• emo.gr
  • Slider
  • Το τελευταίο αίμα: Υψηλάντης ξεκίνησε την Επανάσταση, Υψηλάντης την τελείωσε!
Το τελευταίο αίμα: Υψηλάντης ξεκίνησε την Επανάσταση, Υψηλάντης την τελείωσε!

Μισθοί, αναθέματα και βέβαια -με τη Στερεά να κρέμεται σε μια κλωστή- Αντιπολίτευση!

Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 16ης Νοεμβρίου 1828,  η Πελοπόννησος και οι Κυκλάδες θα έμπαιναν κάτω από την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων, μέχρι να αποφασιστεί οριστικά η τύχη της Ελλάδας με τη συγκατάθεση της Υψηλής Πύλης, η οποία συζητούσε μόνο για αυτονομία και φόρου υποτέλεια και όχι ασφαλώς Ανεξαρτησία.

Άρα ο κίνδυνος το ελληνικό κράτος να περιοριστεί μόνο στην Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες ήταν υπαρκτός. Ο Καποδίστριας είχε ήδη στείλει ισχυρές δυνάμεις στη Στερεά Ελλάδα για να την απαλλάξει από την τουρκική κυριαρχία και να τη συμπεριλάβει στο νέο κράτος.

Έτσι όταν θα ερχόταν η ώρα για την οριστική Συνθήκη Ανεξαρτησίας, ο Κυβερνήτης θα έθετε τις Μεγάλες Δυνάμεις προ τετελεσμένων.

Στη Δυτική Στερεά οι ελληνικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον Ρίτσαρντ Τσορτς, κατέλαβαν τη Βόνιτσα, την Αμφιλοχία και τη Ναύπακτο και στις αρχές Μαΐου 1829 το Μεσολόγγι, κάτι που προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού στην Ελλάδα και  αίσθηση στο εξωτερικό.
Στις 22 Μαρτίου 1829 ήλθε το νέο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, όπου αναγνωριζόταν αυτόνομο ελληνικό κράτος με βόρειο σύνορο τη γραμμή Παγασητικού – Αμβρακικού. Ένας ειδικός όρος υπήρξε μεγάλο αγκάθι: Έπρεπε να τερματιστούν οι εχθροπραξίες και να αποχωρήσουν άμεσα οι ελληνικές δυνάμεις από τη Στερεά!

Ο Καποδίστριας, αναμένοντας επικράτηση των Ρώσων στον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κέρδισε χρόνο δηλώνοντας στους πληρεξούσιους των Μεγάλων Δυνάμεων, πως οι πολεμιστές δεν ήταν τακτικό σώμα στρατού αλλά επαναστατημένοι ντόπιοι πληθυσμοί!
Έπρεπε όμως να υπάρξουν και στρατιωτικές επιτυχίες στο πεδίο της μάχης. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων στην Αττική, είχε κατορθώσει ως τις αρχές Μαΐου 1829, να εκδιώξει τους Τούρκους από όλα τα στρατηγικά σημεία της περιοχής, εκτός από την Αττική και τη Θήβα.

Στην Ανατολική Στερεά ο αγώνας ήταν πιο δύσκολος, καθώς οι Τούρκοι μπορούσαν να φέρουν εύκολα ενισχύσεις από το Ζητούνι (Λαμία) ή ακόμα κι από τη Λάρισα. Την Εύβοια, την κατείχε ο Ομέρ πασάς, ο οποίος μπορούσε ανά πάσα στιγμή να εκστρατεύσει εναντίον της Αττικής και της Βοιωτίας.  Ο Καποδίστριας, έδωσε εντολή στον Δ. Υψηλάντη, να στείλει 1.000 άνδρες  απέναντι από το κάστρο του της Χαλκίδας, στη βοιωτική πλευρά, για να εμποδίσουν τυχόν επιδρομές των Τούρκων της Εύβοιας στην Αττικοβοιωτία. Ο Υψηλάντης όμως, δεν υπάκουσε και, ενισχυμένος κι από το ιππικό του Χατζηχρήστου, επιχείρησε να καταλάβει την ερειπωμένη Θήβα. Η επιχείρηση αυτή που κράτησε αρκετούς μήνες και παραλίγο να αποβεί μοιραία για τα υπόλοιπα εδάφη που είχαν απελευθερωθεί ως τότε. Τελικά τη νύχτα της 18ης Μαΐου, κατέλαβε με 700 άνδρες τα ερείπια της Θήβας,

Μισθοί κι ανάθεμα!

