- emo.gr
- Ιστορία
- Οι συνθήκες που σφράγισαν την πορεία προς την ελληνική ανεξαρτησία
θα ήταν εύκολο στους υπουργούς του Σουλτάνου να αναλογιστούν τις συνέπειες του γεγονότος αυτού”
Γράφει ο Βαγγέλης Αντωνιάδης
Σταδιακά η επίσημη εξωτερική πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων που εμφανώς τουλάχιστον είχε αρνητική στάση απέναντι στην ελληνική επανάσταση μεταστράφηκε αναγνωρίζοντας την ύπαρξη του ελληνικού ζητήματος ενώ αργότερα οι δυνάμεις υιοθέτησαν ευμενή στάση έναντι των επαναστατημένων Ελλήνων. Με αποτέλεσμα να οδηγηθούν στην επιλογή της στρατιωτικής επέμβασης στον ελληνικό χώρο όχι αυτή την φορά για να συντρίψουν την επανάσταση όπως υποστήριζε ο Μέτερνιχ στο συνέδριο της ιερής συμμαχίας αλλά για να δημιουργήσουν ένα μικρό και αδύναμο κρατίδιο που θα βρισκόταν κάτω από την πολλαπλή προστασία τους. Έτσι ξεκίνησε και ένας αγώνας δρόμου ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις για το ποια από αυτές θα εντάξει στην σφαίρα επιρροής της το νεοσύστατο αλλά νευραλγικής γεωστρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου ελληνικό κρατίδιο.
Συμπερασματικά το διεθνοπολιτικό περιβάλλον της ίδρυσης του ελληνικού κράτους και της προστασίας του από τις Μεγάλες Δυνάμεις υπήρξαν αποτέλεσμα και ταυτόχρονα συνισταμένη της προσπάθειας των Ελλήνων να κερδίσουν την αναγνώριση των ευρωπαικών δυνάμεων και την υποστήριξη τους και της υπό διαμόρφωση πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων στην ανατολική Μεσόγειο καθώς ο Μεγάλος Ασθενής, δηλαδή η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρουσίαζε σημάδια αποσύνθεσης ακόμα και κατάρρευσης, θεώρησαν το ελληνικό ζήτημα ως τμήμα του ευρύτερου ανατολικού ζητήματος σχεδιάζοντας την θέση τους στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής δίχως την οθωμανική αυτοκρατορία.
Αποφασιστικής σημασίας βήμα προς αυτή την κατεύθυνση υπήρξε η σύναψη των «δανείων της ανεξαρτησίας» Το πρώτο δάνειο του 1824 ανερχόταν στις 800.000 λίρες και το δεύτερο το 1825 2.000.000 βρετανικές λίρες. Κολοσσιαία για εκείνη την εποχή ποσά που όμως χορηγήθηκαν με εξαιρετικά επαχθείς όρους καθώς δεσμεύτηκαν για την εξόφληση τους τα εθνικά κτήματα και τα εθνικά έσοδα.
Αναμφίβολα η σύναψη των δανείων υπήρξε μία κορυφαία διπλωματική νίκη της επαναστατημένης Ελλάδας καθώς οριοθετούσαν την έμμεση έστω αναγνώριση από την Μεγάλη Βρετανία το δικαίωμα πολιτικής ύπαρξης των Ελλήνων . Ενώ από την στιγμή εκείνη τραπεζικοί κύκλοι του Λονδίνου με εμβέλεια και μοχλούς πίεσης που ξεπερνούσαν κατά πολύ τα βρετανικά όρια πιέζουν για μία ευμενή για τους επαναστατημένους Ελληνες επίλυση του ελληνικού ζητήματος, που θα οδηγούσε στην συγκρότηση και την διεθνή αναγνώριση του ελληνικού κράτους. Ακριβώς για να αποπληρωθούν αυτά τα δάνεια.
Η διπλωματική πορεία προς την ελληνική ανεξαρτησία, η βαθμιαία μεταστροφή της πολιτικής των Ευρωπαικών Δυνάμεων και ο ανταγωνισμός τους στον ελληνικό χώρο.
Η επίσημη εξωτερική πολιτική των Ευρωπαικών Δυνάμεων και ο ανταγωνισμός τους στον ελληνικό χώρο.
