• emo.gr
  • Ταινίες & Σειρές
  • Ο Χασάπης του Μαργαριταριού της Αφρικής
Ο Χασάπης του Μαργαριταριού της Αφρικής

“Ο καλύτερος κωμικός μετά τον Γούντι Αλεν» ήταν ο μεγαλύτερος σφαγέας που γνώρισε η μαύρη Ήπειρος: παρανοϊκός Χίτλερ της Αφρικής ή πιστός υπηρέτης ξένων συμφερόντων;

Πάνω από μισός αιώνας έχει περάσει από την εγκαθίδρυση μιας στυγνής δικτατορίας που καθόρισε τις τύχες της Ουγκάντα έως σήμερα.

Ο Αμίν Νταντά, ο επονομαζόμενος και Χίτλερ της Αφρικής δεν ήταν ένας συνηθισμένος δικτάτορας: υπήρξε απάνθρωπος, γεμάτος φυλετικό, θρησκευτικό και κάθε είδους μίσος.

Το καθεστώς του ήταν μακράν το πιο απολυταρχικό και φρικαλέο που γνώρισε η μαύρη Ήπειρος, που μοναδικό στόχο είχε την παραμονή του στην εξουσία πάση θυσία.

Η Ουγκάντα, την οποία ο Τσόρτσιλ είχε αποκαλέσει «μαργαριτάρι της Αφρικής», υπήρξε στολίδι του βρετανικού Στέμματος. Το εύκρατο κλίμα της, η γονιμότητα του εδάφους της, τα πλούσια σε νερό ποτάμια της έκαναν την Ουγκάντα μια χώρα με μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης.

Εκεί βρίσκονται οι πηγές του Νείλου, τα όρη Ρουενζόρι, δάση με καουτσουκόδενδρα,  φυτείες τσαγιού και καφέ, παρθένα δάση και λίμνες. Αν στην αγρίως λεηλατημένη από την αποικιοκρατία υπανάπτυκτη Αφρική υπήρχε πριν 50 χρόνια μία χώρα με προοπτικές, αυτή ήταν η Ουγκάντα.

Το 1962 η Ουγκάντα κέρδισε την ανεξαρτησία της από τη Βρετανία, της οποίας ήταν προτεκτοράτο από το 1894.

Οι Άγγλοι όμως θέλοντας να καθορίζουν παρασκηνιακά τις εξελίξεις στην Ουγκάντα, ήταν θετικοί ως προς το πραξικόπημα του πρώην λαντζιέρη και στρατιώτη τους.

Ο Αμίν, έμπιστος του προέδρου Ομπότε, διορίστηκε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου το 1970, έχοντας ανελιχθεί τάχιστα. Άρχισε να κάνει λαθρεμπόριο, το οποίο του έδωσε τους πόρους για να κάνει πραξικόπημα τον Ιανουάριο του 1971.

Ο Ιντι Αμίν γεννήθηκε το 1925 από αγρότες γονείς, που ανήκαν στη φυλή Κάκουα. Δεν είχε ολοκληρώσει τη βασική εκπαίδευση όταν μπήκε ως λαντζιέρης στο σώμα Αφρικανών Τυφεκιοφόρων του Βασιλέως, και έτσι οι πρώτες στρατιωτικές του ενέργειες περιορίζονταν στο να καθαρίζει πατάτες.

Η πολεμική του δράση ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950, στη διάρκεια της εξέγερσης των Μάο Μάο στην Κένυα. Τα εντυπωσιακά σωματικά του προσόντα (είχε 1,95 μ. ύψος και ζύγιζε πάνω από 100 κιλά) τον ώθησαν στην πυγμαχία: Κατέκτησε και διατήρησε τον τίτλο του πρωταθλητή βαρέων βαρών της Ουγκάντας από το 1951 ως το 1959. Ο τίτλος  βοήθησε πάρα πολύ στο να αυξηθεί η δημοτικότητά του. Ο πρόεδρος της χώρας Μίλτον Ομπότε τον ξεχώρισε και τον έκανε συνεργάτη του. Ο Ιντι Αμίν, ο παμπόνηρος αγράμματος, σχεδόν αναλφάβητος, εκμεταλλεύτηκε όλες τις ευκαιρίες που του δόθηκαν, από εγχώριους και κυρίως ξένους παίκτες.