Στο μεταξύ σταδιακά υπήρξε ένα διογκούμενο κύμα διαμαρτυρίας των Ελλήνων στρατιωτών, οι οποίοι διαμαρτύρονταν για την καθυστέρηση της καταβολής των μισθών τους και την ποιότητα του σιτηρέσιου.  Το γεγονός της καθυστέρησης της καταβολής των μισθών, το εκμεταλλεύθηκε και η αντιπολίτευση που διέδιδε ότι τα στρατεύματα της Δυτικής Στερεάς υπό τον Αυγουστίνο Καποδίστρια, είχαν πάρει μισθούς 6 μηνών!

Αυτό έκανε τον Υψηλάντη να διαμαρτυρηθεί έντονα στον Καποδίστρια (2 Αυγούστου). Ο Κυβερνήτης, κατέβαλε προσπάθειες για να λύσει τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί. Στις 7 Αυγούστου ενώ ο Δ. Υψηλάντης και υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του, βρισκόταν στη σκηνή του, πολλοί στρατιώτες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και συγκεντρώθηκαν εκεί. Άρχισαν να διαμαρτύρονται φωνάζοντας ότι οι αρχηγοί τους «δεν φροντίζουν δια τους μισθούς των, μόνο καταγίνονται εις ματαιοπονίας και συμβιβασμούς. Σύντομα, η αγανάκτηση γενικεύθηκε και οι στασιαστές έφερναν κι ένα Ευαγγέλιο στο οποίο ορκίζονταν, ενώ οι πέτρες του αναθέματος σχημάτισαν ένα μικρό λόφο!

Ο Υψηλάντης και οι συνεργάτες του αιφνιδιάστηκαν. Πριν προλάβουν να κάνουν οτιδήποτε, οι στρατιώτες είχαν διασκορπιστεί προς τον Κιθαιρώνα και την Ελευσίνα, εγκαταλείποντας κανόνια, εφόδια και, μερικοί, ακόμα και τα όπλα τους! Ο Υψηλάντης έξαλλος, δεν ήθελε να φύγει προτιμώντας να αιχμαλωτιστεί ή να σφαγεί από τους Τούρκους «προς καταισχύνην του στρατού». Οι επιτελείς του μετά βίας κατάφεραν να τον πείσουν να φύγει και «να σωθεί δια την αγάπην της πατρίδος». Ακολουθούμενος από τον Ιθακήσιο αγωνιστή Διονύσιο Ευμορφόπουλο, τον Βορειοηπειρώτη οπλαρχηγό Σπυρομήλιο και τον Στερεοελλαδίτη καπετάνιο Ιωάννη Ρούκη, έφτασε στον αυχένα της Κάζας στον Κιθαιρώνα, όπου κατόρθωσε να συγκρατήσει, 600-700 αξιωματικούς και στρατιώτες. Οι υπόλοιποι έτρεχαν προς τα Κούντουρα και τη Σαλαμίνα (στη Μονή Φανερωμένης βρισκόταν η έδρα του Γενικού Φροντιστηρίου) «υβρίζοντες και Κυβερνήτην και Στρατάρχην και Θεόν και Διάβολον».

Η διάλυση του στρατοπέδου του Υψηλάντη, είχε σαν αποτέλεσμα οι Δ’ και Ε’ χιλιαρχίες των Δυοβουνιώτη και Κριεζώτη καθώς και τα υπόλοιπα τμήματα του στρατοπέδου του Ανηφορίτη, να αναγκαστούν να αποχωρήσουν προς τη Λοκρίδα, ενώ δύο μέρες αργότερα η ΣΤ’ χιλιαρχία του Μαυροβουνιώτη υποχώρησε από τον Άγιο Ιωάννη της Χασιάς στην Ελευσίνα.

Οι Τούρκοι που κατείχαν θέσεις γύρω από τη Θήβα, δεν καταδίωξαν τους Έλληνες ίσως γιατί δεν αντιλήφθηκαν την πλήρη διάλυση του στρατοπέδου του Υψηλάντη.

