• emo.gr
  • Ιστορία
  • H δεύτερη σωτηρία της Επανάστασης
H δεύτερη σωτηρία της Επανάστασης

Όταν στα Γεράνεια Όρη είχαν τοποθετηθεί 600 Τριπολιτσιώτες με επικεφαλής τους Ρήγα Παλαμήδη και Γ. Σέκερη, για να φυλάνε τα δερβένια (διαβάσεις)

Μετά την κατάληψη της Τριπολιτσάς το Σεπτέμβριο του 1821 και την παράδοση του Ακροκόρινθου από τους Τούρκους (Ιανουάριος 1822), στόχοι των επαναστατημένων Ελλήνων, ήταν η Πάτρα και το Ναύπλιο. Προτάθηκε τότε στον Θ. Κολοκοτρώνη να αναλάβει την πολιορκία της Πάτρας κι αυτός δέχτηκε με προθυμία.

Οι Έλληνες πέτυχαν σημαντικές νίκες στη Χαλανδρίτσα, το Σαραβάλι  και το Γηροκομείο (μονή έξω από την αχαϊκή πρωτεύουσα), αλλά η πολιορκία της πόλης, δεν προχωρούσε. Ο Κολοκοτρώνης, έλαβε διαταγή του, τότε, Υπουργού Στρατιωτικών Κωλέττη, να εγκαταλείψει  την Πάτρα και να τεθεί επικεφαλής των πελοποννησιακών δυνάμεων που θα ενίσχυαν τον αγώνα στη Δυτική Στερεά Ελλάδα. Έκπληκτος ο Κολοκοτρώνης, με συνοδεία 80 ανδρών έφυγε για την Κόρινθο για να «ιδεί τι πράγμα είναι η Κυβέρνηση και τι μυαλά έχει». Στην Πάτρα, άφησε αντικαταστάτη τον Πλαπούτα. Μετά από πολλές συζητήσεις, οι κυβερνητικοί επέτρεψαν στον Κολοκοτρώνη να συνεχίσει την πολιορκία της Πάτρας. Ήταν όμως φανερό, ότι οι πολιτικοί, είχαν θορυβηθεί από τις επιτυχίες του Κολοκοτρώνη και φρόντιζαν με κάθε τρόπο να τον υπονομεύουν.

Έφτασε τελικά κάποια στιγμή που ο «Γέρος του Μοριά» είχε μόνο 600 άνδρες, με τους οποίους ήταν αδύνατο να καταλάβει την πόλη, την οποία υπεράσπιζαν 12.000 – 15.000 Τούρκοι. Έξαλλος, ο Κολοκοτρώνης κατάλαβε ότι η Κυβέρνηση τον εμπαίζει και αποφάσισε να φύγει για την Τριπολιτσά.

Παράλληλα, στις 3 Δεκεμβρίου 1821, έγινε προσπάθεια για κατάληψη του Ναυπλίου, χωρίς αποτέλεσμα, οι Έλληνες όμως συνέχιζαν να πολιορκούν την πόλη.
Ξεκίνησαν παρασκηνιακές διαβουλεύσεις για την παράδοση της πόλης. Οι Τούρκοι δέχτηκαν να την εγκαταλείψουν, η συμφωνία όμως χάλασε για ένα απίθανο λόγο: τα ελληνικά πλοία που είχε συμφωνηθεί να μεταφέρουν τους Τούρκους της αργολικής πόλης στην Ασία, δεν έφτασαν ποτέ, λόγω διαμάχης της Επιτροπής για παράδοση του Ναυπλίου (που την αποτελούσαν μόνο πολιτικοί), με τους Υδραίους πρόκριτους (τα πλοία θα προέρχονταν από την Ύδρα), για τη διανομή των τουρκικών σπιτιών του Ναυπλίου! Βρήκαν ευκαιρία έτσι οι Τούρκοι να ανεφοδιαστούν και η συμφωνία ακυρώθηκε. Είναι χαρακτηριστικό του πόσο πολύ είχαν προχωρήσει τα πράγματα, ότι 100 Έλληνες είχαν μπει στο Ναύπλιο και κατέλαβαν το Μπούρτζι. Ήταν φανερό ότι η διχόνοια, είχε φωλιάσει για τα καλά στην ελληνική πλευρά.

Οι Τούρκοι, την ίδια περίοδο, έχοντας απαλλαγεί από τον Αλή πασά, επικέντρωσαν όλη τους την προσοχή στους επαναστατημένους Έλληνες.