Η άνοδος του Ιντι Αμίν στην εξουσία συνοδεύτηκε από εκτεταμένη εκκαθάριση στον κρατικό ιστό. Εξαφανίστηκαν όλοι όσοι θεωρούνταν πιστοί στον εκδιωχθέντα πρόεδρο Ομπότε, ειδικά όσοι ανήκαν στις φυλές Λάνγκι και Ατσόλι και αντικαταστάθηκαν από πιστούς στον Αμίν.

Ο δυτικός κόσμος έκανε τα στραβά μάτια καθώς ισχυριζόταν ότι αυτό το χάος ήταν το αντίτιμο για την ομαλοποίηση της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης. Όσο ο Αμίν δημιουργούσε μια βάρβαρη δικτατορία, η Δύση τηρούσε σιγή ιχθύος, αναμένοντας τις εξελίξεις.

amin

Προστάτης και βασανιστής 
Στο μεταξύ ο Ιντι Αμίν είχε προσθέσει στο όνομά του τη λέξη «Νταντά», που στα σουαχίλι σημαίνει «μεγάλος πατέρας» για να υπογραμμίσει τον ρόλο του ως προστάτη του λαού. Οι επισκέψεις του στα χωριά της Ουγκάντα έχουν μείνει ιστορικές καθώς επρόκειτο στην ουσία για παραληρήματα. Υποσχόταν στους αγρότες να χτίσει σχολεία, κέντρα υγείας ή αυτοκινητοδρόμους. Στην αναφορά για το που θα βρίσκονταν τα λεφτά, ο δικτάτορας είχε τη λύση: έδινε εντολή να τυπώσουν χρήμα!

Λέγεται πως απολάμβανε να μαστιγώνει τους εχθρούς του με μαστίγιο κατασκευασμένο από δέρμα ιπποπόταμου, καθώς και να τον ικετεύουν για να γλιτώσουν τη ζωή τους.  Είχε τεράστια ροπή στο να ταπεινώνει τους ανθρώπους. Κάποτε υποχρέωσε μισή ντουζίνα δυτικούς επιχειρηματίες να τον μεταφέρουν επάνω σε φορητό κάθισμα στη διάρκεια μιας γιορτής. Στη συνέχεια έδωσε τις φωτογραφίες στη δημοσιότητα, για να αποδείξει «την υποταγή των λευκών στον Ίντι Αμίν Νταντά».
Χωρίς να έχει αποδειχθεί θρυλείται πως έτρωγε το συκώτι των θυμάτων του, πεπεισμένος πως εμπόδιζε το πνεύμα τους να επιστρέψει για να ζητήσει εκδίκηση.

Ούτε τα προσφιλή του πρόσωπα γλίτωσαν από τη μανία του. Ο Αμίν ζήτησε διαζύγιο από τις τρεις πρώτες συζύγους του- τις Μαλιάμου, Κέι και Νόρα- όταν έμαθε ότι δεν του ήταν πιστές. Η ζωή τους μετατράπηκε αμέσως σε εφιάλτη: η Κέι βρέθηκε νεκρή και τεμαχισμένη στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου. Η Μαλιάμου και η Νόρα κατάφεραν να φύγουν από τη χώρα. Ο τύραννος είχε τότε αποκτήσει άλλες δύο συζύγους, τις Μαντίνα και Σάρα, που συχνά εμφανίζονταν με μελανιές τις οποίες απέδιδαν σε οικιακά ατυχήματα…

Απελάσεις 70.000 ατόμων σε 90 ημέρες 

Μόλις ένα χρόνο μετά την άνοδό του στην εξουσία, ο Αμίν είχε μια “φοβερή ιδέα”: Να απελάσει από τη χώρα τους πολίτες ασιατικής καταγωγής που είχαν εγκατασταθεί στην Ουγκάντα επί δεκαετίες και να δημεύσει τις περιουσίες τους για να τις παραδώσει στους αυτόχθονες κατοίκους της χώρας.

