- emo.gr
- Ιστορία
- Σχεδόν άγνωστος ο αρχηγός της Κόρθος: Ο πιο νέος Στρατηγός της Επανάστασης
Ποια ήταν η γυναίκα που για χάρη της καταστράφηκε ένα ολόκληρο χωριό;
Το αρχοντόπουλο της Κορίνθου και ο χαμός του στον Φαληρέα (Φάληρο) αποτέλεσε αφορμή να τον κλάψει όλος ο Μοριάς, αλλά και να υμνηθεί μέσα από το Δημοτικό μας τραγούδι.
Γεννημένος στα Τρίκαλα Κορινθίας το 1805 κρατούσε από τη μεγάλη οικογένεια των Νοταραίων που βαστούσαν από τα βυζαντινά χρόνια.
Ο Γιάννης Νοταράς ήταν γιος του Σωτήρη Νοταρά αλλά περισσότερο και από τον πατέρα του έμεινε γνωστή η αγάπη που έτρεφε προς το πρόσωπό του ο θείος του Πανούτσος Νοταράς που τον θεωρούσε στην κυριολεξία δικό του παιδί.
Ο Γιάννης παρότι έζησε μέσα στο πλούσιο αρχοντικό των Νοταραίων εξελίχθηκε σε ένα παλικάρι σκληραγωγημένο, γενναιόψυχο που όλοι αγαπούσαν και σέβονταν στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Ντυνόταν πάντα με χρυσοκέντητα ρούχα και είχε περίτεχνα άρματα.
Η αγάπη του κόσμου ήταν τόση ώστε οι συμπατριώτες του θεωρώντας τον δικό τους παιδί τον αποκαλούσαν Γιαννάκη ή αρχοντόπουλο.
Σύμφωνα με το βιογράφο του “ωραιότατος, όπως ο Απόλλων, ανδρείος όπως ο Άρης, μεγαλοπρεπής και πλουσιότατος στρατηγός των Κορινθίων….».
Ο Γιαννάκης Νοταράς είχε κλείσει τα δεκαπέντε του χρόνια όταν ξέσπασε η επανάσταση. Παρά το γεγονός ότι οι Τούρκοι παρακολουθούσαν την οικογένεια των Νοταραίων, δεν δίστασε να πάρει μέρος στην επανάσταση. Ύστερα με την οικονομική ενίσχυση του θείου του Πανούτσου έκανε σώμα δικό του και μπήκε αρχηγός. Τα χρήματα για τη μισθοδοσία των στρατιωτών του προέρχονταν από την οικογενειακή περιουσία.
Από την πρώτη στιγμή έδωσε τέτοιες αποδείξεις ικανότητας που αν και ήταν νεαρός ακόμα στην ηλικία, του ανέθεσαν την πολιορκία της Ακροκόρινθου που την έφερε εις πέρας με επιτυχία. Για αυτό και έγινε στη συνέχεια και φρούραρχός της. Μόλις είχε πατήσει τα δεκαοχτώ του χρόνια και έγινε αντιστράτηγος κι ύστερα από έναν χρόνο, το 1824, στρατηγός. Ο Ιωάννης Νοταράς έγινε έτσι ο πιο νέος στρατηγός του αγώνα. Πήρε μέρος σε όλες τις επικίνδυνες μάχες όπως στην αντιμετώπιση του Δράμαλη.
Στα τέλη Ιανουαρίου του 1827 προχώρησε στην Αττική όπου και βρέθηκε με το σώμα του, κάτω από τις διαταγές του Γεωργίου Καραϊσκάκη, τότε που ο Ρεσίτ Πασάς (Κιουταχής) πολιορκούσε την Ακρόπολη της Αθήνας μέσα στην οποία βρίσκονταν πολιορκημένοι οι Έλληνες. Υπό την διοίκηση του Βρετανού φιλέλληνα Τόμας Γκόρντον συμμετείχε στην κατάληψη της Καστέλλας, στον Πειραιά.
Ηγείτο μιας δύναμης 1.500 ανδρών που μαζί με τον Μακρυγιάννη και τους 550 άνδρες του, τον Δημήτριο Καλλέργη με τους Κρήτες του, τους Ιωάννη Πέτα και Χαράλαμπο Ιγγλέση ανέλαβαν να καταλάβουν τον καλά οχυρωμένο λόφο της Καστέλλας. Και αφού το επέτυχαν ο Μακρυγιάννης έμεινε να φυλά το λόφο που κοιτούσε προς το Φάληρο, ο Καλλέργης προς τον Πειραιά και ο Ιωάννης Νοταράς “έπιασε” το κέντρο. Ο Καραϊσκάκης που παρακολουθούσε από κοντά την δράση του Γιάννη Νοταρά απευθυνόμενος για αυτόν στους άλλους οπλαρχηγούς είπε:
«Τούτος ο νέος αν ζήσει θα ντροπιάσει πολλούς από εμάς τους γεροντότερους. Μακάρι η πατρίδα να είχε πολλούς σαν κι αυτόν!». Τόσο τον εκτιμούσε και τον συμπαθούσε ο Καραϊσκάκης, που δώσανε λόγο να τον κάνει γαμπρό στην μικρότερη κόρη του στην Πηνελόπη.