Στο μεταξύ, η τουρκική διοίκηση στη Λάρισα, πήρε εντολή από την Πύλη, να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερα τμήματα τακτικού στρατού, ώστε να σταλούν στο μέτωπο του Ρωσοτουρκικού Πολέμου. Αυτό έπρεπε να γίνει, χωρίς να εγκαταλειφθούν οι τουρκικές θέσεις στη Στερεά Ελλάδα. Έτσι, στάλθηκε από τη Λάρισα στην Αθήνα ο Ασλάν μπέης Μουχουρδάρης, Τουρκαλβανός αρχηγός, επικεφαλής 1.500 ανδρών (κατά τον Τρικούπη) ή 4.000 ανδρών (κατά τον Κασομούλη).

Ήταν αρχές Σεπτεμβρίου 1829. Ο Ασλάν, βρίσκοντας αφύλακτες τις Θερμοπύλες, τις οποίες είχε εγκαταλείψει ο οπλαρχηγός Τσάνης Καρατάσος, προχώρησε από το Ζητούνι (Λαμία) προς τη Λιβαδειά και τη Θήβα και έφτασε ανενόχλητος στην Αθήνα.

Η είδηση της διάλυσης του στρατοπέδου της Θήβας και της καθόδου του Ασλάν μπέη στην Αθήνα, προκάλεσε μεγάλη ταραχή στους πληρεξούσιους της Δ’ Εθνικής Συνέλευσης του Άργους που μόλις είχε τελειώσει τις εργασίες της, ιδίως για την τύχη της Στερεάς

Ο Καποδίστριας, αντέδρασε άμεσα και ψύχραιμα. Έστειλε πρώτα στη Σαλαμίνα τον Ανδρέα Μεταξά, αρμόδιο επί των Στρατιωτικών του Γενικού Φροντιστηρίου για να εξετάσει την κατάσταση.  Του ζήτησε να μάθει τους πραγματικούς λόγους της «ανταρσίας» των στρατιωτών, να φροντίσει για την πληρωμή των μισθών μιας τριμηνίας και την καταβολή του σιτηρεσίου για έξι μήνες και να πείσει τον Δ. Υψηλάντη να ανασυντάξει το στράτευμα του.

Ο Ασλάν μπέης, μπήκε ανενόχλητος στην Αθήνα, ανεφοδίασε τη φρουρά της πόλης και συγκέντρωσε τα υπόλοιπα στρατιωτικά τμήματα της Αττικής για να τα οδηγήσει στη Λάρισα. Μπορεί οι ελληνικές δυνάμεις να είχαν διαλυθεί, ήταν όμως ουσιαστικά άθικτες και καθώς η βάση της Σαλαμίνας ήταν κοντά, ανασυντάχθηκαν γρήγορα. Επίσης, σύντομα, οι Δ’ και Ε’ χιλιαρχίες των Καρατάσου και Σκουρτανιώτη βρέθηκαν στα νώτα του και η Κεντρική Στερεά βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων.

Ο Υψηλάντης  ακολούθησε τον δρόμο από τα Βίλια και τη Δόμβραινα και οχυρώθηκε στο στενό του Ζεμενού και το Δίστομο όπου ήδη είχε φθάσει ο Σκουρτανιώτης. Παράλληλα, με αποστολή αγγελιοφόρων στις γύρω περιοχές όπου παρέμεναν αδρανείς αρκετοί πολεμιστές, κάνοντας εκκλήσεις στη φιλοτιμία και τον πατριωτισμό τους, τους ζητούσε να επιστρέψουν. Ταυτόχρονα, ο Κριεζώτης με την Ε’ Χιλιαρχία στρατοπέδευσε στο Στεβενίκο, ενώ όσοι είχαν καταφύγει στη Σαλαμίνα, αφού πληρώθηκαν ξεκίνησαν στις 13 Αυγούστου άλλοι μέσω ξηράς και άλλοι μέσω θαλάσσης (από την Περαχώρα και τα Στραβά) να συναντήσουν τον Υψηλάντη. Συγκεντρώθηκαν στη Δόμβραινα και από εκεί, όλοι κατευθύνθηκαν στο χωριό Κουτουμουλάς (σημ. Κορώνεια) της Βοιωτίας, όπου είχε στρατοπεδεύσει ο Υψηλάντης. Έτσι, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, συγκεντρώθηκαν 3.000-3.500 πολεμιστές, αποφασισμένοι να διορθώσουν τα λάθη και να αλλάξουν την κατάσταση.