Ο σουλτάνος, ανέθεσε στον νικητή του Αλή, Χουρσίτ πασά την αρχηγία της επιχείρησης. Σύμφωνα με το σχέδιο που εκπονήθηκε πολυάριθμος στρατός θα έφτανε στον Ισθμό της Κορίνθου, θα περνούσε την Αργολίδα και θα πολιορκούσε την Τριπολιτσά, η ανακατάληψη της οποίας θα αποκαθιστούσε το γόητρο του σουλτάνου.

Ο Χουρσίτ, όρισε ως τόπο συγκέντρωσης των δυνάμεών του τη Λάρισα. Άφησε ένα μέρος του στρατού του να συνεχίσει να πολεμά με τους Σουλιώτες και στις 15 Ιουνίου 1822 έφτασε στη θεσσαλική πόλη προερχόμενος από τα Γιάννενα, επικεφαλής 4.000 ιππέων. Στη Λάρισα, αφού συμπλήρωσε τις δυνάμεις του, περίμενε διαταγή από την Υψηλή Πύλη να ξεκινήσει. Η διαταγή ήρθε, μόνο που όριζε επικεφαλής της εκστρατείας … τον Μαχμούτ πασά (ή Δράμαλη)! Στον Χουρσίτ ανατέθηκε ο ανεφοδιασμός των δυνάμεων του Δράμαλη και η εποπτεία της κατάστασης στη Δυτική Στερεά. Οι λόγοι αυτής της αλλαγής, δεν είναι γνωστοί με βεβαιότητα.

Εικάζεται ότι ο Χουρσίτ σφετερίστηκε θησαυρούς του Αλή πασά αντί να τους στείλει στον σουλτάνο και είχε πέσει σε δυσμένεια. Ωστόσο, τουρκικές πηγές, είναι κατηγορηματικές για το ότι ο Χουρσίτ βρισκόταν πολύ ψηλά στην εκτίμηση του σουλτάνου ο οποίος με φιρμάνι του είχε απονείμει ιδιαίτερες τιμές (1821).

Έτσι, ο Δράμαλης έχοντας συγκεντρώσει μία δύναμη από 30.000 άνδρες (24.000 από τους οποίους ήταν ιππείς, 30.000 μουλάρια και 50 καμήλες), κατευθύνθηκε μέσω Θήβας προς την Πελοπόννησο. Στη Θήβα έφτασε την 1η Ιουλίου 1822. Οι κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει την πόλη. Ο Δράμαλης πυρπόλησε τη Θήβα, έμεινε εκεί για ένα βράδυ και στη συνέχεια, αφού πρώτα έστειλε έναν ικανότατο αξιωματικό του, τον Τσερχατζή Αλή πασά στην Εύβοια με 500 άνδρες για να ενισχύσει τις τουρκικές δυνάμεις του νησιού, προχώρησε προς τα Δερβενοχώρια και τη Μεγαρίδα με κατεύθυνση προς τον Ισθμό.

Η ελληνική κυβέρνηση, είχε σοβαρότερα θέματα να ασχοληθεί: τον Κολοκοτρώνη … Από τη Γορτυνία που βρισκόταν, ο «Γέρος του Μοριά», έστειλε επιστολές σε όλους τους φίλους του και τους ζητούσε αφού συγκεντρώσουν όσο μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη μπορούν, να κατευθυνθούν προς το Άργος για να διαλύσουν την κυβέρνηση και να εγκαταστήσουν άλλη που να αποτελείται από στρατιωτικούς. Κάποιοι ιστορικοί θεωρούν ότι ο Κολοκοτρώνης ήθελε απλά να εκφοβίσει την κυβέρνηση και όχι να την ανατρέψει.

Στο μεταξύ, ο Δημήτριος Υψηλάντης, ερχόμενος από τη Στερεά Ελλάδα ενημέρωσε την κυβέρνηση και τον Κολοκοτρώνη για την κάθοδο της στρατιάς του Δράμαλη. Όμως σχεδόν κανένας δεν τον πίστεψε. Ο Κολοκοτρώνης κατηγορήθηκε ότι διέλυσε την πολιορκία της Πάτρας και διατάχθηκε από την κυβέρνηση να επιστρέψει στην Αχαΐα!

