• emo.gr
  • Τέχνες
  • Τελευταίος αποχαιρετισμός
Τελευταίος αποχαιρετισμός

Ένα αερικό πετάχτηκε μέσα από τη θάλασσα και χάθηκε στον ουρανό… Δεν ξαναπαρουσιάστηκε ποτέ πια. Αργότερα, τον έβλεπε που και που στα όνειρά της όταν σκεπαζόταν μ’ εκείνο το άσπρο σεντόνι. Και κάθε φορά, το μαξιλάρι της ήταν υγρό…

Θλιμμένα πρόσωπα, σκυφτά κεφάλια και μια πνιγηρή σιωπή πλάκωνε τον πλινθοπερίκλειστο  περίβολο της εκκλησιάς. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Ένας καυτός, ολόλαμπρος ήλιος έλουζε επίμονα και κοροϊδευτικά το νεκροταφείο, σαν να το έκανε επίτηδες. Σαν να χαιρόταν που ένας τέτοιος άνθρωπος διάβηκε τον Αχέροντα, καταβάλλοντας τον οβολό του στο Χάροντα. Κι όμως ήταν αλήθεια…

*****

Μόλις διάβηκε το ποτάμι ένοιωσε ένα ολόλευκο φως να τον κατακλύζει. Μια απέραντη γαλήνη βασίλευε στην πλάση γύρω του. Τι λουλούδια, τι ευωδιές! Πουλιά κελαηδούσαν σκαρφαλωμένα στα πανύψηλα δέντρα σε μια αιώνια παραδεισένια μουσική συμφωνία. Δεν έβλεπε όμως άλλα πρόσωπα. Περιπλανήθηκε λίγο στο καταπράσινο λιβάδι και άρχισε να συνειδητοποιεί τι του είχε συμβεί. Ξαφνικά, εκεί στο γύρισμα του πετρόστρωτου δρόμου γύρω από μια πελώρια καστανιά είδε ένα πηγάδι. Πλησίασε γοργά γιατί διψούσε. Του φάνηκε περίεργο ότι είχε ακόμα μια τέτοια αίσθηση. Έσκυψε να πιάσει λίγο νερό για να πιει. Κοιτάζοντας όμως καλύτερα την επιφάνεια του νερού που ήταν αρκετά ψηλά, σαν να του φάνηκε ότι άκουσε μια φωνή. Έσκυψε ακόμα περισσότερο για να αφουγκραστεί. Μα ναι! Ήταν η φωνή της. Το γέλιο της!

Άργησε λίγο να καταλάβει τι συνέβαινε αλλά σε λίγο ξεδιάλυνε το μυστήριο. Το Πηγάδι της Ζωής ήταν το θείο αντίδωρο για τη χαμένη ζωή του. Μπορούσε μέσα απ’ το νερό να βλέπει τα αγαπημένα του πρόσωπα, τις ζωές τους, τις αντιδράσεις τους. Όλα! Μια πέτρινη πλάκα δίπλα στο πηγάδι είχε κάτι χαραγμένο επάνω της.  Την σήκωσε στα χέρια και άρχισε να διαβάζει. «Αυτό είναι ένα θείο δώρο. Να μην το εξευτελίσεις γιατί θα το χάσεις και θα χαθείς. Αν πιεις απ’ το πηγάδι της ζωής θα μπορείς να μεταμορφώνεσαι σε ότι πλάσμα θέλεις. Θα μπορείς να μπεις στο γήινο κόσμο. Αλλά δε θα αλλάξεις τίποτα από τη ροή του χρόνου γιατί θα καταστραφείς».

*****

Η μπαλκονόπορτα ήταν μισάνοιχτη. Το καλοκαιρινό αεράκι τρύπωνε μέσα στο υπνοδωμάτιο του διαμερίσματος στο πίσω μέρος του σπιτιού, ανακουφίζοντας λίγο την νυχτερινή ζέστη. Μια γυναίκα τυλιγμένη με μια πετσέτα πρόβαλλε από την πόρτα. Μόλις είχε βγει από το μπάνιο και το αιθέριο άρωμά της έπνιξε το δωμάτιο. Άναψε ένα μικρό φως και αφού σκουπίστηκε ξάπλωσε ολόγυμνη στο τεράστιο κρεβάτι, τυλιγμένη με ένα μικρό ολόλευκο σεντόνι. Αυτό το άρωμα το ήξερε καλά. Τον αναστάτωνε κάποτε, πριν συμβούν όλα αυτά που συνέβησαν. Η πόρτα έτριξε λίγο και τρύπωσε μέσα. Η κουρτίνα ανέμισε. Η γυναίκα το παρατήρησε αλλά ποιος δίνει σημασία στον αέρα. Αυτός έκανε μια στροφή γύρω στο δωμάτιο. Το μεγάλο φωτιστικό κουνήθηκε. Η γυναίκα ανησύχησε για λίγο αλλά πάλι καμώματα του αέρα ήταν. Τυλίχτηκε λίγο πιο σφιχτά με το σεντόνι και περίμενε.