Ο δικτάτορας, που είχε εκφράσει το θαυμασμό του για τη φυσιογνωμία του Αδόλφου Χίτλερ, κατέφυγε στα ίδια επιχειρήματα που είχε χρησιμοποιήσει και εκείνος για να διοργανώσει τα πογκρόμ κατά των εβραίων: Οι Ασιάτες ήταν φιλοχρήματοι, απατεώνες και είχαν πλουτίσει εξαπατώντας τους κατοίκους της χώρας. Αυτό, όμως, θα τελείωνε: Οι Ινδοί, οι Μπαγκλαντεσιανοί  και οι Πακιστανοί είχαν τρεις μήνες καιρό για να φύγουν από τη χώρα, με μόνο 100 δολάρια.

Κανείς δεν τόλμησε να αμφισβητήσει την απόφαση. Μέσα σε 90 ημέρες περίπου  70.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν την Ουγκάντα, αφήνοντας πίσω τους όλα τους τα υπάρχοντα. Οι Ασιάτες όμως στήριζαν σχεδόν το 100% του παραγωγικού ιστού καθώς και του εμπορικού δικτύου της Ουγκάντα. Μεγάλοι ιδιοκτήτες διαφόρων εργοστασίων, από μύλους ζαχαροκάλαμου ως εγκαταστάσεις επεξεργασίας καφέ και υφαντουργεία, αλλά και εκατοντάδες μικροί έμποροι των οποίων τα καταστήματα εφοδίαζαν τον πληθυσμό.

Όλα μοιράστηκαν στους ανθρώπους του καθεστώτος. Όλες οι επιχειρήσεις των Ασιατών χρεοκόπησαν.

Φρίκη και χιλιάδες  πτώματα 

Οι ρουφιάνοι και οι φονιάδες του Αμίν, όσο η κατάσταση δυσκόλευε οικονομικά, έπαιρναν τα ηνία. Οι δολοφονίες ήταν καθημερινό φαινόμενο. Οι φυλακές μετατράπηκαν σε κέντρα βασανιστηρίων. Όσοι κατάφεραν να βγουν ζωντανοί από τους τόπους εξόντωσης, αφηγήθηκαν τις φρικαλεότητες που έζησαν.

Οι νεκροί ήταν τόσο πολλοί που κανείς δεν ξέρει πόσοι στην πραγματικότητα υπήρξαν θύματα του Αμίν. Επίσημα πολλοί από τους θανάτους αποδόθηκαν σε τροχαία δυστυχήματα. Οι εξαφανίσεις ήταν καθημερινότητα.

Σε πολλά σώματα ήταν εμφανείς φρικαλέοι ακρωτηριασμοί. Όσοι δεν αναζητούνταν, κατέληγαν συνήθως να γίνουν τροφή για τους κροκόδειλους. Δεν ήταν σπάνιο να βλέπει κανείς δεκάδες πτώματα να σαπίζουν στις όχθες του ποταμού. Υπήρξε βλάβη μια μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας επειδή ένας σωρός πτωμάτων έφραξε τις τουρμπίνες που βρίσκονταν σε έναν καταρράκτη. Όλος ο κόσμος ήξερε ότι τα εγκλήματα, όσο τρομερά και αν ήταν, έμεναν ατιμώρητα. Η ζωή κάθε Ουγκαντέζου κρεμόταν από την πιθανότητα να πέσει στη δυσμένεια ενός από τους 15.000 άνδρες που κατείχαν θέσεις με κάποια αρμοδιότητα στην κυβέρνηση της χώρας.

Κάποτε ένα λεωφορείο με το οποίο ταξίδευαν καμιά εικοσαριά νεαρές νοσοκόμες εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα, αφού το σταμάτησε μια ομάδα αστυνομικών. Οι κοπέλες οδηγήθηκαν σε ένα γκαράζ όπου τις βίασαν κατ΄ επανάληψη δεκάδες άνδρες ως το ξημέρωμα. Καμία τους δεν κατήγγειλε το συμβάν.