Η επίσημη εξωτερική πολιτική των Ευρωπαικών Δυνάμεων απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση υπήρξε αρνητική ως το 1822 και το συνέδριο ιερής συμμαχίας στην Βερόνα όπου δεν έγιναν δεκτοί οι Ελληνες αντιπρόσωποι.
Όμως σταδιακά η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας σταδιακά είχε αρχίσει να διαφοροποιείται σε πολλά ζητήματα από την πολιτική της ιερής συμμαχίας. Η μεγάλη Βρετανία, νησιωτική χώρα είχε κατορθώσει να μετεξελιχθεί σε μία θαλάσσια, ναυτική δύναμη που κυριαρχούσε στις θάλασσες και ήταν παράλληλα μία δύναμη εμπορική άρρητα συνδεμένη με το διεθνές εμπόριο. Επομένως το βρετανικό στέμμα παρά την πολιτική του ταύτιση με τα ancient régimes της ηπειρωτικής Ευρώπης εκπροσωπούσε διαφορετικά συμφέροντα από τις χερσαίες ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Ενώ η βρετανική διπλωματία μέχρι το συνέδριο της Βερόνας υποστήριζε το δόγμα της ακεραιότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας με στόχο η Τουρκία να αποτελέσει τον βραχύονα ανάσχεσης της ρωσικής επεκτατικής πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο. Κύκλοι Βρετανών διπλωματών και στρατιωτικών υποστήριζαν πως τον ρόλο αυτό, μπορούσε να αναλάβει ένα μικρό νεοσύστατο αλλά ναυτικό κράτος που ακριβώς λόγω της θαλάσσιας διάστασης του θα βρισκόταν κάτω από την πλήρη επιρροή της Μεγάλης Βρετανίας.
Συμπληρωματικά με αυτή την αντίληψη λειτουργούσε μία παγιωμένη κατάσταση. Η βρετανική κατοχή των Επτανήσων από το 1814.
Κύριος φορέας και εκφραστής της σταδιακής αλλά θεαματικής διπλωματικής μετατόπισης από το τέλος του 1822 υπήρξε ο νέος Βρετανός υπουργός εξωτερικών Γεώργιος Κάνινγκ ( George Canning 1770-1827) που ωθούμενος από τις στρατιωτικές επιτυχίες των Ελλήνων, αλλά και για λόγους εσωτερικής και παράλληλα οικονομικής πολιτικής υιοθέτησε φιλελληνική στάση καθώς φιλοδοξούσε να προσφέρει στο βρετανικό κεφάλαιο, την αστική τάξη των βιομηχάνων, των εμπόρων και των τραπεζιτών ένα νέο πεδίο και ταυτόχρονα την δυνατότητα για νέα αναπτυξιακά άλματα, υποστηρίζοντας διπλωματικά αλλά και στρατιωτικά όπως στην ελληνική περίπτωση με την ναυμαχία του Ναυαρίνου εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στην Ευρώπη και την Αμερική δημιουργώντας νέες αγορές και επιχειρηματικές ευκαιρίες για κερδοφόρες επενδύσεις.
