- emo.gr
- Ιστορία
- Ποιος εκτιμούσε τον Τρικούπη ως πολιτικό ενώ τον αντιπαθούσε βαθύτατα ως άνθρωπο
κινδύνευσε ως άμαχος από τον Ιμπραήμ και ως πολεμιστής από τους Τούρκους
Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος από την Έξω Μάνη γεννήθηκε το 1815 ως Αλέξανδρος Κουμουνδουράκης στο χωριό Γαρμπελιά Δήμου Άβιας – Οιτύλου από επιφανή οικογένεια της περιοχής: ήταν γιος του γνωστού αγωνιστή της Ελληνικής Επανάστασης, Σπυρίδωνος Κουμουνδουράκη, έπαρχου αργότερα του Πύργου.
Έζησε ως παιδί τον ελληνικό ξεσηκωμό, ενώ παραλίγο να αιχμαλωτιστεί από τις δυνάμεις του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.
Ο μεγάλος πολιτικός άνδρας του 19ου αιώνα, έγινε δυο φορές Πρόεδρος της Βουλής, δεκαεπτά Υπουργός και δέκα φορές Πρωθυπουργός (ανεπανάληπτο ρεκόρ για τη νεοελληνική Ιστορία)!
Γνώρισε τιμές -διαβάζουμε στις πηγές- και απέκτησε τεράστια δύναμη και ισχύ, δέχτηκε άδικες κατηγορίες, αντιμετώπισε ίντριγκες και ενεπλάκη σε σφοδρές συγκρούσεις, του καταλογίστηκαν λάθη που έκαναν άλλοι, συνάντησε άφθονη την αγνωμοσύνη…
Η κορυφαία ίσως πολιτική προσωπικότητα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα (κάποιοι αντιπαραθέτουν τον Χαρίλαο Τρικούπη, ο οποίος πτώχευσε τη χώρα με το φιλόδοξο πρόγραμμα δημιουργίας υποδομών), μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρώτος Έλληνας πολιτικός που είχε βαθύτατη κοινοβουλευτική συνείδηση.
Αξίωνε η κυβέρνησή του να στηρίζεται στην πλειοψηφία των βουλευτών και γι’ αυτό η κοινοβουλευτική του παρουσία προσπαθούσε να πείσει και όχι να δελεάσει ή να εκφοβίσει, όπως συνήθιζαν τότε οι πολιτικοί.
Σεβόταν απεριόριστα τους δημοκρατικούς θεσμούς και τηρούσε με θρησκευτική ευλάβεια όλους τους κοινοβουλευτικούς κανόνες, μη βγαίνοντας ποτέ έξω από το συνταγματικό πλαίσιο νομιμότητας.
Ο Κουμουνδούρος διέθετε -λένε οι βιογράφοι του- όλες τις αρετές που πρέπει να απαρτίζουν έναν κοινοβουλευτικό άνδρα: ψυχραιμία, ανεξικακία, ελαστικότητα, προσαρμοστικότητα, καλή διάθεση, ευγένεια στους τρόπους, επιμέλεια, εργατικότητα, επιμονή, υπομονή και πραότητα.
Λέγεται ότι δε θύμωνε ποτέ, δημόσια τουλάχιστον και δε στενοχώρησε σχεδόν κανέναν, γι’ αυτό και οι σύγχρονοί του τον χαρακτήριζαν «άνθρωπο γλυκύτατο».
Ο Κουμουνδούρος έγινε ο κύριος εκφραστής των κοινωνικών διεκδικήσεων του λαού ως ο ηγέτης του εκσυγχρονιστικού ρεύματος μετά το 1862.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1850, άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο φανερή η καθολική λαϊκή δυσαρέσκεια τόσο για την οικονομική δυσπραγία όσο και τη δυσλειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Ο εξαθλιωμένος κόσμος ζητούσε ελεύθερες εκλογές, φορολογικές μεταρρυθμίσεις για την ελάφρυνση των αγροτικών και χαμηλών εισοδηματικών τάξεων, κρατικές επενδύσεις σε έργα υποδομής, ίδρυση αγροτικών τραπεζών και λιγότερη γραφειοκρατία (πάγιο αίτημα πάνω από 150 χρόνια!) και ο Κουμουνδούρος έγινε η επίσημη λαϊκή φωνή στο ελληνικό Κοινοβούλιο.