Ο Γιαννάκης Νοταράς, δύο μέρες πριν την επίθεση που θα οδηγήσει τους Έλληνες στη μεγαλύτερη καταστροφή (Μάχη Ανάλατου), έγραψε από το Φάληρο την τελευταία επιστολή προς τους γονείς του.
Ο Καραϊσκάκης πέθανε και τον έθαψαν στην Κούλουρη. Και οι Έλληνες στις 24 Απριλίου του 1827 επιτέθηκαν στην περιοχή Τρεις Πύργοι στο σημερινό Παλαιό Φάληρο υπό τις διαταγές του Τσώρτζ, που όπως έγραψε και ο Γιαννάκης στην επιστολή του δεν ήξερε διόλου από άτακτο ασκέρι. Ο Γιάννης Νοταράς είχε αναλάβει το κέντρο της ελληνικής παράταξης. Στο μεταξύ όμως το ισχυρό Οθωμανικό ιππικό του Κιουταχή παρακολουθούσε τις κινήσεις τους, από σημείο καλά κρυμμένο. Η τακτική επίθεσης ήταν λανθασμένη και οδήγησε τους Έλληνες να πέσουν στην περίτεχνη ενέδρα των Οθωμανών, που με 800 ιππείς και 400 πεζούς στην κοίτη του Ιλισού ποταμού (όρια σημερινού Μοσχάτου), παραμόνευαν αθέατοι, τους αμέριμνους Έλληνες να πλησιάσουν.
Σε απόσταση μόλις εκατό μέτρων οι Τούρκοι έκαναν επέλαση κατά των αμέριμνων και αφύλακτων πεζοπόρων Ελλήνων! Επρόκειτο για κανονική σφαγή. Τους ρίχθηκαν όμως οι Ντελήδες, το τουρκικό δηλαδή ιππικό και τους μακέλεψαν. Πιάσανε πολλούς Έλληνες αιχμαλώτους ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Ιωάννης Νοταράς που αψηφώντας τον κίνδυνο έμεινε να πολεμάει πάνω στο άλογο μέχρι τέλους. Μια μαρτυρία λέει πως κείνη την μέρα ο Νοταράς δούλευε το σπαθί του και χτυπούσε τους Τούρκους μια στα δεξιά του και μια στα αριστερά του που άκουγαν οι άλλοι τα χτυπήματα όμοια με του ξυλοκόπου. Αυτή η μαρτυρία θα γίνει αργότερα στίχος στο δημοτικό μας τραγούδι
“Δεν είναι καιρός για ντουφεκιές!
τραβάτε τα σπαθιά σας!
Για ιδέτε πέρα εκεί το Κάστρο της Αθήνας!
Εκεί θα πάμε σήμερα πριν έρθει μεσημέρι”.
Όμως οι Ντελήδες τον κύκλωσαν και κατάφεραν να τον πιάσουν ζωντανό. Ήταν η πιο ολοσχερής ήττα που υπέστησαν οι Έλληνες σε όλη την διάρκεια της πολιορκίας της Ακροπόλεως.
Χίλιοι πεντακόσιοι (1.500) άνδρες χάθηκαν, διακόσιοι σαράντα (240) πιάστηκαν αιχμάλωτοι και στην συνέχεια αποκεφαλίσθηκαν, εκτός του Δημητρίου Καλλέργη που απελευθερώθηκε καταβάλλοντας ως λύτρα.
Από την ήττα αυτή οι Έλληνες αποθαρρύνθηκαν τόσο πολύ που διέταξαν την φρουρά της Ακροπόλεως να συνθηκολογήσει! Η ήττα αυτή οδήγησε επίσης και τον Ελληνικό στόλο να εγκαταλείψει την θαλάσσια κυριαρχία του και να συγκεντρωθεί στον Πόρο.