Ο Κολοκοτρώνης εξοργίστηκε και με 2.000 άνδρες, πήγε στην Τριπολιτσά. Η Γερουσία που τον κατηγορούσε για απείθεια, διέταξε να χαιρετιστεί η είσοδός του στην πόλη με κανονιοβολισμούς! Ο Κολοκοτρώνης, ζήτησε από τη Γερουσία να μεταβεί στο Άργος για να κριθεί μαζί με την κυβέρνηση. Η Γερουσία αρνήθηκε και του ζήτησε να ξεχάσει όσα έγιναν και να σώσει την πατρίδα που κινδύνευε. Υπήρχε εν τω μεταξύ, σε όλους δυσπιστία για το αν ο Δράμαλης κατευθύνεται στον Μοριά.

epanastasi

Στα Γεράνεια Όρη, είχαν τοποθετηθεί 600 Τριπολιτσιώτες με επικεφαλής τους Ρήγα Παλαμήδη και Γ. Σέκερη, για να φυλάνε τις στενές διαβάσεις (δερβένια). Όταν όμως είδαν το πλήθος των ανδρών του Δράμαλη, εγκατέλειψαν έντρομοι τις θέσεις τους και κατευθύνθηκαν προς το κάστρο του Ακροκόρινθου. Στον δρόμο, δέχθηκαν πυροβολισμούς από 50 Τούρκους και διασκορπίστηκαν.
Ο Δράμαλης, περήφανος για την επιτυχία του, πανηγύρισε την είσοδό του στην Πελοπόννησο με γενικό κανονιοβολισμό. Παράλληλα σίγουρος για την επιτυχία του μοίραζε τις περιοχές που ΘΑ κατακτούσε σε διάφορους μπέηδες και στις 6 Ιουλίου εγκατέστησε το στρατόπεδό του στην Κόρινθο.

Μια επιστολή του Οδυσσέα Ανδρούτσου, που έφτασε την κυβέρνηση, έγραφε: «Σας στέλνω 30.000 Τούρκους να ομονοήσετε και κάμετέ τους ό,τι μπορείτε …».Έτσι, στις 6 Ιουλίου, όλοι οι Έλληνες ήταν πλέον σίγουροι ότι ο Δράμαλης με 30.000 άνδρες, βρισκόταν στην Κόρινθο.

Επικράτησε μεγάλος πανικός και οι κυβερνητικοί στρατιώτες διασκορπίστηκαν. Έτσι, έμειναν οι 2.000 άνδρες του Κολοκοτρώνη για να αντιμετωπίσουν τον Δράμαλη και οι 150 άνδρες που αποτελούσαν τη φρουρά του Ακροκόρινθου, ενισχυμένοι από μερικούς ντόπιους και άλλους που κατάφεραν να φτάσουν εκεί από τη Μεγαρίδα.

Επικεφαλής της φρουράς στον Ακροκόρινθο, ήταν ο άπειρος, για μια τέτοια θέση, Αχιλλέας Θεοδωρίδης. Είχε επίσης αναλάβει και τη φρούρηση του Κιαμίλ-μπέη, ενός από τους πλουσιότερους ανθρώπους της εποχής και του χαρεμιού του. Ο Θεοδωρίδης, εγκατέλειψε τη θέση του «αισχρώς» κατά τον Σπυρίδωνα Τρικούπη. Διέταξε να σκοτώσουν τον Καμίλ-μπέη και πήρε μαζί του όλη τη φρουρά, παρά την αντίθετη γνώμη του Υδραίου Δ. Κριεζή που εκείνες τις μέρες βρισκόταν εκεί. Ο Θεοδωρίδης, περιφρονημένος απ’ όλους, αργότερα αυτοκτόνησε.
Περισσότερες ευθύνες όμως για την εγκατάλειψη του Ακροκόρινθου, είχε ο προεστός της Κορίνθου Σωτήριος Νοταράς, ο οποίος δεν πρόβαλε καμία αντίσταση και με τους άνδρες του, έφυγε για το Πεντεσκούφι (το «μικρό κάστρο» απέναντι από τον Ακροκόρινθο) κι από εκεί για τα Τρίκαλα (Κορινθίας).

Στις 8 Ιουλίου, ο Ακροκόρινθος έπεσε στα χέρια του Δράμαλη, ο οποίος σύμφωνα με τους Φωτάκο και Σπηλιάδη έσπευσε να παντρευτεί τη χήρα του Καμίλ-μπέη, για να γίνει νόμιμος κάτοχος των αμύθητων θησαυρών του. Στη συνέχεια, έγινε πολεμικό συμβούλιο, στο οποίο πήραν μέρος ο Γιουσούφ πασάς, επικεφαλής των Τούρκων της Πάτρας και ο Αλή πασάς του Άργους. Οι δύο «ντόπιοι» πασάδες, πρότειναν να μην κινηθεί όλο το στράτευμα του Δράμαλη προς την Αργολίδα, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του να παραμείνει στην Κόρινθο. Με την άφιξη του τουρκικού στόλου, που θα απέκλειε την Πελοπόννησο, θα στέλνονταν στην Πάτρα και την Τριπολιτσά. Ο Δράμαλης όμως δεν τους άκουσε και με όλο τον στρατό του κινήθηκε προς την Αργολίδα. Έστειλε τον Αλή πασά (του Άργους) με μικρή δύναμη, στο Ναύπλιο. Οι πολιορκητές της πόλης, αποχώρησαν αμέσως. Στο μεταξύ, στο ελληνικό στρατόπεδο, ανυπόστατες φήμες έσπερναν τον πανικό.
Ακουγόταν ότι ο Δράμαλης είχε μαζί του εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες. Η ψυχραιμία είχε χαθεί ενώ τα στελέχη της κυβέρνησης αναχώρησαν τη νύχτα της 5ης Ιουλίου για τους Μύλους. Εκεί επιβιβάστηκαν σε υδραίικα πλοία έτσι ώστε να μπορέσουν να φύγουν αμέσως όταν χρειαστεί. Το μόνο που τους ενδιέφερε, ήταν να σώσουν τα αρχεία. Έλεγαν: «Ας χαθούν οι Έλληνες, τα αρχεία να γλιτώσουν», σύμφωνα με τον αγωνιστή του 1821 και απομνημονευματογράφο  Φωτάκο. Παράλληλα, η κυβέρνηση εξέδιδε προκηρύξεις με τις οποίες έριχνε όλη την ευθύνη για την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, στον Κολοκοτρώνη.