Οι ελληνικές δυνάμεις, αποτελούνταν από τη φρουρά του Υψηλάντη με επικεφαλής τον Σπρομήλιο, τα σώματα του Ευμορφόπουλου και του Σκουρτανιώτη, τη Β’ Χιλιαρχία του Χριστόδουλου Χατζηπέτρου, τμήμα της Γ’ Χιλιαρχίας με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Γιαννάκη Στράτο, τμήμα της Ζ’ Χιλιαρχίας υπό τον Τόλιο Λάζο, τη Δ’ Χιλιαρχία με επικεφαλής τον Γεώργιο Δυοβουνιώτη και το σώμα του Σουλιώτη οπλαρχηγού Ιωάννη Μπαϊρακτάρη.

Η μάχη της Πέτρας

Στις 28 Αυγούστου, ο Υψηλάντης εγκατέστησε το στρατηγείο του στη μονή του Αγίου Νικολάου πάνω από τα στενά της Πέτρας, απ’ όπου θα περνούσαν υποχρεωτικά οι Τούρκοι κατά την επιστροφή τους από την Αθήνα. Η Πέτρα, βρίσκεται μεταξύ Θήβας και Λιβαδειάς και ήταν η καταλληλότερη τοποθεσία για την αντιμετώπιση των Τούρκων.
Πριν την αποξήρανση της Κωπαΐδας, τα νερά της λίμνης έφθαναν ως τον βράχο (γι’ αυτό και ονομαζόταν Πέτρα) και άφηνε μόνο ένα στενό πέρασμα. Την οχύρωση της τοποθεσίας, την ανέθεσε ο Υψηλάντης στον πεντακοσίαρχο Κούστια Μάκου που φρόντισε να χτιστούν οχυρώματα στις κατάλληλες θέσεις. Κατασκευάστηκαν συνολικά έξι οχυρώματα, σε όλο της το πλάτος και σε αρκετό βάθος και μάλιστα σε δυο γραμμές άμυνας. Το ηθικό των στρατιωτών, βρισκόταν σε άριστη κατάσταση και όλοι είχαν συνειδητοποιήσει την κρισιμότητα των στιγμών.

Μετά από εκνευριστική αναμονή 12 ημερών, το απόγευμα της 10ης Σεπτεμβρίου, φάνηκε να πλησιάζει προς την Πέτρα ο τουρκικός στρατός, με επικεφαλής τον Οσμάναγα Ουτσιάκαγα, αρχηγό των τακτικών στρατευμάτων της Αττικής και τον Ασλάν μπέη.

Ο Κασομούλης, γράφει ότι η δύναμη των Τούρκων ήταν 8.000 άνδρες (4.500 τακτικοί Τούρκοι στρατιώτες και 3.500 Τουρκαλβανοί άτακτοι) ενώ ο Τρικούπης τους περιορίζει σε 5.000.
Καθώς στις 11 Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι παρέμεναν αδρανείς, οι Έλληνες βρήκαν την ευκαιρία να ενισχύσουν τα αδύνατα σημεία των οχυρωμάτων τους. Τα χαράματα της 12ης Σεπτεμβρίου, το σύνολο των τουρκικών δυνάμεων κινήθηκε εναντίον των ελληνικών θέσεων. Παράλληλα, 300 πεζοί και μερικοί ιππείς, κατέλαβαν το χωρίο Βρασταμίτες για να καλύψουν τα νώτα των επιτιθεμένων.

Οι Τούρκοι, παρά τα πυκνά πυρά, έφθασαν στο οχύρωμα 1 του Χατζηπέτρου και ετοιμάζονταν να το καταλάβουν. Τις κρίσιμες εκείνες στιγμές, 700 Έλληνες υπό τους Δυοβουνιώτη, Ιωάννη Μαμούρη, Κριεζώτη και Ψαροδήμο (αγωνιστή του 21 από τον Όλυμπο), επιτέθηκαν με μανία εναντίον των Τούρκων και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν από το οχύρωμα. Οι Αλβανοί, που είχαν εισβάλλει στο οχύρωμα 2, έχοντας επικεφαλής τον Ασλάν μπέη  δέχτηκαν κι αυτοί σφοδρή επίθεση από ελληνικές δυνάμεις και υποχώρησαν, ενώ ο Σπυρομήλιος με το σώμα του, έδιωξε τους Τούρκους απ’ τους Βρασταμίτες.
Οι Έλληνες επικράτησαν ολοκληρωτικά στο πεδίο της μάχης. 100 Τούρκοι νεκροί και εκατοντάδες τραυματίες ήταν ο απολογισμός της δίωρης σύγκρουσης. Από την άλλη πλευρά, αναφέρονται 3 Έλληνες νεκροί και 12 τραυματίες (έγγραφο του Δ. Υψηλάντη προς τον Καποδίστρια στις 16 Σεπτεμβρίου). Ωστόσο, ο αριθμός αυτός φαίνεται μικρός.
Ο Ασλάν μπέης, κατάλαβε ότι δεν είχε νόημα να συνεχίσει τη μάχη. Έπρεπε να φτάσει στη Λάρισα όσο πιο γρήγορα γινόταν και χωρίς άλλες απώλειες. Έτσι αποφάσισε να διαπραγματευτεί με τον Υψηλάντη για να μπορέσει να περάσει από την περιοχή. Ούτε ο Υψηλάντης, ούτε ο Ασλάν μπέης όμως, γνώριζαν ότι στις 2 Σεπτεμβρίου είχε τερματιστεί ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (Συνθήκη Αδριανούπολης)…