Λίγες εβδομάδες μετά την πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ του που γύρισε το 1974 για τον πρόεδρο της Ουγκάντας Ιντι Αμίν Νταντά, ο σκηνοθέτης Μπάρμπετ Σρέντερ άρχισε να δέχεται τηλεφωνήματα από την Ουγκάντα.  Του μιλούσαν στα γαλλικά, πολλοί από αυτούς κλαίγοντας: «Κύριε, κάντε αυτό που σας λέει», «τα παιδιά μου ζουν εκεί, κύριε, ακούστε τι σας λέει».  Λίγες ημέρες νωρίτερα είχε αρνηθεί να αφαιρέσει από την ταινία του για τον Αμίν κάποιες σκηνές που δεν άρεσαν στον δικτάτορα. Έτσι ο τύραννος έκλεισε σε ένα ξενοδοχείο έναν μεγάλο αριθμό γάλλων πολιτών με τις οικογένειές τους, τους έδωσε το τηλέφωνο του Σρέντερ και ζήτησε να του εξηγήσουν την αναγκαιότητα να αφαιρεθούν από την ταινία οι σκηνές με τις οποίες διαφωνούσε. Την ίδια εκείνη νύχτα ο σκηνοθέτης δεσμεύτηκε να λογοκρίνει ο ίδιος την ταινία του. Γνώριζε αρκετά καλά τον Ιντι Αμίν Νταντά, ώστε να είναι σίγουρος ότι θα σκότωνε όλους εκείνους τους Γάλλους, ακόμη και τα παιδιά, αν δεν γίνονταν δεκτές οι απαιτήσεις του.

Ο Αμίν όταν έβαζε στο μάτι μια γυναίκα, το πρώτο που έκανε ήταν να διατάξει να σκοτώσουν τον αρραβωνιαστικό ή τον σύζυγό της. Η συνέχεια ήταν είτε συναινετικές σεξουαλικές σχέσεις ή βιασμός. Το παράδειγμα διαδόθηκε ανάμεσα στους μπράβους του, που δεν άργησαν να μιμηθούν τις δικές του μεθόδους κατάκτησης: Επέλεγαν μια νεαρή, έβγαζαν από τη μέση τον πιθανό αντίπαλο, βίαζαν το θύμα. Ποτέ δεν υπήρχαν αντίποινα. Ακριβώς μια τέτοια περίπτωση έγινε αιτία να προκληθεί μία από τις σπάνιες δημόσιες διαδηλώσεις εναντίον της κυβέρνησης του Νταντά. Συνέβη το καλοκαίρι του 1976. Ένας φοιτητής του πανεπιστημίου, ο Πολ Σεβάνγκα, δολοφονήθηκε ενώ προσπαθούσε να εμποδίσει έναν αξιωματικό να βιάσει την κοπέλα του. Μερικές ημέρες αργότερα μια μάρτυρας του εγκλήματος βρέθηκε νεκρή. Οι φοιτητές βγήκαν στους δρόμους. Ο ίδιος ο Αμίν Νταντά συναντήθηκε με τον πρύτανη του πανεπιστημίου για να τον διαβεβαιώσει ότι θα γινόταν έρευνα για το συμβάν και θα τιμωρούνταν οι ένοχοι, «όμως», πρόσθεσε, «θα πρέπει να συγκρατήσουμε και αυτά τα παιδιά». Για το τι ακολούθησε υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Εκατοντάδες φοιτητές συνελήφθησαν και βασανίστηκαν. Κάποιοι λένε ότι το θέμα τελείωσε εκεί, υπάρχουν όμως και αυτοί που ορκίζονται ότι η πανεπιστημιούπολη ήταν διάσπαρτη από ακρωτηριασμένα πτώματα.

Το αιματηρό τέλος μιας αεροπειρατείας

 

 

 

 

Το καλοκαίρι του 1976, ένα περιστατικό άλλαξε τη διεθνή εικόνα του Αμίν.. Στις 28 Ιουνίου ένα αεροπλάνο της Αir France αναχώρησε από το Τελ Αβίβ με 300 επιβάτες, κατελήφθη από αντάρτες της PLO και υποχρεώθηκε να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο του Έντεμπε στην Ουγκάντα.

Σκοπός τους ήταν να ανταλλάξουν τους ομήρους με 53 παλαιστίνιους κρατουμένους και είχαν επιλέξει τη χώρα του Αμίν, ω; αντισιωνιστή, για να διεξαγάγουν τις διαπραγματεύσεις τους. Ακολούθησε πλήρες χάος. Οι όμηροι εγκαταστάθηκαν σε μια αίθουσα του αεροδρομίου. Μερικοί απελευθερώθηκαν, άλλοι μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο από όπου τους παρέδωσαν στις αντίστοιχες πρεσβείες. Τελικά οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες κατέλαβαν το αεροδρόμιο βάζοντας τέλος στην απαγωγή, που κατέληξε στον θάνατο όλων των απαγωγέων, ενός ομήρου και δεκάδων στρατιωτικών της Ουγκάντα.