Συμπερασματικά επιβεβαιώνοντας την αντίληψη πως η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην εξωτερική, την εσωτερική και την οικονομική πολιτική είναι απλά μία θεωρητική υπεραπλούστευση. Ο Γεώργιος Κάνινγκ ως υπουργός εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας διαφοροποίησε την εξωτερική πολιτική της θαλάσσιας/ναυτικής αυτοκρατορίας με σκοπό να βρει διέξοδο στα πιεστικά εργατικά και εμπορικά προβλήματα που συσσωρευόταν στην χώρα του. Λίγα χρόνια αργότερα ως πρωθυπουργός πλειοδότησε έναντι της Ρωσίας με σκοπό το νεοσύστατο και συνάμα ασθενικό ελληνικό κράτος να αντικαταστήσει τον μεγάλο και ετοιμοθάνατο ασθενή του Βοσπόρου, δηλαδή της Υψηλής Πύλης και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στο αμιγώς διπλωματικό πεδίο, από τον Ιανουάριο του 1823 οι βρετανικές διπλωματικές υπηρεσίες στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και ειδικότερα οι βρετανικές αρχές των Επτανήσων με βάση οδηγίες του Λονδίνου τηρούν ευνοϊκή στάση απέναντι στους επαναστατημένους Έλληνες. Ενώ την 13/25η Μαρτίου του 1823 και ακριβώς στην επέτειο της συμπλήρωσης δύο ετών από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης η βρετανική διπλωματία προχωράει σε μία πράξη που είχε τεράστιο ηθικό, συμβολικό και πολιτικό αντίκτυπο καθώς η Μεγάλη Βρετανία αναγνώρισε τον ναυτικό αποκλεισμό που είχαν κηρύξει οι Έλληνες τις ελληνικές θάλασσες, αναγνωρίζοντας τους Επαναστάτες ως έθνος που βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση και όχι ως αντάρτες και πειρατές υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στις 9 Ιανουαρίου του 1824 ο Τσάρος με υπόμνημα που υπόβαλε προς τις ευρωπαϊκές δυνάμεις πρότεινε το << σχέδιο των τριών τμημάτων>> για την επίλυση του ελληνικού ζητήματος. Που στα πρότυπα περίπου του καθεστώτος των παραδουνάβιων ηγεμονιών πρότεινε την δημιουργία τριών ηγεμονιών στον ηπειρωτικό ελληνικό χώρο που θα ήταν φόρου υποτελείς στον Σουλτάνο και ειδικό καθεστώς κοινοτικής αυτονομίας για τα νησιά του Αιγαίου. Οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις αποδέχτηκαν καταρχήν την τσαρική πρόταση όμως ζήτησαν πίστωση χρόνου για να επεξεργαστούν το σχέδιο και να τοποθετηθούν αργότερα. Όμως τόσοι οι Έλληνες όσο και η Υψηλή Πύλη αποδοκίμασαν απερίφραστα την ειρηνευτική πρόταση του Τσάρου και το << σχέδιο των τριών ηγεμονιών>> και συνέχισαν τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Είναι προφανές πως η τσαρική πρόταση υπηρετούσε τα ρωσικά σχέδια καθώς το ειδικό καθεστώς κοινοτικής αυτονομίας στα νησιά του Αιγαίου θα διευκόλυνε την περεταίρω διείσδυση των Ρώσων στις ελληνικές θάλασσες και ευρύτερα στην λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου. Ενώ οι αυτόνομες ηγεμονίες που θα κατέβαλαν φόρους στην Υψηλή Πύλη θα αποτελούσαν αιτία περισπασμών και εσωτερικής αποσταθεροποίησης για την οθωμανική αυτοκρατορία. Παρόλα αυτά το << σχέδιο των τριών τμημάτων. Αποτέλεσε την πρώτη διεθνή πρόταση για την δημιουργία υποτυπωδών έστω ελληνικών κρατικών οντοτήτων που θα αποτελούσαν παράλληλα μία μερική δικαίωση της ελληνικής επανάστασης και των προηγούμενων αγώνων των Ελλήνων για την εθνική ανεξαρτησία και την ελευθερία.
Παρόλα αυτά η κρίσιμη ιστορική και διεθνοπολιτική συγκυρία υπήρξε ένας ακόμα σταθμός στον ανταγωνισμό των ευρωπαικών δυνάμεων που προωθούσαν δικές τους βλέψεις και δικά τους συμφέροντα, εξέλιξη που οδήγησε στην κοινή τους τελικά απόφαση να επέμβουν στρατιωτικά στον ελληνικό χώρο όχι για να καταστείλουν την ελληνική επανάσταση σύμφωνα με τις κατεστημένες αντιλήψεις της ιερής συμμαχίας αλλά για να επιβάλλουν ειρήνευση γεγονός που αποτελούσε και την τελική πράξη αναγνώρισης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Είναι χαρακτηριστικό πως η βρετανική κυβέρνηση ενθάρρυνε την σύναψη δανείων (1824/1825) καθώς αυτός ήταν το παραδοσιακό εργαλείο της βρετανικής πολιτικής που επέλεγε την οδό της οικονομικής διείσδυσης που διευκόλυνε την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μελλοντικών εξελίξεων. Ταυτόχρονα ενθάρρυνε την υποβολή υπομνημάτων με το οποίο οι Έλληνες ζητούσαν αποκλειστικά βρετανική προστασία.