Τα εκσυγχρονιστικά και λαϊκά αιτήματα σφυρηλάτησαν την πολιτική ατζέντα του μεγάλου ανδρός, ο οποίος με όπλο την εργατικότητα και τον απεριόριστο σεβασμό στους κοινοβουλευτικούς του αντιπάλους, προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να πάει τη χώρα μερικά βήματα παρακάτω.
Μετά το πετυχημένο τέλος του εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα, ο νεαρός Αλέξανδρος μετακινείται στο Ναύπλιο για να ολοκληρώσει τις σχολικές του υποχρεώσεις και αμέσως μετά το πέρας των γυμνασιακών σπουδών θα βρεθεί φοιτητής στη νομική σχολή του νεοϊδρυθέντος Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1841 διέκοψε μάλιστα τις σπουδές του για να πάρει μέρος στην Κρητική Επανάσταση ως επικεφαλής του σώματος των Λακώνων εθελοντών (φοιτητές και νεαροί επιστήμονες όλοι), παρά το γεγονός ότι θεωρούσε την εξέγερση στρατιωτικά μάταιη.
Στην Κρήτη κινδύνευσε για άλλη μια φορά να πέσει στα χέρια του τούρκου κατακτητή συμπολεμώντας με τους επαναστατημένους Κρήτες (Μάχη του Αποκορώνου).
Έπειτα από την τραγική κατάληξη του αγώνα της Κρήτης, επιστρέφει στην Αθήνα, παίρνει το πτυχίο του και ασκεί τη δικηγορία τόσο στην Αθήνα όσο και την Καλαμάτα. Εκεί είναι που θα παντρευτεί την Αικατερίνη Μαυρομιχάλη, κόρη της γνωστής μανιάτικης οικογένειας, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά. Το 1847 διορίστηκε αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών Καλαμάτας, αν και η λαμπρή καριέρα που διαφαινόταν στον δικαστικό κλάδο έμελλε να αποδειχθεί βραχύβια (παρέμεινε στη θέση του μόλις τρία χρόνια), καθώς εντωμεταξύ τον είχε κερδίσει η πολιτική, έχοντας ήδη θητεύσει γραμματέας στον Θεόδωρο Γρίβα.
Ήταν το 1850 όταν εκλέχτηκε για πρώτη φορά πληρεξούσιος (βουλευτής) Μεσσηνίας, μια θέση που θα κρατούσε αδιαλείπτως μέχρι τον θάνατό του (με μοναδική εξαίρεση τη διετία 1868-1869, δεκατέσσερις μήνες όλους κι όλους εκτός Βουλής δηλαδή): τέσσερις φορές βουλευτής επί Όθωνα (1850-1860) και συνεχώς επί Γεωργίου Α’!
Για τις κοινοβουλευτικές ανάγκες άλλαξε μάλιστα το επίθετό του σε Κουμουνδούρος.
Πρώτος σταθμός στα μεγάλα σαλόνια της πολιτικής θα είναι το 1855, όταν διετέλεσε για πρώτη φορά Πρόεδρος της Βουλής και έναν χρόνο αργότερα έγινε υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση του Βούλγαρη (Ιούλιος 1856), με τον οποίο θα ερχόταν αργότερα σε ολομέτωπη σύγκρουση: ο Κουμουνδούρος εκτιμούσε απόλυτα την οξύνοια του Βούλγαρη και την πατριαρχική νοοτροπία του, αλλά δεν δεχόταν καθόλου τον αυταρχισμό της διακυβέρνησής του.