Μια φωτογραφία στεκόταν πλάι στο κομοδίνο. Η φωτογραφία του. Πως και δεν την είχε καταχωνιάσει ακόμα, σκέφτηκε. Αυτός, αερικό όπως ήταν πήγε και χώθηκε κάτω απ’ το σκέπασμα. Ένοιωθε κάθε σπιθαμή του κορμιού της. Τη χάιδευε παντού. Την ένοιωθε όπως τότε, πριν πολλά χρόνια όταν ήταν ο άντρας τη ζωής της. Πόσο καιρό είχε να νοιώσει έτσι! Φώλιασε μέσα στο στήθος της, έστριψε γύρω απ’ το λαιμό της, γλίστρησε ανάμεσα στους μηρούς της και πάλι προς τα πάνω και ξανά προς τα κάτω και παντού. Αυτή αισθανόταν τη δροσιά να αγκαλιάζει το γυμνό κορμί της και την κατέλαβε μια ανεξήγητη ευφορία που τις θύμιζε κάτι από το παρελθόν. Τότε που ήταν ευτυχισμένη και πέταγε στους ουρανούς πριν από τη φθορά και την καταστροφή που ακολούθησε. Μεθυσμένη, απολάμβανε αυτή την ανεξήγητη δροσιά πάνω στο βελούδινο κορμί της. Κι αυτός ξαναζούσε τις πιο μαγικές στιγμές της ζωής του. Συνεπαρμένος όπως ήταν δεν αντιλήφθηκε ότι ένας άλλος άντρας μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Η γυναίκα άνοιξε τα μάτια και με βλέμμα γεμάτο πόθο και προσμονή, πέταξε το σκέπασμα και άνοιξε την αγκαλιά της. Ξέχασε αμέσως τη δροσιά στο κορμί της.  «Έλα αγάπη μου» του είπε σβήνοντας το φως δίπλα της . Εκείνος έπεσε με θέρμη στην αγκαλιά της κοιτάζοντάς τη φλογερά. Ξαφνικά ένας μικρός ανεμοστρόβιλος συντάραξε το δωμάτιο. Το φωτιστικό ταρακουνήθηκε σαν τρελό. Η φωτογραφία που ήταν δίπλα στο κομοδίνο έπεσε κάτω κι έγινε θρύψαλα.  Η μπαλκονόπορτα άνοιξε διάπλατα και η κουρτίνα φούσκωσε σαν πανί από ιστιοφόρο προς τα έξω. Τα φύλλα της ψηλής λεύκας πίσω στην αυλή έτρεμαν, η λεύκα λύγισε προς στιγμή κι ένα μεγάλο βουητό ακούστηκε. Τρελαμένος κι αλλοπαρμένος όπως ήταν άρχισε να γυρνάει σα σβούρα γύρω από το δέντρο, χτύπησε με μανία κάτω στα πλακάκια της αυλής σηκώνοντας ένα μικρό σύννεφο σκόνης, σηκώθηκε ψηλά και χάθηκε μέσα στη φεγγαρόφωτη νύχτα. Η γυναίκα κούρνιασε μέσα στην αγκαλιά του άντρα σα φοβισμένο ζώο. Η διαίσθησή της αφουγκράστηκε την παράξενη παρουσία. Έμεινε ακίνητη πολύ ώρα…