Η αιχμαλωσία του Γιαννάκη Νοταρά ήταν και η τελευταία πληροφορία που άκουσε η οικογένειά του για την τύχη του, από περιγραφές που μετέφεραν συναγωνιστές τους στην Κορινθία. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, μόνο ιστορίες αόριστες και εκδοχές. Οι Τούρκοι από την ολόχρυση φορεσιά του και τα περίτεχνα άρματά του κατάλαβαν πως ήταν Έλληνας στρατηγός. Θέλανε λοιπόν να τον πάνε ζωντανό στον Κιουταχή πασά για να λάβουν καλό μπαξίσι.
Η πρώτη εκδοχή έχει ως εξής
Άρχισαν να μαλώνουν μεταξύ τους για το ποιος θα τον πάρει αιχμάλωτο. Ο Νοταράς ύστερα από ανταλλαγές ύβρεων μεταξύ των Αλβανών έπεσε στα χέρια δύο εξ αυτών που τον έβαλαν στη μέση και κίνησαν να τον παραδώσουν για να πάρουν την αμοιβή. Όπως κρατούσαν τον Νοταρά από τα ρούχα λέγεται πως άνοιξε το πουκάμισό του και φάνηκε ο χρυσός σταυρός που κρεμόταν με αλυσίδα από τον λαιμό του. Οι Αλβανοί είδαν να λαμποκοπάει το χρυσάφι και θαμπώθηκαν. Πριν προλάβει να τον αρπάξει το χέρι του ενός, τον είχε αρπάξει το χέρι του δευτέρου. Οι δύο Αλβανοί μάλωναν για ώρα για τον σταυρό που κατάφερε να αρπάξει ο ένας από τον άλλον. Φτάσανε σε κάποιο ξεροπήγαδο κοντά στους Άγιους Θεοδώρους στη σημερινή Αμφιθέα. Εκεί Τούρκοι και Αλβανοί μάζευαν τους Έλληνες αιχμαλώτους εκείνης της ημέρας. Τους έσφαζαν έχοντας τα χέρια των αιχμαλώτων δεμένα πισθάγκωνα και τα πτώματα τα πετούσανε μέσα σε ένα ξεροπήγαδο. Εκεί στάθηκαν και οι δύο Αλβανοί με το αιχμάλωτο αρχοντόπουλο. Εξακολουθούσαν ακόμα και εκεί να διαπληκτίζονται μεταξύ τους. Κάποια στιγμή ο Αλβανός που δεν είχε αρπάξει τίποτα πρότεινε στον άλλο.
– “Γιατί μαλώνουμε μεταξύ μας για έναν χρυσό σταυρό; Ας σκοτώσουμε τον ραγιά να του πάρουμε τα ακριβά ρούχα που φοράει, που σε αξία είναι μεγαλύτερη από το μπαξίσι του Πασά”.
Με μιας, άδειασαν τα κουμπούρια τους πάνω στον άτυχο Νοταρά και στη συνέχεια πέταξαν το σώμα του στο ξεροπήγαδο της Αμφιθέας.
Υπάρχει όμως μια δεύτερη εκδοχή
Οι δύο Αλβανοί έφτασαν στο πηγάδι της Αμφιθέας αλλά κάποιος τρίτος Τούρκος τους πλησίασε με ζήλια λέγοντας πόσο πολύτιμο αιχμάλωτο είχαν πιάσει. Καθώς οι δύο Αλβανοί δεν του έδιναν σημασία, ο Τούρκος πήγε πίσω από τον Νοταρά και με το σπαθί του τον σκότωσε. Τότε πολλοί Τούρκοι και Αλβανοί έπεσαν πάνω στο άψυχο σώμα για να πάρουν τα χρυσοκέντητα ρούχα. Έφτασαν στο τέλος να μαλώνουν με τα σπαθιά στα χέρια για την μοιρασιά. Οι Τούρκοι συμφώνησαν τελικά με τους Αλβανούς να μην πάρει κανένας τα ρούχα του Νοταρά παρά πέταξαν το σώμα του μέσα στο πηγάδι, εκεί όπου βρίσκονταν και άλλοι νεκροί Έλληνες.
Εκείνο το πηγάδι ο λαός το αποκαλούσε για χρόνια αργότερα «πηγάδι των στεναγμών» ή “πηγάδι των σκοτωμένων” διότι υπήρχε μια φήμη που ήθελε τις νύχτες να ακούγονται φωνές που προκαλούσαν τρομάρα στους περαστικούς. Η αλήθεια ήταν ότι το ξεροπήγαδο συγκοινωνούσε με ένα άλλο γειτονικό. Ο αέρας που περνούσε από το ένα στο άλλο σχημάτιζε ρεύμα κι έκανε ήχο που έμοιαζε με στεναγμό. Ο κόσμος όμως τα πρώτα χρόνια μετά τους σκοτωμούς της επανάστασης που γνώριζε την ιστορία του τόπου του, πίστευε πως ο ήχος αυτός ερχόταν από τους σκοτωμένους.