Από την Πάτρα που βρισκόταν, επέστρεψε γρήγορα στην Τριπολιτσά. Εκεί συνεργάστηκε με τη Γερουσία, εξέδωσε αυστηρές διαταγές για επιστράτευση, εμψύχωσε τους κατοίκους και διέδωσε ότι έκανε οιωνοσκοπία με την οποία βεβαιώθηκε ότι ο Δράμαλης θα πάθει πανωλεθρία! Οι πανικόβλητοι και κατατρομαγμένοι, ως τότε, Πελοποννήσιοι, άρχισαν να παίρνουν θάρρος.

Παράλληλα, άρχισε η ένοπλη δράση εναντίον του Δράμαλη. Στις 8 Ιουλίου, ο Αντώνης Κολοκοτρώνης, με 300 άνδρες κατευθύνθηκε προς τον Άγιο Γεώργιο της Νεμέας. Το ίδιο βράδυ, ο Πλαπούτας έφυγε με 1.200 άνδρες για να ενισχύσει τη φρουρά του Ακροκόρινθου, που δεν ήξεραν ότι έχει εγκαταλείψει το κάστρο. Όταν το έμαθε, ο Πλαπούτας πήγε στο Κάτω Μπέλεσι και αργότερα, με διαταγή του Κολοκοτρώνη στο Σχοινοχώρι για να κλείσει τις διαβάσεις προς την Τριπολιτσά.

Στις 10 Ιουλίου, έγινε πολεμικό συμβούλιο στο Ταβούλι. Εκεί, ο Κολοκοτρώνης εμφανίστηκε σίγουρος ότι ο Δράμαλης πρώτα θα κατευθυνθεί στην Αργολίδα και από εκεί, στο οροπέδιο της Τριπολιτσάς. Συμφώνησαν και οι υπόλοιποι που πήραν μέρος στο συμβούλιο (Π. Μαυρομιχάλης, Δ. Υψηλάντης, Παπαφλέσσας κ.ά.) και τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο του Κολοκοτρώνη, που περιλάμβανε τα εξής βασικά σημεία:
-Σταθερή κατάληψη επίκαιρων σημείων, ώστε να απομονωθεί ο Δράμαλης στην Αργολίδα.
-Κατάληψη του παλιού κάστρου του Άργους, ώστε ο Δράμαλης να «απασχοληθεί» εκεί για αρκετές μέρες, χάνοντας πολύτιμο χρόνο.
-Καταπόνηση των Τούρκων και στέρηση τροφίμων γι’ αυτούς, με την πυρπόληση όλων των αποθηκευμένων σιτηρών της Αργολίδας.
-Ο οπλαρχηγός Δ. Τσόκρης (στενός φίλος του Κολοκοτρώνη και του Καποδίστρια), είχε φροντίσει λίγες μέρες νωρίτερα να καταστρέψει και να πυρπολήσει όλη την ετήσια σοδειά της περιοχής.

Καταλήφθηκαν επίκαιρες θέσεις στο Κιβέρι, στο Κεφαλάρι, στα Δερβενάκια, στο χωριό Ζαχαριά, νοτιοδυτικά των Δερβενακίων καθώς επίσης και στο Στεφάνι και το Αγιονόρι από το Νικηταρά, που ήρθε εσπευσμένα από τη Ρούμελη και τους Φλεσσαίους.