*****

Το μεγάλο γαλάζιο καράβι ήταν κατάμεστο από επιβάτες. Είχε σαλπάρει πριν από δύο ώρες από το λιμάνι τραβώντας ρώτα για ένα μικρό κυκλαδίτικο νησί. Οι δυο τους είχαν τόσο ανάγκη να είναι μαζί.  Παράτησαν τα πάντα πίσω τους για ένα τριήμερο και ήθελαν να ξεφύγουν για να χαρούν αμέριμνοι τον έρωτά τους. Εκείνη δεν είχε ξεχάσει την νύχτα του αερικού. Για κάποιο παράξενο λόγο είχε την αίσθηση ότι την παρακολουθούσε μια σκιά. Γι’ αυτό και ήθελε να φύγει απ’ το διαμέρισμα. Ο σύντροφός της δεν έφταιγε σε τίποτα. Ίσα ίσα που προσπαθούσε να την καθησυχάσει, να την ηρεμήσει. Ήταν μόνη της πάνω στο κατάστρωμα, δίπλα στην κουπαστή του καραβιού. Εκείνος είχε πάει να φέρει λίγο καφέ. Το βλέμμα της χάζευε το γαλάζιο του Αιγαίου και παρατηρούσε τα βραχονήσια πέρα στον ορίζοντα. Μασούσε χαζολογώντας έτσι ένα κουλούρι. Πάνω απ’ το κατάστρωμα ένα τσούρμο γλαρόπουλα πετούσαν με την ίδια ταχύτητα με το καράβι κοιτάζοντας μήπως τσιμπολογήσουν κανέναν εκλεκτό μεζέ. Ένας γλάρος, γκριζόλευκος και τεράστιος με ένα ογκώδες κατακίτρινο ράμφος, έφυγε από το τσούρμο και ήρθε και στρογγυλοκάθισε σε ένα κάγκελο από πάνω της χωρίς φόβο. Εκείνη, ανέμελη όπως ήταν εκείνη τη στιγμή, θέλησε να του δώσει ένα κομμάτι απ’ το κουλούρι της. Τέντωσε το αριστερό της χέρι και το σήκωσε ψηλά, προσφέροντας στο μεγάλο πουλί ένα κομμάτι. Ο γλάρος πρότεινε δειλά το ράμφος του. Έκανε μια μπρός μια πίσω για πιάσει το κομμάτι. «Έλα μη φοβάσαι!» του είπε γελώντας. «Έλα!» Ο γλάρος πλησίασε λίγο πιο κοντά. Έσκυψε το κεφάλι του σιγά, διστακτικά. Με μια κίνηση πήρε το κουλούρι στο στόμα. Αντί όμως να το φάει, το ακούμπησε δίπλα σε μια ίσια λαμαρίνα που ήταν κολλημένη στο κάγκελο και έμεινε εκεί, γρυλίζοντας και κοιτάζοντας έντονα τη γυναίκα, γυρνώντας το κεφάλι του πότε δεξιά, πότε αριστερά.  «Τι είναι καλό μου; Γιατί με κοιτάς έτσι έντονα; Τι όμορφα μάτια που έχεις. Είσαι τόσο όμορφος και μεγάλος!» Ο γλάρος ρουθούνισε λίγο και έσκυψε το κεφάλι του προς το χέρι της. Αυτή χωρίς να το καταλάβει το πλησίασε με προσοχή προς το μέρος του για τον χαϊδέψει. Άγγιξε  το κεφάλι του χαϊδεύοντάς τον απαλά. Ξαφνικά το χαμόγελό της σβήστηκε. Ένοιωσε πάλι εκείνο το συναίσθημα. Το συναίσθημα της παράξενης παρουσίας που είχε νοιώσει κι εκείνη τη νύχτα. Το πουλί την κοιτούσε παράξενα. Επίμονα! Τράβηξε απότομα το χέρι της, έστριψε γρήγορα μέσα στο πλήθος και έτρεξε προς το σαλόνι του καραβιού για να βρει το σύντροφό της…

*****

Τα καθάρια παρασινογάλαζα νερά του μικρού κόλπου χάιδευαν την ακρογιαλιά ενώ ο ήλιος ψηλά άρχιζε να παίρνει το δρόμο προς τη δύση του. Το ζευγάρι πλατσούριζε παίζοντας και κολυμπώντας μέσα στη θάλασσα, σαν χορευτικό ντουέτο σε αργεντίνικο τάνγκο. Κάτι πλανόδιοι μουσικοί έπαιζαν στην παραλία καθισμένοι σταυροπόδι κάτω από ένα πευκάκι που στέκονταν μονάχο του στην αμμουδιά. Ο ήχος του ακορντεόν διαυγής και καθάριος πετάριζε μέσα το αεράκι. Οι δυο τους ήταν μια αγκαλιά μέσα στο νερό. Τη χάιδευε και της μιλούσε μέσα στο αυτί της. Αυτή ήτανε γατζωμένη απάνω του σαν απελπισμένος ναυαγός που αποζητά την άκατο της σωτηρίας του. Κοιτάζονταν στα μάτια με πάθος. Ένας γλάρος έκανε γύρους  από πάνω τους, ψηλά στον καταγάλανο καλοκαιρινό ουρανό.

Ο άντρας βγήκε για λίγο στην παραλία ενώ η γυναίκα έκανε να κολυμπήσει προς τα μέσα. Πάντα της άρεσε να κολυμπά, από μικρή. ξαφνικά ένωσε σαν κάτι να την τραβάει μέσα στο νερό. Είχε ξανοιχτεί πολύ χωρίς να το καταλάβει. Είχε κουραστεί  και δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό της. Πανικόβλητη άρχισε να ουρλιάζει καλώντας σε βοήθεια. Το ακορντεόν βουβάθηκε με μιας. Ο σύντροφός της κατάλαβε τι είχε συμβεί και με δυο μεγάλα σάλτα βρέθηκε μέσα στο νερό. Άρχισε να κολυμπά προς το μέρος της με μανία. Αλίμονο όμως. Ήταν πολύ μακριά. Η γυναίκα χανόταν σιγά μέσα στο νερό ενώ τα χτυπούσε δυνατά τα χέρια της στο νερό. Δε φαινόταν από πουθενά σανίδα σωτηρίας.