Από την αρχή της πολιτικής του καριέρας διακρίθηκε για τη ρητορεία και τη μετριοπάθειά του. Οι αγορεύσεις του στη Βουλή, ιδίως σε θέματα οικονομίας και εσωτερικής διοίκησης, τον καθιέρωσαν αμέσως ως δεινό ρήτορα και αποκρυστάλλωσαν την κοινοβουλευτική του φήμη. Το 1856 χρημάτισε υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Βούλγαρη και στην επόμενη κυβέρνηση Μιαούλη (Νοέμβριος 1857), ο Κουμουνδούρος συνέχισε να κρατά το χαρτοφυλάκιο της οικονομίας. Πέρασε βέβαια από πολλά ακόμα υπουργεία σε μετέπειτα κυβερνήσεις, διατελώντας υπουργός Δικαιοσύνης (1862), Παιδείας και Εκκλησιαστικών (1864), αλλά και Εσωτερικών (1864-1865, αλλά και μετέπειτα, το 1877).
Σφοδρός πολέμιος της βασιλείας, δεν έκρυβε ποτέ τη δυσαρέσκειά του τόσο για την κατάφωρη εμπλοκή των ξένων δυνάμεων στην εσωτερική σκηνή της Ελλάδας όσο και για τα έργα του βασιλιά. Μετά την έξωση λοιπόν του Όθωνα το 1862, ο Κουμουνδούρος αναλαμβάνει το υπουργείο Δικαιοσύνης και με όπλα την παροιμιώδη μετριοπάθεια και την αποφασιστικότητά του συμβάλει τα μέγιστα στην εμπέδωση της τάξης και της νομιμότητας.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1864, όταν έγινε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του στην οδό Σταδίου, έξω ακριβώς από την είσοδο της Παλαιάς Βουλής). Ο Κουμουνδούρος επιβιώνει της φονικής απόπειρας και απτόητος ιδρύει την επόμενη χρονιά τον δικό του αντιπολιτευτικό όμιλο με εκσυγχρονιστική κατά βάση ατζέντα: το Κουμουνδουρικό Κόμμα.
Στις εκλογές του Μαρτίου 1865 ανέλαβε για πρώτη φορά την πρωθυπουργία της χώρας, συσπειρώνοντας στο κόμμα του φερέλπιδες πολιτικούς, όπως ο Χαρίλαος Τρικούπης και ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, με τους οποίους θα ερχόταν αργότερα σε ρήξη (έχει αξία να θυμίσουμε πως τον Τρικούπη τον εκτιμούσε ως πολιτικό αλλά τον αντιπαθούσε βαθύτατα ως άνθρωπο). Ακολούθησαν εννέα ακόμη πρωθυπουργικοί θώκοι, συνολικής θητείας 7 1/2 ετών, ως το 1882, οπότε και αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική δράση όταν δεν πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, έπειτα μάλιστα από τον μεγαλύτερο θρίαμβό του στη διπλωματική σκακιέρα!
Τόσο ως υπουργός όσο και ως πρωθυπουργός, ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος κατάφερε να εξασφαλίσει στο ακέραιο τα συμφέροντα της Ελλάδας, με όπλα τη μετριοπαθή του στάση, την ψυχραιμία, την κομψή διπλωματία αλλά και την εξαιρετική τόλμη του όταν χρειαζόταν.
Πρώτη μεγάλη επιτυχία του στον διεθνή στίβο ήταν το 1866, όταν ξεπέρασε με επιτυχία τον σκόπελο του Κρητικού Ζητήματος, καθώς δεν υποτάχθηκε στις απαιτήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων που ήθελαν η Ελλάδα να παρασυρθεί σε πόλεμο με την Τουρκία.
Πίστευε ακράδαντα ότι μια φιλοπόλεμη πολιτική δεν θα ωφελούσε σε τίποτα τη χώρα μας, από τη στιγμή που ήταν εντελώς ανέτοιμη για πόλεμο.
Διαχρονικό πάντως σημείο αναφοράς για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας έγινε ο Κουμουνδούρος το 1881, όταν πέτυχε την αναίμακτη προσάρτηση ελληνικών εδαφών στο νεοσύστατο ελλαδικό κρατίδιο! Ως επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας, ο Κουμουνδούρος ανάγκασε έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις που κράτησαν περισσότερο από έναν χρόνο τον τούρκο κατακτητή να αποχωρήσει ειρηνικά από ελληνικά εδάφη, παραχωρώντας έτσι χωρίς πόλεμο στη χώρα μας τη Θεσσαλία και την Άρτα. Κανείς άλλος πολιτικός δεν μπορεί να περηφανευτεί για μια αντίστοιχου μεγέθους εθνική επιτυχία.