Γεγονός είναι πως το κείμενο του υπομνήματος επικρίθηκε έντονα και χαρακτηρίστηκε ως ψήφισμα υποτέλειας. Όμως άξιζε να σημειωθεί πως συντάχθηκε σε κρίσιμες ώρες καθώς ο Ιμπραήμ προέλαυσε ακάθεκτος στην Πελοπόννησο λεηλατώντας, καίγοντας και ερημώνοντας τον Μόριά. Παρόλα αυτά όπως αναφέραμε στις παραπάνω γραμμές το ψήφισμα δέχτηκε έντονες επικρίσεις με πιο χαρακτηριστική την κριτική του Δημήτριου Υψηλάντη που υπογράμμιζε με τρόπο εμφατικό την ιστορική ρήση: “Ἐχομε πάρα πολύ ἀκριβα ἀγορασμένην τήν ἐλευθερίαν μας, ὥστε νά τήν χαρίσωμεν τόσον φθηνά εἰς τόν τυχόντα”.
Σ αυτή την κρίσιμη πολιτική και ιστορική συγκυρία η βρετανική διπλωματία θριάμβευσε στην Ελλάδα υποβοηθούμενη από το Αγγλικό κόμμα που βρισκόταν εκείνη την περιόδο στην κυβέρνηση. Όμως ο θάνατος του Τσάρου Αλέξανδρου την 1η Δεκεμβρίου του 1825 υπήρξε καταλύτης ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων και στην Ρωσία καθώς ο διάδοχος του Τσάρος Νικόλαος ο Α έσπευσε άμεσα με τις δηλώσεις του να καταστήσει σαφείς τις προθέσεις για δυναμική επίλυση των διαφορών με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στις 17 Μαρτίου 1826 απόστειλε τελεσίγραφο το οποίο απαιτούσε συνολική διευθέτηση των εκκρεμών ζητημάτων που προέκυψαν την περίοδο 1812-1821 ανάμεσα στην Ρωσία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία που σε διάστημα έξι ημερών. Σε περίπτωση μη ικανοποίησης του αιτήματος του ο πρεσβευτής της Ρωσίας Miniciacy θα απόσυρε τα διαπιστευτήρια του αποχωρώντας από την Κωνσταντινούπολη και το τελεσίγραφο έκλεισε με την απειλή “θα ήταν εύκολο στους υπουργούς του Σουλτάνου να αναλογιστούν τις συνέπειες του γεγονότος αυτού” . Με τελεσίγραφο η Οθωμανική Αυτοκρατορία υποχρεώθηκε να υπογράψει την συνθήκη του Ακερμαν στις 6 Οκτωβρίου του 1826 και να αποδεχτεί σχεδόν το σύνολο των ρωσικών αξιώσεων.
Σε εκείνη την κομβική διπλωματική συγκυρία ο Βρετανός στρατιωτικός και διπλωμάτης Ουέλιγκτον (Wellinghton ) είχε μεταβεί στην Αγία Πετρούπολη προκειμένου να συγχαρεί τον νέο Τσάρο για την ανάρρηση του στον θρόνο της Ρωσίας, φρόντισε να έχει εκτεταμένες συζητήσεις με τον Ρώσο υπουργό εξωτερικών Μέσελροντ ( Nesselrode ) για το ελληνικό ζήτημα που κατέληξαν στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης ( 29 Μαρτίου/ 4 Απριλίου 1826). Με βάση το οποίο Μεγάλη Βρετανία και Ρωσία κατέληγαν σε συμφωνία για μία κοινή διαμεσολάβητική επέμβαση που θα οδηγούσε στην συγκρότηση ενός αυτόνομου κι ενιαίου ελληνικού κράτους υποτελούς στην Υψηλή Πύλη. Ενώ στο κείμενο υπήρχε σαφής αναφορά πως οι δύο δυνάμεις ήταν έτοιμες να δεχτούν την σύμπραξη άλλων δυνάμεων προς αυτόν τον σκοπό. Γεγονός που υποδείκνυε ως έναν τρίτο πιθανό διπλωματικό εταίρο την Γαλλία.