Μεγάλη σημασία δόθηκε στην κατάληψη της παλιάς ακρόπολης του Άργους. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε εκεί τους οπλαρχηγούς Μπαρμπιτσιώτη, Κουμουστιώτη και Ζαχαρόπουλο με εκατό άνδρες. Φαίνεται όμως, ότι ο πολεμιστής Καρίγιαννης, είχε υψώσει με δική του πρωτοβουλία την ελληνική σημαία στην παλιά ακρόπολη του Άργους, οι υπερασπιστές της οποίας, σύντομα έφτασαν τους 700.

Εν τω μεταξύ ο υπερφίαλος Δράμαλης, βλέποντας τις συνεχείς επιτυχίες του, οι οποίες βέβαια σημειώθηκαν χωρίς να συναντήσει σχεδόν καμία αντίσταση και τον ολιγάριθμο αριθμό των αντιπάλων του, θεωρούσε ότι ήταν ήδη νικητής! Πριν μάλιστα φύγει από την Κόρινθο, έστειλε αγγελιοφόρους στην Κωνσταντινούπολη και τον Χουρσίτ στη Λάρισα για να αναγγείλει την κατάληψη της Πελοποννήσου!

Στις 12 Ιουλίου, ο Δράμαλης έφτασε στο Άργος. Εκεί ο Αλή πασάς (του Άργους), τον συμβούλευσε να μην χρονοτριβήσει στην Αργολίδα, αλλά να στείλει ένα μέρος του στρατού του στην πεδιάδα της Σπάρτης, μέσω της Κυνουρίας κι ένα άλλο στην κοιλάδα της Νεμέας για να διαιρέσουν και να συντρίψουν τις ελληνικές δυνάμεις. Ξανά όμως ο Δράμαλης, δεν άκουσε τον έμπειρο και γνώστη της περιοχής Αλή πασά και έκανε αυτό που ο ίδιος θεωρούσε σωστό.

Οι Έλληνες αποφάσισαν να μείνουν στο κάστρο μόνο όσοι άνδρες ήταν απολύτως απαραίτητοι για να παρενοχλούν τον Δράμαλη. Έτσι στις 15 ή 16 Ιουλίου, 450 υπερασπιστές του φρουρίου χάρη και στη βοήθεια του Πλαπούτα που έκανε αντιπερισπασμό στους Τούρκους βγήκαν από την ακρόπολη και ενώθηκαν με τις υπόλοιπες δυνάμεις.
Όμως στις 18 Ιουλίου, μία δεύτερη προσπάθεια, απέτυχε και περίπου 200 Έλληνες σκοτώθηκαν.

Στις 20 Ιουλίου, ελληνικές δυνάμεις με «κεραυνώδη πυροβολισμόν» κατά τον Αμβρόσιο Φραντζή, επιτέθηκαν στους Τούρκους προκαλώντας σύγχυση και πανικό. Στις 22 και 23 Ιουλίου, οι επιθέσεις επαναλήφθηκαν και όσοι βρίσκονταν στην παλιά ακρόπολη του Άργους, κατάφεραν να διαφύγουν. Έτσι ο Δράμαλης κατόρθωσε να καταλάβει το άδειο πλέον κάστρο.
Τα πράγματα όμως ήταν δύσκολα πλέον για τον Δράμαλη. Η πολυήμερη πολιορκία και οι ελώδεις πυρετοί, καταπόνησαν τους άνδρες του. Παρουσιάστηκαν κρούσματα απειθαρχίας και, καθώς δεν υπήρχε φροντίδα για την επιμελητεία και την οργάνωση εφοδιοπομπών η δυσαρέσκεια εναντίον του Δράμαλη ήταν έκδηλη. Πλήρωσε την αλαζονεία του. Επίσης, στήριζε πολλά στον Χουρσίτ, ο οποίος φαίνεται ότι τον είχε διαβεβαιώσει ότι θα τον ανεφοδιάζει. Είτε όμως λόγω προσωπικής έχθρας με τον Δράμαλη, είτε λόγω επιθέσεων Ρουμελιωτών οπλαρχηγών στις εφοδιοπομπές, αυτό δεν έγινε. Εν τω μεταξύ και η επικοινωνία τους είχε διακοπεί μετά τις επιθέσεις που δέχονταν οι αγγελιοφόροι του Δράμαλη από Έλληνες που τους έστηναν ενέδρες. Παράλληλα, ούτε ο τουρκικός στόλος φαινόταν στον ορίζοντα.
Ακόμα και τα περάσματα των Γερανείων φυλάσσονταν πλέον πολύ καλά από Βιλιώτες και Περαχωρίτες επαναστάτες, ενώ βορειότερα καραδοκούσε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος … Έτσι στις 24 Ιουλίου ο Δράμαλης αποφάσισε να επιστρέψει στην Κόρινθο όπου θα μπορούσε να
ανεφοδιαστεί και να περιμένει την άφιξη του τουρκικού στόλου. Για να παραπλανήσει μάλιστα τους Έλληνες, έστειλε τον γραμματέα του Π. Μανούσο, ο οποίος τους είπε, τάχα εμπιστευτικά, ότι ο Δράμαλης θα κινηθεί προς την Τριπολιτσά.
Ο Μαχμούτ πασάς, είχε κάνει όμως ένα ακόμα μοιραίο λάθος. Στην πορεία του προς την Αργολίδα, δεν είχε αφήσει φρουρές στα περάσματα στα σημεία που την «ένωναν» με την Κορινθία. Στο πολεμικό συμβούλιο που έγινε στις 25 Ιουλίου, ο Κολοκοτρώνης ήταν σίγουρος ότι οι Τούρκοι δεν θα κατευθυνθούν προς την Τριπολιτσά, αλλά την Κορινθία. Ο «Γέρος του Μοριά», σχεδόν χλευάστηκε από τους άλλους οπλαρχηγούς και τελικά αποφάσισε να καταλάβει τις διαβάσεις προς την Κορινθία στηριζόμενος μόνο σε δικές του δυνάμεις (2.350 άνδρες). Οι Τούρκοι είχαν να επιλέξουν ανάμεσα σε 4 δρόμους επιστροφής. Ένας απ’ αυτούς ήταν τα Δερβενάκια τον οποίο ακολούθησαν.