Ο Ιντι Αμίν ξέσπασε οργισμένος όταν έμαθε τα νέα. Πληροφορούμενος μάλιστα ότι μια βρετανοϊσραηλινή όμηρος παρέμεινε σε ένα νοσοκομείο της Κεράλα, διέταξε να τη σύρουν έξω από την κλινική. Η γυναίκα, μια ηλικιωμένη που την έλεγαν Ντόρα Μπλοχ, δολοφονήθηκε. Ο φωτογράφος που διένειμε τις φωτογραφίες του αποτεφρωμένου σώματός της βρέθηκε και αυτός σε ένα χαντάκι.

Η διεθνής κοινότητα πλέον διέθετε πλέον αρκετά στοιχεία για το καθεστώς του Αμίν, ενώ ανέσυρε και τα στοιχεία από το ντοκιμαντέρ που είχε γυρίσει το 1974 ο Μπάρμπετ Σρέντερ.

Σε μια σκηνή της ταινίας (που είχε φωτογράφο τον Νestor Αlmendros), ένας υπουργός επικρίνει ελαφρά τον ανώτατο αρχηγό του. Ο άνδρας αυτός βρέθηκε δολοφονημένος λίγες ημέρες αργότερα. Η ταινία δείχνει τον Νταντά να εξαπολύει άγριους μύδρους κατά των Εβραίων, να παριστάνει ότι κατευθύνει την κατάληψη των Υψωμάτων του Γκολάν, να χορεύει, να χειρονομεί, να τρομοκρατεί κροκοδείλους σε έναν βούρκο.

Όταν η ταινία παίχτηκε στην Ευρώπη, ο βρετανικός Τύπος έγραψε ότι ο Ιντι Αμίν ήταν «ο καλύτερος κωμικός μετά τον Γούντι Αλεν». Αυτό ήταν όλο. Ο κόσμος θεώρησε ότι εκείνος ο μαύρος γίγαντας ήταν απλά μια γραφική φιγούρα.

Ο αφρικανός Χίτλερ μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, χωρίς καμία χώρα να καταδικάζει τις ενέργειές του. Ενώ ο δυτικός πολιτισμός λογικά και σωστά ανατρίχιαζε μπροστά στην κατάχρηση εξουσίας στις δικτατορίες του Φράνκο, του Πινοσέτ ή του Ολιβέιρα Σαλαζάρ, χιλιάδες κόσμου έβγαιναν στους δρόμους για να καταγγείλουν τα βασανιστήρια και τις δολοφονίες στα απολυταρχικά καθεστώτα της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής, το μόνο που προκαλούσε ο Ιντι Αμίν Νταντά ήταν χαβαλές.

Μόλις το 1977 οι χώρες της Κοινοπολιτείας υπέγραψαν στο Λονδίνο ένα έγγραφο όπου καταδίκαζαν επίσημα την κυβέρνηση του Ιντι Αμίν. Ένας τέως πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Ουγκάντα, ο καθηγητής Τόμας Μελάντι, εξομολογήθηκε σε ένα βιβλίο ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν έδωσε την παραμικρή προσοχή στις προειδοποιήσεις του σχετικά με την κατάσταση στη χώρα. Η μόνη φορά που η Ουάσιγκτον επέπληξε τον Νταντά ήταν όταν επέκρινε τον βομβαρδισμό του Βιετνάμ επί Νίξον.

Όταν ξέσπασε το σκάνδαλο που οδήγησε τον αμερικανό πρόεδρο στην παραίτηση, ο Αμίν τού έστειλε ένα τηλεγράφημα όπου του ευχόταν «ταχεία ανάρρωση του Γουοτεργκέιτ». Τα τηλεγραφήματα του δικτάτορα είναι η πεμπτουσία του παραλόγου, όπως εκείνο που έστειλε στον πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ: άρχιζε με τα λόγια «Σε αγαπώ» και τελείωνε ζητώντας του να παραιτηθεί για να βάλει «έναν μαύρο» στη θέση του.