Για το μεγαλύτερο επίτευγμά του στην εξωτερική πολιτική, η ειρηνική προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας, χρειάστηκε να απειλήσει την Τουρκία με πόλεμο, όταν η διπλωματική λύση φαινόταν να αποτυγχάνει. Αλλά και στο εσωτερικό της χώρας το έργο του λογίζεται τιτάνιο: ρύθμισε εκ νέου τη φορολογία ώστε να γίνει δικαιότερη προς τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα, αναδιοργάνωσε εκ βάθρων και εξόπλισε τον στρατό και ξαναμοίρασε τη γη προς όφελος των ακτημόνων αγροτών (αναδιανομή 2.650.000 στρεμμάτων γης).
Με όπλα τις προοδευτικές ιδέες αλλά και τον πολιτικό ρεαλισμό, ο Κουμουνδούρος τακτοποίησε πολλά εσωτερικά εκκρεμή ζητήματα, μέσα σε κλίμα μάλιστα σφοδρών εσωτερικών διαξιφισμών αλλά και με την οικονομία σε μαύρο χάλι. Θέσπισε τον νόμο «Περί Ευθύνης Υπουργών», με τον οποίο παραπέμφθηκαν αμέσως σε ειδικό δικαστήριο υπουργοί της κυβέρνησης Βούλγαρη (1877) με την κατηγορία της πλαστογραφίας και της αντιποίησης αρχής (τα λεγόμενα «Σιμωνιακά»).
Ταυτοχρόνως, αποφάσισε να αντιπαρατεθεί δραστικά με τη ληστεία που λυμαινόταν στεριά και θάλασσα, μην έχοντας ωστόσο εκδικητική διάθεση: με τον νόμο του 1871 «Περί Ληστείας», εκτονώνει την αφόρητη κατάσταση (όπως η απαγωγή του πρωθυπουργού Σωτήριου Σωτηρακόπουλου τον Ιούνιο του 1866 και η Σφαγή στο Δήλεσι), δίνοντας αμνηστία σε εκατό λήσταρχους ώστε να πολεμήσουν στην Κρήτη.
Τέλος, το 1877 πήρε άλλο ένα ριζοσπαστικό μέτρο, ήτοι την αλλαγή του εκλογικού νόμου δίνοντας πλέον καθολικό δικαίωμα ψήφου σε όλους τους άντρες της Ελλάδας.
Η αποτελεσματική διαχείριση κρίσιμων και ευαίσθητων εθνικών θεμάτων με διορατικότητα και ελάχιστες απώλειες, οι προοδευτικές δημοκρατικές του ιδέες, το ειρηνικό πνεύμα και η διπλωματία της εξωτερικής του πολιτικής καθιέρωσαν τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο ως τον πρώτο ίσως Έλληνα πολιτικό που προσπάθησε να εφαρμόσει πραγματική δημοκρατία στη μετεπαναστατική Ελλάδα.
Ο Κουμουνδούρος επιδόθηκε επίσης σε τιτάνιο αγώνα για την ενοποίηση και διασύνδεση του ελλαδικού χώρου, καθώς οι μεταφορές την εποχή εκείνη ήταν προβληματικές και γίνονταν κυρίως δια θαλάσσης, ενώ τα νησιά και ιδίως η Σύρος αποτελούσαν αξιόλογα οικονομικά κέντρα, χωρίς να υπάρχει καν η λέξη τουρισμός.
Ο σπουδαίος πολιτικός κύκλος του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου κλείνει οριστικά τον Μάρτιο του 1882, όταν δεν έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή παρά τον διπλωματικό του θρίαμβο με την προσάρτηση Θεσσαλίας και Άρτας. Ο παλιός προστατευόμενός του Χαρίλαος Τρικούπης και άλλοι βουλευτές τον κατηγόρησαν μάλιστα ότι «δεν κατόρθωσε να προσαρτήσει όλη την Ήπειρο»!