Υπάρχει όμως και μια τρίτη εκδοχή της ιστορίας
Οι δύο Αλβανοί που έπιασαν αιχμάλωτο τον Νοταρά τον πήγαν αλυσοδεμένο στον Κιουταχή, στη σκηνή του όπου έλαβαν μπαξίσι γερό. Σαν τον είδε καλοντυμένο ο Κιουταχής κατάλαβε ότι θα ήταν κάποιος από τους Έλληνες στρατηγούς. Ο Κιουταχής τότε του απηύθυνε τον λόγο για να μάθει ποιος ήταν. Ο Νοταράς απαντούσε άφοβα σε όλες τις ερωτήσεις του καθώς γνώριζε ότι το τέλος του πλησίαζε. Έτσι τόσο ο Κιουταχής όπως και όλοι οι υπόλοιποι μπέηδες και οι αγάδες που βρίσκονταν τη στιγμή εκείνη στη σκηνή έμαθαν ότι ο αιχμάλωτος ήταν ο Γιαννάκης Νοταράς, το αρχοντόπουλο του Μοριά. Το πιο πιθανό λοιπόν ήταν ότι κάποιος από τους παριστάμενους αγάδες τον αναγνώρισε και κατάλαβε ότι θα μπορούσε να εισπράξει μεγάλα ποσά λύτρων από τον θείο του Πανούτσο. Εκείνος ο αγάς λοιπόν ζήτησε από τον Κιουταχή να του τον δώσει τάχα για δούλο για να εργάζεται στα τσιφλίκια. Ο Κιουταχής τότε γύρισε και του είπε ότι είχε ορκιστεί στον Αλλάχ να ματώνει τα γιαταγάνια του πάνω στους Έλληνες. Τότε ο μπέης πήγε κοντά του και αφού ζήτησε ένα από τα σπαθιά του Κιουταχή πλησίασε τον Ιωάννη Νοταρά και με ένα χτύπημα του έκοψε το δεξί του αυτί.
– «Ορίστε πασά μου» είπε ο αγάς «ο όρκος σου ξεπληρώθηκε. Το σπαθί σου ματώθηκε από το αίμα του ραγιά».
Λέγεται τότε πως πραγματικά ο Κιουταχής δέχθηκε και προσέφερε για δούλο τον Νοταρά. Αυτή η εκδοχή έγινε η πλέον αποδεκτή στον Μοριά για χρόνια, ίσως διότι κανείς δεν ήθελε να πιστέψει τον θάνατό του. Για αυτό και οι στίχοι δημοτικού τραγουδιού μιλούσαν για “σκλαβιά του λεβέντη”.
«Θεέ μου και τι νάγινε ο στρατηγός της Κόρθος;
Ούδε στην Κόρθο φαίνεται, ούδε στον Πεντεσκούφη.
Δεν κλαις καημένε Νοταρά με τον λεβέντη πούχες;
Σκλάβωσαν τ΄αρχοντόπουλο τον αρχηγό της Κόρθος»
Ωστόσο τα ίχνη του Γιαννάκη Νοταρά εξαφανίστηκαν. Κανείς δεν ζήτησε λύτρα από τον θείο του Πανούτσο, που μάταια περίμενε για χρόνια τα μαντάτα του.
Να πέθανε άραγε; Να τον σκότωσαν αργότερα; Κανείς με σιγουριά δεν έμαθε.
Η αναζήτηση του χαμένου Γιαννάκη Νοταρά
Η οικογένεια των Νοταραίων όμως καρτερούσε υπομονετικά να ακούσει τα μαντάτα για την τύχη του παιδιού τους. Να βρισκόταν τάχα στο ξεροπήγαδο σκοτωμένος μαζί με τους άλλους Έλληνες ή να ζούσε δούλος στα τσιφλίκια κάποιου μπέη; Ο θείος του ο Πανούτσος που ήταν πλούσιος έταζε μεγάλα χαρίσματα σε εκείνον που θα του έδινε πληροφορίες για το χαμένο ανιψιό του. Μα κανένας δεν βρέθηκε και το μαρτύριο συνεχιζόταν για χρόνια. Ακόμα και το 1845 περίμεναν νέα του καθώς εκείνη τη χρονιά έφτασε με το ατμόπλοιο στον Πειραιά από την Οδησσό μια επιστολή. Με αυτή γινόταν γνωστό ότι κάποιος Έλληνας συστήθηκε στις φυλακές της Οδησσού ως υιός Νοταρά περιγράφοντας στη συνέχεια την χρόνια αιχμαλωσία του. Ότι κατάφερε να δραπετεύσει και με Αρμενικό όνομα έφτασε στην Ρωσία όπου συνελήφθη διότι είχε παραβεί τους υγειονομικούς κανονισμούς. Η επιστολή αυτή είχε γραφτεί στην Οδησσό από τον γιο του Στρατηγού Ρεβελιότη όπου ζούσε εκεί. Μάλιστα ο Ρεβελιότης παρέθετε και στοιχεία από τη ζωή του εμφανιζόμενου ως Γιάννη Νοταρά τα οποία αποδείκνυαν ότι ήταν αυτός! Η οικογένεια ανταποκρίθηκε και έστειλε άνθρωπο δικό της στην Οδησσό για να τον συναντήσει. Ωστόσο τίποτε δεν έγινε γνωστό στη συνέχεια.