Ο Κολοκοτρώνης, στις 26 Ιουλίου, πληροφορήθηκε ότι οι Τούρκοι κινούνται προς τα Δερβενάκια. Έστειλε επιστολές στον Νικηταρά, τον Πλαπούτα και τον Παπανίκα ζητώντας ενισχύσεις. Όμως μόνο ο θρυλικός «Τουρκοφάγος» πήρε την επιστολή.

Η ΜΑΧΗ ΣΤΑ ΔΕΡΒΕΝΑΚΙΑ

Ο Κολοκοτρώνης, έφτασε στα Δερβενάκια στις 26 Ιουλίου 1822, γύρω στις 10 το πρωί.
Συγκέντρωσε τους άνδρες του και τους είπε:
«Έλληνες σήμερα εγεννήθημεν και σήμερα θα πεθάνομεν για τη σωτηρία της πατρίδας και της δικής μας» και στη συνέχεια «Σήμερα καθείς από μας θα καταδιώκει πολλούς, θα πάρετε λάφυρα πολλά και τους θησαυρούς του Αλή πασά θα τους μοιράσετε με το φέσι».
Στη συνέχεια, έστειλε 700 άνδρες υπό τον Γ. Δημητρακόπουλο, τον «δυνατότερο καπετάνιο των βουνών», κατά τον Φωτάκο, στον λόφο του Αγριλόβουνου όπου είχε χτιστεί και προμαχώνας. Στην Παναγόρραχη, στάλθηκαν 700 άνδρες με επικεφαλής τους Αντώνη Κολοκοτρώνη, Ζάκα και Ζέρβα. 150 άνδρες , οχυρώθηκαν δυτικότερα, στο χωριό Ζαχαριά για να ελέγχουν τον δρόμο προς τον Άγιο Γεώργιο. Επικεφαλής τους ήταν ο ιερέας Γ. Χρυσοβιτσιώτης. Για να ενισχύσει την μικρή αυτή δύναμη ο Κολοκοτρώνης, σκαρφίστηκε ένα απίστευτο τέχνασμα:
Τοποθέτησε στα στενά ανάμεσα στα Δερβενάκια και τον Άγιο Γεώργιο ζώα με τις κάπες και τα φέσια των ανδρών του. Από μακρινή απόσταση, δινόταν έτσι η εντύπωση ότι πρόκειται για ένα πολυάριθμο στράτευμα! Τέλος οι 800 καλύτερα οπλισμένοι άνδρες τοποθετήθηκαν στις θέσεις Παληόχανο και Χρυσοκουμαριές. Στις 14:30 η εμπροσθοφυλακή της τουρκικής στρατιάς, αποτελούμενη από Αλβανούς ιππείς έφτασε μπροστά στο Παληόχανο, όπου ο Κολοκοτρώνης είχε τοποθετήσει έμπειρους και γενναίους οπλαρχηγούς. Οι Αλβανοί ζήτησαν να τους αφήσουν να φύγουν, υποσχόμενοι ότι θα φύγουν από την Πελοπόννησο. Ο Κολοκοτρώνης είχε δώσει εντολή να χρονοτριβήσουν στις διαπραγματεύσεις για να συγκεντρωθούν περισσότεροι εχθροί στα Δερβενάκια. Η ανυπόφορη ζέστη όμως ήταν εκνευριστική και γύρω στις 16:00 οι οπλαρχηγοί άνοιξαν πυρ εναντίον των Αλβανών.
Έντρομοι αυτοί κατευθύνθηκαν προς τον Άγιο Σώστη, όπου δεν είχε φτάσει ακόμα ο Νικηταράς. Ο Κολοκοτρώνης διέταξε τον ξάδερφό του (κατ’ άλλους θείο του) Αντώνη να κατευθυνθεί προς την Παναγόρραχη για να μην φύγουν οι αντίπαλοι προς την πεδιάδα της Κουρτέσας. Παράλληλα, ο “Γέρος του Μοριά” με τους άλλους οπλαρχηγούς επιτέθηκαν εναντίον των Τούρκων που ακολουθούσαν τους Αλβανούς και άρχισαν μάχες σώμα με σώμα. Οι Τούρκοι και οι Αλβανοί, αν και ήταν περισσότεροι, δεν ήξεραν τον αριθμό των αντιπάλων τους ούτε τα… κατατόπια της περιοχής κι έτσι πανικόβλητοι αναζητούσαν μάταια διέξοδο. Το σώμα του Αντώνη Κολοκοτρώνη προκάλεσε τη μεγαλύτερη φθορά στους αντιπάλους, εμποδίζοντάς τους να φτάσουν στην Παναγόρραχη και τους οδηγούσαν προς την πλευρά του Αγίου Σώστη, χωρίς βέβαια να μπορέσει να τους εξοντώσει όλους.
