Ούτε να δακρύσει, ούτε να φωνάξει μπορούσε. Αμελητέα κομπάρσος λύπης σ΄ ένα αταίριαστο σκηνικό γλεντιού. Στ΄ αυτιά της θρόιζαν χρυσαφένιες λίρες, έσπαγαν σειρές από μαργαριτάρια, θρυμματίζονταν πανάκριβα κρύσταλλα. Γυάλισε όλα τα ασημένια μαχαιροπίρουνα και τα ποτήρια της σαμπάνιας λαμποκοπούσαν χωρίς δαχτυλιές. Άψογη υπηρέτρια.

Τι παράξενο, κατόρθωσε να ξεχάσει εντελώς την Ελένη, ο  ξένος πόνος δεν άντεξε, υποχώρησε απέναντι σ΄ εκείνον που ξεπήδησε  από τα σπλάχνα της και θέριεψε μαινόμενος που τον είχε καταχωνιάσει τόσο καιρό. Ο δικός της πρώτος έρωτας, ο Αντρέας.

(συνεχίζεται)

 

 

  • Εντυπωσιασμένος
  • Χαρούμενος
  • Απογοητευμένος
  • Θυμωμένος
  • Βαρετό
  • Φοβισμένος

#emo attacks
  • Παραπατώντας (πρώην Παπανώτας) στο Ευρωσυριζοψηφοδέλτιο
  • Παράταση στις φορολογικές δηλώσεις πριν ξεκινήσουν καν: όλα θα κριθούν στα πέναλτι (πρόστιμα)
  • Συμπλήρωνε το μεροκάματο του στο φορτηγό ο άτυχος αστυνομικός. Οι “λαδιάρηδες” μένουν ήσυχοι, δεν κινδυνεύουν από εργατικό ατύχημα
  • Δε φτάνουν τα πρόστιμα που έπεσαν στις εισπρακτικές: χρειάζεται καθημερινή, πιεστική & πειστική επικοινωνία μαζί τους μέχρι την είσπραξη