To πρωτόκολλο της Πετρούπολης υπήρξε μία τεκτονική διπλωματική μετατόπιση που σφράγισε όχι μόνο την πορεία του ελληνικού ζητήματος αλλά ολόκληρης της ευρωπαϊκής διπλωματικής ιστορίας καθώς η υπογραφή του οριοθέτησε την πρώτη επίσημη απομάκρυνση Μεγάλων Ευρωπαικών δυνάμεων από τις αρχές και την πολιτική της ιερής συμμαχίας. Ταυτόχρονα αποτέλεσε και το πρώτο διπλωματικό κείμενο καθώς είχε την μορφή διμερούς συμφωνίας που σαφώς αναφερόταν στον πολιτικό όρο Ελλάδα αναγνωρίζοντας παράλληλα πολιτική ύπαρξη στους επαναστατημένους Έλληνες.
Η Γαλλία αρχικά επιφυλάχτηκε να προσχωρήσει στο Πρωτόκολλο της Πετρούπολης καθώς διατηρούσε στενές εμπορικές και οικονομικές σχέσεις με τον Μοχάμεντ Αλή της Αιγύπτου αλλά και στρατιωτική συνεργασία καθώς του παρείχε στρατιωτικούς συμβούλους. Όμως έντονες εσωτερικές πιέσεις από το μαζικό φιλελληνικό κίνημα, έντονες διαφοροποιήσεις στο ελληνικό ζήτημα από πολιτικούς, διπλωματικούς και στρατιωτικούς κύκλους, η άρνηση της Υψηλής Πύλης να αποδεχτεί οποιαδήποτε ειρηνική επίλυση και κυρίως η υπογραφή συνθήκης του Κρεμάν που άνοιγε την προοπτική για μία μονομερή λύση υπέρ των ρωσικών συμφερόντων. Υποχρέωσαν την γαλλική κυβέρνηση να προσχωρεί στην τριμερή πλέον Ιουλιανή σύμβαση του Λονδίνου που υπογράφεται την Μεγάλη Βρετανία, την Ρωσία και την Γαλλία. Στις 24 Ιουνίου/6 Ιουλίου . Η Ιουλιανή σύμβαση του Λονδίνου ουσιαστικά επαναλάμβανε τους όρους του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης αλλά προχωρούσε ένα βήμα κάτω καθώς περιελάβανε ρήτρα καταναγκασμού ή έστω εκφοβισμού αφού προέβλεπε σαφώς πως ναυτικές μοίρες των τριών δυνάμεων θα αναλάμβαναν να επιβάλλουν την διακοπή των πολεμικών επιχειρήσεων και ταυτόχρονα θα προχωρούσαν στην σύναψη εμπορικών σχέσεων με τους Έλληνες και τον διορισμό προξένων.
Η άρνηση ή η κωλυσιεργία του Ιμπραήμ να συμμορφωθεί με τις επιταγές των τριών δυνάμεων υπήρξε η πραγματική αιτία για την ναυμαχία του Ναβαρίνου στις 8/20 Οκτωβρίου του 1827. Η πολεμική ανάφλεξη του Ναβαρίνου οδήγησε στην κατάρρευση του ηθικού των Οθωμανών και των Αιγυπτίων. Προκάλεσε ταυτόχρονα κύμα ενθουσιασμού στους Έλληνες καθώς καμπάνες χτυπούσαν, χαρμόσυνα για να αναγγείλουν το γεγονός της συντριπτικής νίκης του στόλου των Χριστιανών συμμάχων.
Επίσημα ο βασιλιάς της Αγγλίας χαρακτήρισε την ναυμαχία του Ναβαρίνου ατυχές γεγονός. Όμως στρατιωτικοί και διπλωματικοί κύκλοι. Καθώς και τα τεράστια εφοπλιστικά, βιομηχανικά και εμπορικά συμφέροντα ήταν απολύτως ικανοποιημένα από την εξέλιξη που αδρανοποιούσε για μακρά περίοδο τόσο τον Οθωμανικό όσο και τον Αιγυπτιακό στόλο που δημιουργούσαν εμπόδια για την ναυτική τους δραστηριότητα και κυρίως αποτελούσαν εμπόδια στην θαλάσσια οδό προς την Ινδία. Παρόλα αυτά επίσημα διατύπωσαν και την έντονη ανησυχία τους για την εξασθένιση της οθωμανικής ναυτικής ισχύος που θα διευκόλυνε την ρωσική επεκτατική πολιτική στην ανατολική Μεσόγειο. Σίγουρα όχι τυχαία ο Τσάρος Νικόλαος ο Α προβίβασε τον ναύαρχο του.