Όλη αυτή την ώρα ο γλάρος παρακολουθούσε τη σκηνή από ψηλά. Η πρώτη του σκέψη του ήταν να σπεύσει για να τη σώσει. Ήταν η πολυαγαπημένη του γυναίκα. Τη λάτρευε κι ας ήταν αυτός η αιτία του χωρισμού τους. Όμως δεν έπρεπε να επέμβει γιατί θα καταστρεφόταν το χάρισμα που του είχε δοθεί. Από την άλλη, αν δεν βοηθούσε την αγαπημένη του, θα τους χώριζαν μόνο λίγες στιγμές από το να είναι πάλι μαζί. Όλα αυτά τα σκέφτηκε μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Το δίλλημα ήταν μεγάλο ενώ η γυναίκα πνιγόταν. Με μιας κάνει μια απότομη στροφή και βουτάει προς το νερό. Έπεσε με δύναμη μέσα στη θάλασσα και αμέσως μετά ένα πανέμορφο δελφίνι αναδύθηκε δίπλα στη γυναίκα. ξαναβούτηξε και με ένα μαγικό τρόπο την πήρε πάνω στην πλάτη του. Άρχισε να κολυμπά προς τα έξω. Ο ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει περίεργα. Σύννεφα μαζέύτηκαν με μιας και ακούστηκε ένας μεγάλος κρότος. Το δελφίνι ένοιωσε τις δυνάμεις του να το εγκαταλείπουν.  Έπρεπε να προλάβει. Με ένα τίναγμα πετάχτηκε προς τα εμπρός με δύναμη μαζεύοντας την τελευταία ικμάδα των δυνάμεων του. Η γυναίκα που ήταν πάνω στην πλάτη του μισολιπόθυμη αλλά ζωντανή, ένοιωσε πάλι εκείνο το παράξενο συναίσθημα. Η διαίσθησή της δεν έκανε λάθος. Ήταν το άγγιγμά του!

Το δελφίνι είχε πλησιάσει αρκετά στον άντρα που κολυμπούσε προς το μέρος τους. Ταυτόχρονα προσέγγιζε κι ένα φουσκωτό που έσπευσε προς βοήθεια. Το δελφίνι άρχισε σιγά σιγά να χάνεται κάτω από την επιφάνεια του νερού. Ο άντρας είχε αρπάξει το ένα χέρι της γυναίκας και προσπαθούσε να την αγκαλιάσει έτσι ώστε να την κρατήσει έξω απ’ το νερό. Το άλλο χέρι της γυναίκας ήταν γαντζωμένο στην πλάτη του δελφινιού και δεν το άφηνε. Είχε καταλάβει! Ήταν εκείνος. Της είχε σώσει τη ζωή. Τη ζωή που της είχε στερήσει όσο ήταν μαζί. Το δελφίνι είχε εξαντληθεί και ήταν σχεδόν βυθισμένο. Άφησε το χέρι της κρατώντας το τεντωμένο προς το μέρος του. Τελευταίος αποχαιρετισμός. Αφέθηκε λιπόθυμη στην αγκαλιά του άντρα της. Σε λίγο πλησίασε το φουσκωτό και την ανέβασαν επάνω.

Ένα αερικό πετάχτηκε μέσα από τη θάλασσα και χάθηκε στον ουρανό… Δεν ξαναπαρουσιάστηκε ποτέ πια. Αργότερα, τον έβλεπε που και που στα όνειρά της όταν σκεπαζόταν μ’ εκείνο το άσπρο σεντόνι. Και κάθε φορά, το μαξιλάρι της ήταν υγρό…

 

  • Εντυπωσιασμένος
  • Χαρούμενος
  • Απογοητευμένος
  • Θυμωμένος
  • Βαρετό
  • Φοβισμένος

#emo attacks
  • Παραπατώντας (πρώην Παπανώτας) στο Ευρωσυριζοψηφοδέλτιο
  • Παράταση στις φορολογικές δηλώσεις πριν ξεκινήσουν καν: όλα θα κριθούν στα πέναλτι (πρόστιμα)
  • Συμπλήρωνε το μεροκάματο του στο φορτηγό ο άτυχος αστυνομικός. Οι “λαδιάρηδες” μένουν ήσυχοι, δεν κινδυνεύουν από εργατικό ατύχημα
  • Δε φτάνουν τα πρόστιμα που έπεσαν στις εισπρακτικές: χρειάζεται καθημερινή, πιεστική & πειστική επικοινωνία μαζί τους μέχρι την είσπραξη