Όσοι μπόρεσαν και ξέφυγαν από τα πυρά των ανδρών του Α. Κολοκοτρώνη διασκορπίζονταν σε διάφορες κατευθύνσεις. Οι περισσότεροι όμως, αποκλεισμένοι, αποδεκατίστηκαν. Γράφει χαρακτηριστικά ο Φωτάκος: “Τα άλογά μας επατούσαν τους νεκρούς… έβλεπαν τους ανθρώπους εξαπλωμένους κατά γης εδώ και εκεί, οι οποίοι εβόγκαγαν και ξεψύχαγαν…”.
Ενώ όμως η αλβανική εμπροσθοφυλακή πάθαινε πανωλεθρία, ένα μεγάλο μέρος της στρατιάς του Δράμαλη έφευγε ανενόχλητο προς την αφρούρητη εκείνη τη στιγμή περιοχή του Αγίου Σώστη. Στην κρίσιμη ώρα, έφτασε εκεί ο Νικηταράς με τον Υψηλάντη, τον Παπαφλέσσα, τους Φλεσσαίους και άλλους οπλαρχηγούς. Ο διορατικός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, βλέποντας ότι από την περιοχή που φύλαγε ο Δ. Ευμορφόπουλος με τους άνδρες του, δεν υπήρχε περίπτωση να περάσουν οι Τούρκοι, του έδωσε εντολή να σπεύσει σε βοήθεια του Αντώνη Κολοκοτρώνη. Παράλληλα, ο Νικηταράς κατέλαβε το βόρειο μέρος του στενού του Αγίου Σώστη, ο Υψηλάντης το νότιο και ο Παπαφλέσσας εγκαταστάθηκε δυτικά της Παναγόρραχης.
ΤΟ ΞΕΚΛΗΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΩΣΤΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΙΟΝΟΡΙ
Σε λίγο, έφτασε στον Άγιο Σώστη και το υπόλοιπο τμήμα των ανδρών από τα Δερβενάκια με επικεφαλής τον Μάρκο Κολοκοτρώνη. Έτσι οι ελληνικές δυνάμεις στον Άγιο Σώστη έφταναν τους 3.000 άνδρες περίπου και είχαν να αντιμετωπίσουν 14.000 Τούρκους, ιππείς στην πλειοψηφία τους. Και πάλι εγκληματικά λάθη των Τούρκων, που δεν τοποθέτησαν ισχυρές φρουρές στα επικίνδυνα σημεία των στενών κατά το πέρασμα της εμπροσθοφυλακής, αποδείχτηκαν μοιραία γι’ αυτούς.
Με την άφιξη του Νικηταρά, ξεκίνησε συντονισμένη επίθεση, λίγο πριν τη δύση του ήλιου, εναντίον των Τούρκων.
Καθώς οι Τούρκοι δέχονταν πυρά από παντού, προσπαθώντας απεγνωσμένα να σωθούν, πηδούσαν από απότομα βράχια και γκρεμίζονταν ή ποδοπατούσαν ο ένας τον άλλο. Τα υποζύγια με τα βαριά φορτία τους παρέσυραν πολλούς στρατιώτες. Οι εκκλήσεις πολλών Τούρκων προς τους Έλληνες να τους χαρίσουν τη ζωή δίνοντάς τους χρήματα, όπλα κλπ. δεν εισακούστηκαν. Λέγεται ότι ο Νικηταράς άλλαξε κατά τη διάρκεια της μάχης τέσσερα σπαθιά. Τα τρία πρώτα έσπασαν…
Στη διάρκεια της νύχτας νέοι πυροβολισμοί από την πλευρά των Ελλήνων οδηγούσαν αληθινό μακελειό των Τούρκων, οι οποίοι έπεφταν σε γκρεμούς ή πάνω στις ελληνικές θέσεις. Μάταια οι τραυματίες ικέτευαν τους ομοεθνείς τους να τους σώσουν. Ο Δράμαλης, μετά τη φοβερή συντριβή, αποφάσισε να κινηθεί προς την Τίρυνθα. Είχε χάσει 2.500-3.000 άνδρες. Οι ελληνικές απώλειες ήταν πολύ μικρές.
Το πρωί της 27ης Ιουλίου, η χαράδρα του Αγίου Σώστη είχε γεμίσει από νεκρούς, τραυματίες που ζητούσαν έλεος από τους Έλληνες και πολλά λάφυρα.
Τη νύχτα της 27ης προς 28η Ιουλίου, ο Δράμαλης αποφάσισε να κινηθεί προς το Αγιονόρι και από κει (μέσω της χωριού Κλένια) να μεταβεί στην Κόρινθο. Έπεσε όμως σε νέα ενέδρα του Νικηταρά και του Νικήτα Φλέσσα. Επαναλήφθηκαν σκηνές των προηγούμενων ημερών και άλλοι 600 Τούρκοι έπεσαν νεκροί. Μεγάλη ήταν η συμβολή στη νέα ελληνική επιτυχία των γυναικών του Αγιονορίου.