Λαϊκισμός στο έπακρο από τον Χαρίλαο, που έχει μείνει στην ιστορία ως εκσυγχρονιστής. Θα νιώσει κι αυτός τη γλύκα της λυσσώδους επίθεσης του λαϊκισμού, από τον μετρ του είδους Δηλιγιάννη.
Απεβίωσε λίγο αργότερα στην Αθήνα σε ηλικία 68 ετών. Λένε πως συμβολή στην πολιτική, αλλά και τη φυσική του εξόντωση, είχε το σκάνδαλο με τον ταμία Θηβών.
Είχε αποκτήσει 3 παιδιά τους: Κωνσταντίνο, υποστράτηγο βουλευτή και Πρόεδρο της Βουλής, Σπυρίδωνα, βουλευτή, υπουργό Ναυτικών, και Όλγα, παντρεμένη με τον εφοπλιστή Εμπειρίκο. Εγγονός του ήταν ο Αλέξανδρος Εμπειρίκος – Κουμουνδούρος. Διέθετε μεγάλες εκτάσεις στην Αττική και συγκεκριμένα στη λίμνη Κουμουνδούρου αλλά και μια έπαυλη στην Τροιζήνα, όπου μεταξύ άλλων φιλοξενήθηκαν οι βασιλείς Γεώργιος Α’ και Όλγα.
Η έπαυλη βρίσκεται σε ένα τεράστιο κτήμα που φτάνει ως τον Άγιο Παντελεήμονα και τη Μονή Αγίου Δημητρίου, σήμερα δε, βρίσκεται στην κατοχή του Γιώργου Στ. Κλάδου. Στις δόξες της, η έπαυλη είχε πιάνα κι άλλα αριστοκρατικά για την εποχή αντικείμενα.
Επίσης ανιψιά του ήταν η Αικατερίνη Μυσιρλή, μητέρα του Αλέξανδρου Κορυζή.
Ο Δήμος Αθηναίων τίμησε την κορυφαία πολιτική προσωπικότητα του καιρού του μετονομάζοντας το 1884 την πλατεία πλησίον της οικίας του στην οδό Πειραιώς σε Πλατεία Κουμουνδούρου.
Το επίσημο όνομα της πλατείας είναι πλατεία Ελευθερίας, αλλά όλοι την ξέρουν Κουμουνδούρου. Όπως και τη λίμνη που δοκιμάζει τις μύτες των διερχόμενων από την Εθνική Αθηνών-Κορίνθου ακριβώς μετά τον Σκαραμαγκά.
Τα επιτεύγματα και η θητεία του φτάνουν για να καλύψουν δέκα αξιομνημόνευτες πολιτικές καριέρες. Ένας άνθρωπος, που κινδύνευσε ως άμαχος από τον Ιμπραήμ και ως πολεμιστής από τους Τούρκους, που θήτευσε διαρκώς σε Υπουργεία, που έγινε δέκα φορές Πρωθυπουργός, ενώ μεγάλωσε την Ελλάδα αναίμακτα, που μοίρασε γη στους ακτήμονες, θέσπισε Νόμο περί ευθύνης Υπουργών, έδωσε καθολικό δικαίωμα ψήφου στους άντρες, διασώζεται ως όνομα μιας και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τα γραφεία του στην ομώνυμη πλατεία.
-
Νοεμβριανά: Όταν οι επίστρατοι κέρδισαν τη μάχη, αλλά έχασαν τον πόλεμο!
9 ώρες 8 λεπτά ΠΡΙΝ -
Τα σημάδια της άτυπης κατάθλιψης
14 ώρες 15 λεπτά ΠΡΙΝ -
“Πρέπει να τελειώνουμε με τον Μούσκο”
21 ώρες 32 λεπτά ΠΡΙΝ -
Αξιωματικοί Αντιπολίτευσης
6 ημέρες ΠΡΙΝ -
Ψίθυροι καρδιάς
6 ημέρες ΠΡΙΝ