Σε πλήρη αντιδιαστολή ο Σουλτάνος όχι απλά τον συμβιβασμό αλλά και κάθε διαπραγμάτευση και χαρακτήρισε την ναυμαχία του Ναβαρίνου ως βάναυση επέμβαση των Ευρωπαικών Δυνάμεων στα εσωτερικά ζητήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1827 οι πρεσβευτές των τριών ευρωπαικών δυνάμεων αποχώρησαν από την Κωνσταντινούπολη. Λίγους μόνο μήνες αργότερα η Ρωσία κήρυξε για μία ακόμα φορά τον πόλεμο στην οθωμανική αυτοκρατορία ( 26 Απριλίου 1828- 14 Σεπτεμβρίου 1829) καθώς ο Τσάρος απαιτούσε την εφαρμογή της συνθήκης του Κρεμάν του 1826 , την οποία η Υψηλή Πύλη αρνούνταν ή κωλυσιεργούσε να εφαρμόσει. Ο ρωσικός στρατός αντιμετωπίζοντας ισχνή αντίσταση προέλαυσε στην ανατολική βαλκανική καταλαμβάνοντας την Ανδριανού πόλη όπου υπογράφηκε και η ομώνυμη συνθήκη.
Στην διάρκεια του Ρώσο-οθωμανικού πολέμου Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία προκειμένου να ανατρέψουν μονομερή επίλυση του ελληνικού ζητήματος από την Ρωσία, κατέληξαν στην αποστολή γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο που ως στόχο θα είχε την πλήρη εκκαθάριση των Οθωμανικών και Αιγυπτιακών φρουρών που είχαν απομείνει στην περιοχή. Στα τέλη Αυγούστου του 1828 ένα γαλλικό εκστρατευτικό σώμα 14.000 ανδρών υπό την διοίκηση του εμπειροπόλεμου στρατηγού Maizοn αποβιβάστηκε στην δυτική Πελοπόννησο γνωρίζοντας ενθουσιώδη υποδοχή από τους επαναστατημένους Ελληνες που έβλεπαν επιτέλους να καταφθάνουν οι πολυπόθητες χριστιανικές-ευρωπαικές ενισχύσεις που θα τους απάλλασαν από την δουλεία τεσσάρων αιώνων. Όχι με την μορφή της ιδιωτικής στήριξης και της προσωπικής πρωτοβουλίας των φιλελλήνων, όπως κατά την πρώτη επαναστατική περίοδο. Αλλά με την μορφή της επίσημης κρατικής στήριξης.
Παράλληλα η Μεγάλη Βρετανία και η Ρωσία υπόγραψαν από κοινού με την Ρωσία το πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 10/22 Μαρτίου του 1829 που προέβλεπε αναγνώριση αυτόνομου ελληνικού κράτους, έστω και αν αυτά ήταν αυτόνομα και όχι πλήρως ανεξάρτητα. Παράλληλα προέβλεπαν την de facto αναγνώριση δικαιώματος επέμβασης των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Παρόλα αυτά για τις ηγεσίες των επαναστατημένων Ελλήνων παράμεναν σε εκκρεμότητα δύο ζητήματα. Η διαπραγμάτευση των ευρύτερων δυνατών συνόρων τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα όσο και στα νησιά του Αιγαίου με ταυτόχρονη εκκαθάριση τους από τις ισχνές πλέον οθωμανικές και αιγυπτιακές δυνάμεις. Δεύτερον την μετάβαση από το καθεστώς της αυτονομίας στην πλήρη ανεξαρτησία. Αυτές τις εκκρεμότητες επιδίωξε να διευθετήσει ο έμπειρος διπλωμάτης Ιωάννης Καποδίστριας στις αρχές του 1828.
-
O Τρικούπης, ο Κουμουνδούρος και ο …ταμίας Θηβών
5 ημέρες ΠΡΙΝ -
Έρχεται βροχή, έρχεται μπόρα;
5 ημέρες ΠΡΙΝ -
Ποιος πολέμησε ποιον στη Συρία
7 ημέρες ΠΡΙΝ -
Εμπνεόταν ή ήταν μέλος του ISIS ο δολοφόνος της Νέας Ορλεάνης;
2 εβδομάδες ΠΡΙΝ -
Οι καλύτερες ατάκες του 2024
2 εβδομάδες ΠΡΙΝ