Ο Ιντι Αμίν παρέμεινε στην εξουσία ως τον Ιανουάριο του 1979, λίγους μήνες μετά την παραβίαση των συνόρων με την Τανζανία από τον στρατό της Ουγκάντας, που προκάλεσε την εισβολή των τανζανικών στρατευμάτων στη χώρα. Ο Νταντά ζήτησε άσυλο πρώτα στη Λιβύη, χώρα με την οποία είχε στενές σχέσεις, έπειτα στο Ιράκ και τέλος εγκαταστάθηκε στη Σαουδική Αραβία.

amin_2

Δεν αποτελεί έκπληξη πως ο Ιντι Αμίν έζησε ήρεμα στην εξορία, μαζί με τα πάνω από 30 παιδιά του και τις δύο νόμιμες συζύγους του.

Πέθανε 78 ετών από μια πνευμονική λοίμωξη σε ένα νοσοκομείο της Τζέντα. Ποτέ δεν λογοδότησε για τα εγκλήματά του, ποτέ δεν κατηγορήθηκε, ποτέ δεν δικάστηκε.

Η εξορία υπήρξε η μοναδική του τιμωρία, όπως συνήθως συμβαίνει με τους πράκτορες ξένων χωρών που βρέθηκαν επικεφαλής στην πατρίδα τους και υπηρέτησαν αλλότρια συμφέροντα.

Ο μανδύας του γραφικού, “διασκεδαστικού” και ημίτρελου δικτάτορα, παραμένει ως σήμερα πατέντα για πολλές χώρες της Αφρικής και της Ασίας.

 300.000 νεκροί
Όταν οι εφημερίδες δημοσίευσαν την είδηση του θανάτου του, στις 18 Αυγούστου του 2003, ήταν μια αφορμή για να θυμηθεί η παγκόσμια κοινή γνώμη πως άφησε  300.000 πτώματα πίσω του και μια χώρα κατεστραμμένη.

Όμως σήμερα πολλοί τον θυμούνται ως έναν γραφικό που πρωταγωνιστούσε σε ένα ντοκυμαντέρ ξεκαρδιστικό, που γελούσε ξέφρενα, χόρευε γύρω από τη φωτιά και τρομοκρατούσε τους ίδιους εκείνους κροκοδείλους που καταβρόχθιζαν τα πτώματα των θυμάτων του.

Η συνέχεια για την Ουγκάντα δεν ήταν εύκολη, καθώς ακολούθησαν πραξικοπήματα και εμφύλιοι, η απουσία όμως του σφαγέα ώθησε τη χώρα σε μια δημογραφική έκρηξη.

kingofscotland

Και στον κινηματογράφο έχει εμφανιστεί μια ημιβιογραφία του Αμίν με τον τίτλο “thε last King of Scotland” που χάρισε στον Φόρεστ Γουίτακερ το Όσκαρ α΄ανδρικού ρόλου, ο οποίος ενσάρκωσε με πειστικότητα τόσο τη “διασκεδαστική” όσο και τη χασάπικη όψη του δικτάτορα, το όνομα του οποίου έγινε συνώνυμο της απόλυτης φρίκης και κτηνωδίας: Αμίν Νταντά.

  • Εντυπωσιασμένος
  • Χαρούμενος
  • Απογοητευμένος
  • Θυμωμένος
  • Βαρετό
  • Φοβισμένος

#emo attacks
  • Παραπατώντας (πρώην Παπανώτας) στο Ευρωσυριζοψηφοδέλτιο
  • Παράταση στις φορολογικές δηλώσεις πριν ξεκινήσουν καν: όλα θα κριθούν στα πέναλτι (πρόστιμα)
  • Συμπλήρωνε το μεροκάματο του στο φορτηγό ο άτυχος αστυνομικός. Οι “λαδιάρηδες” μένουν ήσυχοι, δεν κινδυνεύουν από εργατικό ατύχημα
  • Δε φτάνουν τα πρόστιμα που έπεσαν στις εισπρακτικές: χρειάζεται καθημερινή, πιεστική & πειστική επικοινωνία μαζί τους μέχρι την είσπραξη