Ένα τάξιμο και ένας συμπολεμιστής από τον Πειραιά γράφουν τη συνέχεια…
Όταν πέρασε πλέον πολύς καιρός τότε μόνο όλοι κατάλαβαν πως το νεαρό αρχοντόπουλο, ο Γιαννάκης Νοταράς, δεν ζούσε πια. Όσο για την Πηνελόπη Καραϊσκάκη που καρτερικά περίμενε τον Γιαννάκη να εμφανιστεί και εκτελεστεί το τάξιμο του πατέρα της Γεωργίου Καραϊσκάκη, την νυμφεύθηκε τελικά ο αδελφός του Γιάννη Νοταρά, ο Αντρίκος!
Υπήρχε ακόμα όμως για γυναίκα που τον περίμενε για χρόνια.
Η πανέμορφη Σοφία Ρέντη που για χάρη της ο Γιαννάκης κάποτε προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο στον Μοριά πολεμώντας τον ξάδελφό του Παναγιωτάκη Νοταρά για το ποιος θα την κερδίσει. Για χάρη της είχε καταστραφεί το Σοφικό! Αυτή η Σοφία Ρέντη καθώς επίσης περίμενε με προσμονή την επιστροφή του, έλαβε είδηση για το θάνατό του που όμως τίθεται σε αμφιβολία. Ένας άλλος επιζών του Πειραιά, ο Δημήτρης Καλλέργης, που είχε συλληφθεί όπως ο Γιάννης Νοταράς αλλά είχε καταβάλει λύτρα και είχε αφεθεί ελεύθερος, παρουσιάστηκε μπροστά της, λέγοντάς της ότι είδε τον συμπολεμιστή του Γιάννη Νοταρά να πέφτει νεκρός στο Φάληρο. Όμως η μαρτυρία του δεν ήταν αξιόπιστη, διότι σκοπός του Δημήτρη Καλλέργη ήταν να την πείσει την Σοφία Ρέντη να τον παντρευτεί! Για να το καταφέρει έπρεπε να θέσει ένα τέλος στην αναμονή της ώστε να ανοίξει ο δρόμος ο δικός του. Όπως και πραγματικά έγινε! Ο Δημήτρης Καλλέργης έγινε τελικώς ο άνδρας της Σοφίας Ρέντη παίρνοντας τη θέση του φίλου του Γιαννάκη Νοταρά.
Υπάρχει ένα δημοτικό τραγούδι για τον Γιαννάκη Νοταρά ηρωικό και πένθιμο συνάμα. Σύμφωνα με αυτό αφού τα χρόνια πέρασαν και μαντάτα κανείς δεν έλαβε για την τύχη του, το αρχοντόπουλο δεν έγινε σκλάβος, ούτε θανατώθηκε αργότερα, παρά έπεσε από βόλι εχθρικό στη μάχη όπως στους ήρωες αρμόζει. Το σώμα του δεν βρέθηκε όπως και του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου διότι “άνοιξε η γη και χάθηκε και πάει δεν εφάνη!”.
-
Πολυτεχνείο: Πολιτικές τελετουργίες ή το τραπέζι του Ινδιάνου
1 εβδομάδα ΠΡΙΝ -
Κράτα σημειώσεις πως κερδάνε εκλογές, άχαστε
3 εβδομάδες ΠΡΙΝ -
Προφήτες της καταστροφής, σπεκουλαδόροι της συμφοράς
3 εβδομάδες ΠΡΙΝ -
Οι Τόρις είναι συντηρητικοί, όχι τραμπικοί ρατσιστές
3 εβδομάδες ΠΡΙΝ -
Τελικά έκανε παρέλαση ή όχι ο Αλόνσο;
4 εβδομάδες ΠΡΙΝ