Η Συνθήκη Ελλήνων και Τούρκων στην Πέτρα, μετά από πολύωρες διαβουλεύσεις, υπογράφτηκε τη νύχτα της 13ης προς 14η Σεπτεμβρίου 1829 και τηρήθηκε ευλαβικά. Η αποχώρηση του τουρκικού στρατού, σηματοδότησε την απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδας. Έμειναν μόνο οι τουρκικοί θύλακες της Αθήνας, της Εύβοιας και της βοιωτικής ακτής της Χαλκίδας, αλλά πλέον, δεν μπορούσαν ν’ ανατρέψουν την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί.

Για πρώτη και μοναδική φορά τουρκική δύναμη υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει στο πεδίο της μάχης.
Το κείμενο της συνθηκολόγησης, απόδειξη της επικράτησης των Ελλήνων στη Στερεά Ελλάδα, χρησιμοποιήθηκε  από τον Καποδίστρια για την οριστική χάραξη των συνόρων του νέου ελληνικού κράτους.

Σημαντικό ρόλο, έπαιξε η παρέμβαση του Κυβερνήτη για τον τερματισμό της ανταρσίας των πολεμιστών. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, ανέκτησε το θάρρος του και αντιμετώπισε τους Τούρκους στην Πέτρα. Οι στρατιωτικοί και διπλωματικοί του χειρισμοί εκείνο το διήμερο του 1829 στη Βοιωτία, κατέδειξαν στρατηγικές του ικανότητες, που μάλλον δεν είχαν την αναγνώριση που άξιζαν. Τελείωσε έτσι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, παρά τις δυσκολίες, τους εμφυλίους σπαραγμούς και τα διπλωματικά παιχνίδια των Μεγάλων Δυνάμεων με τα αντικρουόμενα συμφέροντα, το έπος που  άρχισε 8,5 χρόνια πριν ο αδελφός του Αλέξανδρος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες…

Διαβάστε επίσης:

Για τον sniper του Αγώνα

Για το Μανιάκι (μια άλλη εκδοχή)

Για την τύχη της αναρίθμητης στρατιάς του Δράμαλη

Για το αρχοντόπουλο που σκοτώθηκε μια μέρα μετά τον Καραϊσκάκη

Για τον Αμερικανό Σαμουήλ Χάου αλλά και τον γιατρό που είδε νεκρούς τον Καραϊσκάκη, τον Μπάιρον και τον Καποδίστρια

Τον κορυφαίο προδότη

αλλά και για τον “προδότη” που έπεσε ηρωικά στο Μεσολόγγι

  • Εντυπωσιασμένος
  • Χαρούμενος
  • Απογοητευμένος
  • Θυμωμένος
  • Βαρετό
  • Φοβισμένος

#emo attacks
  • Παραπατώντας (πρώην Παπανώτας) στο Ευρωσυριζοψηφοδέλτιο
  • Παράταση στις φορολογικές δηλώσεις πριν ξεκινήσουν καν: όλα θα κριθούν στα πέναλτι (πρόστιμα)
  • Συμπλήρωνε το μεροκάματο του στο φορτηγό ο άτυχος αστυνομικός. Οι “λαδιάρηδες” μένουν ήσυχοι, δεν κινδυνεύουν από εργατικό ατύχημα
  • Δε φτάνουν τα πρόστιμα που έπεσαν στις εισπρακτικές: χρειάζεται καθημερινή, πιεστική & πειστική επικοινωνία μαζί τους μέχρι την είσπραξη