ΟΙ ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΣΤΗΝ ΚΟΡΙΝΘΟ – ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΛΗ

Χωρίς όπλα και ηθικό, τα απομεινάρια της στρατιάς του Δράμαλη έφτασαν τελικά στην Κόρινθο.  Ο Κολοκοτρώνης όμως δεν σταμάτησε εκεί. Άρχισε να σφίγγει τον κλοιό γύρω από την Κόρινθο.

Έτσι οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να «επικοινωνήσουν» με τα πολιορκούμενα φρούρια της Πάτρας και του Ναυπλίου. Στις 26 Οκτωβρίου ο Δράμαλης πέθανε, ίσως από τη μεγάλη στενοχώρια του, ίσως από τύφο. Οι διάδοχοί του Ερίπ Αχμέτ πασάς  και Ντελή Αχμέτ, βλέποντας τον τύφο και την πείνα να θερίζουν τους στρατιώτες τους, κατάλαβαν ότι η παραμονή τους στην Κόρινθο ήταν ανώφελη και αποφάσισαν να αποχωρήσουν από την Πελοπόννησο. (Η μάχη στα Μαύρα Λιθάρια Κορινθίας – Η καταστροφή των υπολειμμάτων της στρατιάς του Δράμαλη)
Η διορατικότητα, το πείσμα και η στρατηγική ιδιοφυΐα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη οδήγησαν στη συντριβή της στρατιάς του Δράμαλη και στη διάσωση της Επανάστασης για δεύτερη φορά μετά το Βαλτέτσι.
Αν και οι άλλοι οπλαρχηγοί τον ακολουθούσαν στα Δερβενάκια, η καταστροφή των Τούρκων πιθανότατα θα ήταν ολοκληρωτική .

ΠΗΓΕΣ:

-Ν. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, «1821 ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», έκδ. HISTORICAL QUEST
-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμος ΙΒ’ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ

  • Εντυπωσιασμένος
  • Χαρούμενος
  • Απογοητευμένος
  • Θυμωμένος
  • Βαρετό
  • Φοβισμένος

#emo attacks
  • Παραπατώντας (πρώην Παπανώτας) στο Ευρωσυριζοψηφοδέλτιο
  • Παράταση στις φορολογικές δηλώσεις πριν ξεκινήσουν καν: όλα θα κριθούν στα πέναλτι (πρόστιμα)
  • Συμπλήρωνε το μεροκάματο του στο φορτηγό ο άτυχος αστυνομικός. Οι “λαδιάρηδες” μένουν ήσυχοι, δεν κινδυνεύουν από εργατικό ατύχημα
  • Δε φτάνουν τα πρόστιμα που έπεσαν στις εισπρακτικές: χρειάζεται καθημερινή, πιεστική & πειστική επικοινωνία μαζί τους μέχρι την είσπραξη